Δύο κλεμμένες αρχαιοελληνικές λήκυθοι του 4ου π.Χ. που είχαν καταλήξει -άγνωστο πώς- στη συλλογή του αρχαιοκάπηλου Τζιανφράνκο Μπεκίνα, βγήκαν προς πώληση στην έκθεση Frieze Masters του Λονδίνου.
Όπως αποκαλύπτει ο Guardian, τα αγγεία ήταν μεταξύ των περίπου 5.000 αρχαιοτήτων -συνολικής εκτιμώμενης αξίας 50 εκατ. ευρώ- που είχαν παρουσιαστεί το 2015 από την ιταλική αστυνομία μετά την επιστροφή τους στην Ιταλία από την Ελβετία όπου ζούσε ο σικελός αρχαιοκάπηλος.
Ο Μπεκίνα είχε συνδεθεί με μεγάλα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας και η τελική καταδίκη του θεωρήθηκε νίκη στην μάχη κατά της παράνομης διακίνησης έργων τέχνης.
Αυτό όμως που προκαλεί εντύπωση είναι ότι οι εν λόγω λήκυθοι παρουσιάστηκαν προς πώληση στην έκθεση του Λονδίνου για λογαριασμό του καντονίου της Βασιλείας (Μπάζελ Σταντ) που προβάλλει αξιώσεις αποζημίωσης για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του Μπεκίνα, πρώην κατοίκου της περιοχής.
Σύμφωνα με τις αρχές του καντονίου, για την εκποίησή τους έλαβαν άδεια από τους ιταλούς καραμπινιέρους, καθώς περισσότερα από 1.000 αντικείμενα εστάλησαν πίσω στη Βασιλεία αφού δεν μπορούσε να στηριχθεί νομικά η διεκδίκηση της κυριότητάς τους.
Ο εισαγγελέας του καντονίου παραδέχθηκε πάντως ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί ούτε η προέλευση των αρχαιοτήτων, ούτε αν είχαν περιέλθει με νόμιμο τρόπο στην κυριότητα του Μπεκίνα.
Η βρετανική εφημερίδα όμως έχει στη διάθεσή της συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία ότι τουλάχιστον ένα από τα αγγεία είναι προϊόν κλοπής στην Αθήνα τη δεκαετία του ’70, καταλήγοντας μέσα από σκοτεινές διαδρομές στην παράνομη συλλογή του σικελού αρχαιοκάπηλου.
Τα αρχαιοελληνικά αγγεία παρουσιάζονταν στο περίπτερο dealer από τη Βασιλεία, ονόματι Ζαν Νταβίντ Καν (Jean-David Cahn), χωρίς αναγραφόμενη τιμή. «Upon Request» («τιμή κατόπιν αιτήματος») αναγραφόταν στις προθήκες τους, ωστόσο όπως εκτιμάται, οι προσδοκίες του πωλητή ήταν πάνω από 100.000 λίρες για το καθένα. Φυσικά στα συνοδευτικά έγγραφα δεν γινόταν ούτε λόγος στο όνομα του Μπεκίνα.
Οι λήκυθοι τελικά δεν πουλήθηκαν ωστόσο, όπως σημειώνει ο Guardian, οι Αρχές του ελβετικού καντονίου δεν έχουν καμία πρόθεση να τις επιστρέψουν στην Ελλάδα.
H ταυτοποίηση των δύο αρχαιοτήτων έγινε από τον Χρήστο Τσιρογιάννη*, αρχαιολόγο – ερευνητή διεθνών αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων, με έδρα το Κέιμπριτζ, λέκτορα της Αrca (Association for Research into Crimes against Art) και του Aμερικανικού Κέντρου Αρχαιολογίας στις Μυκήνες (American Center for Archaeology), ο οποίος την τελευταία δεκαετία έχει καταφέρει να εντοπίσει περισσότερα από 1.000 αρχαία αντικείμενα.
«Οι εμπλεκόμενοι στη συγκεκριμένη συναλλαγή είναι γνωστό ότι έχουν εμπλακεί και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις αρχαιοτήτων», σημείωσε ο Τσιρογιάννης και πρόσθεσε: «Είναι η συνήθης πρακτική που έχω εντοπίσει στην παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων διεθνώς πολλές φορές κατά τη διάρκεια της καριέρας μου».
Ο Τσιρογιάννης ταυτοποίησε τα δύο αγγεία σε φωτογραφίες αντικειμένων της συλλογής Μπεκίνα. «Πρόκειται», είπε, «χωρίς αμφιβολία για τις ίδιες ληκύθους: έχουν το ίδιο μέγεθος και σχήμα, λείπουν τα ίδια κομμάτια, έχουν τα ίδια σημάδια στην επιφάνειά τους, τις ίδιες αναπαραστάσεις και επιγραφές» με τις φωτογραφίες που έχει στη διάθεσή του.
Σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτοποίηση παράνομων αρχαιοτήτων και ισχυρισμών για την κυριότητά -προέλευσή- τους.
Πρόσφατα το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη επέστρεψε αγγείο 2.300 ετών που επί δεκαετίες εκτίθετο στο τμήμα της ελληνορωμαϊκής συλλογής του μουσείου, αφού ο Τσιρογιάννης κατέθεσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι το συγκεκριμένο αγγείο προερχόταν από έναν ακόμα καταδικασμένο αρχαιοκάπηλο, τον Τζιάκομο Μέντιτσι.
Διεθνούς φήμης οίκοι όπως οι Sotheby’s, Christie’s και Bonhams έχουν αποσύρει από δημοπρασίες αντικείμενα κατόπιν ανάλογων ταυτοποιήσεων.
Η περίπτωση ωστόσο των αγγείων στο Frieze είναι ασυνήθιστη, καθώς οι πωλητές δεν αναγνώρισαν δημοσίως τη σύνδεσή τους με τη συλλογή του Μπεκίνα. Αντίθετα ο Ζαν Νταβίντ Καν επέμεινε ότι τα αντικείμενα είχαν διατεθεί προς πώληση από τις ιταλικές αρχές, οι οποίες έχουν επίσης πρόσβαση στο φωτογραφικό αρχείο της συλλογής.
Ο Καν ισχυρίστηκε μάλιστα ότι ήταν πολύ διστακτικός και απρόθυμος να αναλάβει την προώθηση των δύο ληκύθων, τελικά όμως, όπως είπε, βεβαίωσε τη νομιμότητα της προέλευσής τους από τις ελβετικές Αρχές. Διευκρίνισε επίσης -για παν ενδεχόμενο- ότι ο ίδιος ενήργησε απλά ως μεσίτης (για λογαριασμό του καντονίου).
Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού έχει ήδη ειδοποιηθεί σχετικά από την Ιnterpol και πλέον εξαρτάται από την Ελλάδα αν θα υποβάλει αίτημα για τη διεκδίκηση της κυριότητας των δύο αγγείων και τον επαναπατρισμό τους. Ο Τσιρογιάννης όμως δεν έχει πια καμία αμφιβολία: «Το γεγονός ότι αυτά τα αντικείμενα προσφέρθηκαν με τόσο γενικούς όρους και με ένα τόσο ατελές ιστορικό, αποδεικνύει ότι είναι προϊόν παρανομίας και ως εκ τούτου “τοξικά” για οποιονδήποτε τα πλησιάζει, διαμηνύει μέσω του Guardian.
*O Xρήστος Τσιρογιάννης σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε το διδακτορικό του το 2013 από το Πανεπιστήμιο του Cambridge με τη μελέτη του για το Διεθνές Κύκλωμα Αρχαιοκαπηλίας.
Εργάστηκε στα υπουργεία Πολιτισμού και Δικαιοσύνης από το 1994 έως το 2008, συμμετέχοντας σε ανασκαφές σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην καταγραφή των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν σε ιδιωτικά χέρια. Από τον Αύγουστο του 2004 έως τον Οκτώβριο του 2008 συνεργάστηκε εθελοντικά με το Τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της ελληνικής Αστυνομίας στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Τον Ιούλιο του 2006 του δόθηκε επισήμως πρόσβαση από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές στα αρχεία Ρόμπιν Σάϋμς – Χρήστου Μιχαηλίδη, Μέντιτσι και Μπεκίνα και αποσπάστηκε στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ήταν μέλος της ελληνικής ομάδας που εντόπισε (και κατάφερε να επαναπατρίσει στην Ελλάδα) τις κλεμμένες αρχαιότητες στο Μουσείο Getty, στη συλλογή Shelby White/Leon Levy, στην Γκαλερί Jean-David Cahn AG και αλλού. Είναι ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος που ορίστηκε πραγματογνώμονας με δικαστική εντολή σε υπόθεση της ελληνικής δικαιοσύνης (υπόθεση της Σχοινούσας, Διεθνές Κύκλωμα Αρχαιοκαπηλίας)
Από το 2007 έχει συμμετάσχει στον εντοπισμό εκατοντάδων αντικειμένων προϊόντων αρχαιοκαπηλίας σε μουσεία, γκαλερί, οίκους δημοπρασιών και ιδιωτικές συλλογές, ενημερώνοντας τις κυβερνητικές αρχές. Το 2013 κέρδισε το ετήσιο βραβείο για την Προστασία και την Ασφάλεια Τέχνης από την Ένωση Έρευνας για τα εγκλήματα κατά της Τέχνης.