Τι κάνουμε με την Τουρκία; Τι κάνουμε, ως Ευρώπη δηλαδή, με την Τουρκία; Εν μέσω προκλήσεων του Ταγίπ Ερντογάν, μονομερών ενεργειών –όπως το μνημόνιο με τους Λίβυους και όχι μόνο– που δυναμιτίζουν το κλίμα στην Ανατολική Μεσόγειο, οι Βρυξέλλες πρωτίστως και δευτερευόντως η Αθήνα βρίσκεται σε μια κατ’ αρχήν αμήχανη θέση. Θεωρητικά όλοι μιλούν για ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας αλλά όλοι ξέρουν ότι αυτή είναι νεκρή. Πώς λοιπόν μπορείς να φέρεις την Αγκυρα σε ένα πλαίσιο συνεννόησης κάνοντάς τη μάλιστα να αποδεχτεί κάποιους συγκεκριμένους κανόνες, ιδίως απέναντι στην Αθήνα και στη Λευκωσία;
Μια ιδέα έθεσε προς προβληματισμό την Τρίτη, μέσα από άρθρο στα «Νέα», ο Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο κ. Ιωακειμίδης, αφού περιγράφει το πώς η Αγκυρα βγήκε εκτός ευρωπαϊκής πορείας με ευθύνη κυρίως της Ευρωπαϊκής Ενωσης την περίοδο 2004-2008, γεγονός που, κατά την άποψή του, «συνέβαλε καθοριστικά στη μετεξέλιξη του Ερντογάν σε έναν αυταρχικό ηγέτη θρησκευτικών αποκλίσεων και στον “εξωευρωπαϊκό κατήφορο” που πήρε η Τουρκία», ο καθηγητής καταθέτει μια εναλλακτική πρόταση και αυτή είναι η ένταξη της γείτονος στο πλαίσιο της «μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας» (PESCO, Permanent Structured Cooperation) της κοινής άμυνας (ΚΕΠΑΑ, Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας). Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία θα «κλειδώσει» στο σύστημα ασφαλείας της ΕΕ αλλά με προϋποθέσεις, ένα «νέο Ελσίνκι», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Ιωακειμίδης
Ο καθηγητής επισημαίνει δε ότι ήταν λάθος του Πάνου Καμμένου –λες και ήταν το μοναδικό– που αρνήθηκε ως υπουργός Αμυνας τη σύνδεση της Τουρκίας με την PESCO.
Γράφει συγκεκριμένα ο κ. Ιωακειμίδης στα «Νέα»:
«Οι ευθύνες της ΕΕ για την απουσία διορατικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία είναι επομένως συγκεκριμένες. Σήμερα η προοπτική της τουρκικής ένταξης θεωρείται νεκρή. Πολύ περισσότερο που η μόνη μεγαλύτερη χώρα που την υποστήριζε ένθερμα, η Βρετανία, αποχωρεί από την Ενωση. (Σημειωτέον ότι Βρετανία και Τουρκία διαμοιράζονται ορισμένες κοινές αντιλήψεις. Ως πρώην αυτοκρατορίες φαντασιώνονται “παλαιά μεγαλεία”. Οθεν Brexit για το ΗΒ και φιλοδοξία για περιφερειακή δύναμη για την Τουρκία.) Ως εκ τούτου η μόνη ρεαλιστική επιλογή για την Τουρκία είναι η ειδική σχέση με οικονομικό περιεχόμενο (εκσυγχρονισμένη τελωνειακή ένωση) αλλά και περιεχόμενο ασφάλειας. Και στο σημείο αυτό η Ελλάδα οφείλει να σκεφθεί ευρηματικά και να αξιοποιήσει τη “μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία” (PESCO) της κοινής άμυνας (ΚΕΠΑΑ) για “να κλειδώσει” την Τουρκία στο σύστημα ασφάλειας της ΕΕ αλλά με προϋποθέσεις για τα σύνορα Ελλάδας (και Κύπρου). Ο πρώην υπουργός Αμυνας Π. Καμμένος σε μια από τις άστοχες τοποθετήσεις του είχε αντιταχθεί κατηγορηματικά στη σύνδεση της Τουρκίας με την PESCO. Λάθος. Η Τουρκία πρέπει να συνδεθεί με την PESCO με προϋποθέσεις στο πλαίσιο μιας ειδικής σχέσης – νέο Ελσίνκι».
Από τη στιγμή που ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, μέσω της συνέντευξής του στο «Βήμα της Κυριακής» (εδώ), διαβεβαίωσε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας παραμένει ανοικτή μια τέτοια πρωτοβουλία από την πλευρά των Βρυξελλών (και της Αθήνας) μπορεί να διορθώσει το «λάθος» του κ. Καμμένου.
Τι είναι η PESCO
Στις 11 Δεκεμβρίου 2017 το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση για τη θεσμοθέτηση μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO), λιγότερο από ένα μήνα μετά την παραλαβή κοινής γνωστοποίησης από τα κράτη μέλη για την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν σε αυτήν.
Τα 25 κράτη μέλη που συμμετέχουν στην PESCO είναι: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Κροατία, Κύπρος, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Ισπανία και Σουηδία. Στις 13 Νοεμβρίου 2017 οι υπουργοί 23 κρατών μελών υπέγραψαν κοινή γνωστοποίηση σχετικά με τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία (PESCO) και την υπέβαλαν στην Ύπατη Εκπρόσωπο και το Συμβούλιο. Στις 7 Δεκεμβρίου 2017 η Ιρλανδία και η Πορτογαλία γνωστοποίησαν επίσης την απόφασή τους να συμμετέχουν στην PESCO.
Η μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Συγκεκριμένα, προβλέπει τη δυνατότητα ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ να συνεργάζονται στενότερα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας. Αυτό το μόνιμο πλαίσιο αμυντικής συνεργασίας παρέχει τη δυνατότητα σε όσα κράτη μέλη έχουν τη βούληση και την ικανότητα να αναπτύξουν από κοινού αμυντικές δυνατότητες, να επενδύσουν σε κοινά έργα και να ενισχύσουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα και τη συμβολή των ενόπλων δυνάμεών τους.
Η απόφαση του Συμβουλίου για τη θεσμοθέτηση της PESCO καθορίζει:
τον κατάλογο των συμμετεχόντων κρατών μελών
τον κατάλογο «φιλόδοξων και δεσμευτικότερων κοινών υποχρεώσεων» που αναλαμβάνουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης «τακτικής αύξησης των αμυντικών προϋπολογισμών σε πραγματικούς όρους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων»
τη διακυβέρνηση της PESCO, με ένα ανώτερο επίπεδο διακυβέρνησης για τη διατήρηση της συνοχής και της φιλοδοξίας της PESCO, το οποίο συμπληρώνεται από ειδικές διαδικασίες διακυβέρνησης σε επίπεδο έργων
διοικητικές ρυθμίσεις, όπως οι γραμματειακές λειτουργίες για την PESCO σε επίπεδο έργων και η χρηματοδότηση
Ταυτόχρονα με την έκδοση της απόφασης για τη θεσμοθέτηση της PESCO, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ενέκριναν δήλωση με την οποία χαιρετίζουν την πολιτική συμφωνία για έναν αρχικό κατάλογο 17 έργων προς υλοποίηση στο πλαίσιο της PESCO. Τα έργα αυτά αφορούν τομείς όπως η εκπαίδευση, η ανάπτυξη ικανοτήτων και η επιχειρησιακή ετοιμότητα στον τομέα της άμυνας. Τα αρχικά αυτά έργα αναμένεται να εγκριθούν τυπικά από το Συμβούλιο στις αρχές του 2018.
Επόμενα βήματα
Η απόφαση για τη θεσμοθέτηση της PESCO προβλέπει ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία των αντιπροσώπων των κρατών μελών που συμμετέχουν στην PESCO, θα εκδώσει περαιτέρω αποφάσεις και συστάσεις σε διάφορους τομείς, μεταξύ άλλων για να καθορίσει:
τον κατάλογο των έργων που θα αναπτυχθούν στο πλαίσιο της PESCO (αναμένεται στις αρχές του 2018)
ένα κοινό σύνολο κανόνων διακυβέρνησης για τα έργα, οι οποίοι θα μπορούν να προσαρμόζονται ανάλογα με το εκάστοτε έργο
τις γενικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες τρίτα κράτη θα μπορούν να προσκληθούν να συμμετέχουν σε συγκεκριμένα έργα.