Ο κορονοϊός έπληξε αλύπητα και τα σπορ, ιδίως τα διασημότερα ποδοσφαιρικά club, με αρκετά από αυτά να φτάνουν στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής – το παράδειγμα της Μπαρτσελόνα είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό. Σε λιγότερο δραματικές περιπτώσεις, άλλα είδαν τα έσοδά τους να συρρικνώνονται, και άλλα τα χρέη τους από προηγούμενες χρήσεις να αυξάνονται επικίνδυνα. Μόνον η Μπάγερν Μονάχου ήταν… εμβολιασμένη, και πέρασε την Covid-19 πιο ήπια απ’ όλους.
Σύμφωνα με έρευνα της KPMG (European Champions Report), που ανέλυσε τα οικονομικά δεδομένα στις 8 κορυφαίες ποδοσφαιρικές λίγκες της Ευρώπης (Αγγλίας, Ισπανίας, Ιταλίας, Γερμανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Τουρκίας και Πορτογαλίας), η βαυαρική ομάδα είναι η μόνη πρωταθλήτρια που κατέγραψε κέρδη τη σεζόν 2020-2021, έστω μικρά: 1,8 εκατ. ευρώ «καθαρά».
Από όλες τις υπόλοιπες (Μάντσεστερ Σίτι, Ατλέτικο Μαδρίτης, Ιντερ, Λιλ, Αγιαξ, Μπεσίκτας και Σπόρτινγκ Λισαβόνας), μόνον η πρωταθλήτρια Αγγλίας εμφάνισε αυξημένα έσοδα (644 εκατ. ευρώ, δηλαδή 96 εκατ. ευρώ υψηλότερα σε σχέση με την προηγούμενη χρήση), χάρη στο μπόνους της UEFA για τη συμμετοχή της στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και τις εισπράξεις – ρεκόρ από τα τηλεοπτικά δικαιώματα της Πρέμιερ Λιγκ, όμως ο ισολογισμός της έκλεισε με ζημίες. Επειδή δαπάνησε 294 εκατ. ευρώ για μεταγραφές, αλλά και γιατί το μισθολόγιό της «αγγίζει» τα 400 εκατ. ευρώ ετησίως – είναι από τα μεγαλύτερα που υπάρχουν στο ποδόσφαιρο.
Ο σύλλογος που… νόσησε πιο βαριά, σε ό,τι αφορά τα οικονομικά του, είναι η Ιντερ. Οι ζημίες των 245,6 εκατ. ευρώ, που παρουσίασε, είναι οι μεγαλύτερες που καταγράφηκαν, ποτέ, στα χρονικά του Καμπιονάτο. Οσο για την πρωταθλήτρια Ισπανίας, Ατλέτικο Μαδρίτης, είδε τις απώλειές της να εκτοξεύονται στα 111,7 εκατομμύρια ευρώ, από 1,8 εκατ. ευρώ το 2019-2020.
Η Μπάγερν εμφανίζει θετικό πρόσημο στον ισολογισμό της για 29η διαδοχική χρήση, που από μόνο του είναι ένα πρωτοφανές επίτευγμα. Αλλά το τα βγάζει κέρδη ακόμη και στην πανδημία, το 2020 (9,8 εκατ. ευρώ) και το 2021, με την «Αλιάνς Αρίνα» άδεια από κόσμο για μεγάλο χρονικό διάστημα, μοιάζει με «θαύμα». Και οφείλεται στο οικονομικό της μοντέλο, το οποίο τηρεί ευλαβικά εδώ και τέσσερις δεκαετίες. «Μην ξοδεύεις περισσότερα απ’ όσα βγάζεις», είναι η κεντρική του ιδέα. Ακούγεται εύκολο κι απλό, όμως δεν είναι, για μια ομάδα με τις δικές της φιλοδοξίες.
Η πενταετία 1975-1979, που η Μπάγερν με τα τρία διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών (1974, 1975, 1976) έμεινε χωρίς τίτλο στη Γερμανία, αποτέλεσε για τους Βαυαρούς τη βάση ενός εποικοδομητικού προβληματισμού, που συνέπεσε με τον διορισμό του Ούλι Χένες, ο οποίος είχε, μόλις, αποσυρθεί από τη δράση, στο πόστο του μάνατζερ του συλλόγου. Αν και κρεοπώλης (όπως και ο πατέρας του) πριν γίνει ποδοσφαιριστής, ο Χένες αποδείχτηκε σπουδαίος διαχειριστής. Δεν είναι τυχαίο, το ότι παρέμεινε στη θέση του γενικού διευθυντή επί 30 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 2009 που έγινε πρόεδρος (έως τον Νοέμβριο του 2019).
Ο Χένες παρατήρησε ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της Μπάγερν προερχόταν από τα εισιτήρια και τις λοιπές εισπράξεις των εντός έδρας αγώνων της. Αλλά με τα περισσότερα από τα ματς να είναι sold-out, τρόπος ώστε να αυξηθούν αυτά τα έσοδα δεν υπήρχε. Στράφηκε, λοιπόν, στο μάρκετινγκ -που βρισκόταν στα σπάργανα εκείνη την εποχή στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο-, αντιγράφοντας πρακτικές που εφάρμοζαν οι κορυφαίες αμερικανικές λίγκες (NBA, NFL, MLB, NHL). Η ιδέα του άργησε να αποδώσει, όμως σήμερα οι χορηγίες και η εμπορική εκμετάλλευση του brandname της αποτελεί για την Μπάγερν την κυριότερη πηγή των εσόδων της.
Η κατασκευή του νέου, ιδιόκτητου γηπέδου ήταν το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ του συλλόγου. Το Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, που χρησιμοποιούσε ως έδρα, είχε ικανοποιητική χωρητικότητα (60.000 θέσεις) και ήταν αρκετά σύγχρονο (είχε κατασκευαστεί λίγα χρόνια πριν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972), όμως η Μπάγερν πλήρωνε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ενοίκιο. Επιπλέον, ο σύλλογος δεσμευόταν, ως προς τη διαχείρισή του, από τους περιορισμούς που έθετε ο εκμισθωτής, δηλαδή η δημοτική Αρχή του Μονάχου. Από το 2005, που άνοιξε τις θύρες της η «Αλιάντς Αρίνα», οι εισπράξεις από τους εντός έδρας αγώνες εκτινάχθηκαν στα ύψη.
Τα κέρδη από την υπεραξία των παικτών της είναι ακόμη ένας πυλώνας της οικονομικής σταθερότητας της Μπάγερν. Κανένας ποδοσφαιριστής, όσο προικισμένος κι αν είναι, δεν αγοράζεται σε τιμή μεγαλύτερη από εκείνη που θα μπορούσε να πουληθεί έπειτα από λίγα χρόνια. Και, σε ό,τι αφορά τις παραχωρήσεις, όλοι μπορούν να φύγουν, ακόμη και τα πιο «αγαπημένα παιδιά» της εξέδρας, εφόσον αυτό εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα του συλλόγου. Το 1984 η Μπάγερν δεν δίστασε να αποχωριστεί τον Καρλ – Χάινς Ρουμενίγκε, που πήγε στην Ιντερ έναντι 11 εκατομμυρίων μάρκων (ήταν η δεύτερη ακριβότερη μεταγραφή πίσω από εκείνη του Ντιέγκο Μαραντόνα). Με αυτά τα χρήματα ο γερμανικός σύλλογος μηδένισε τα χρέη του (7 εκατ. μάρκα), και του έμεινε κι ένα σημαντικό ποσό ως αποθεματικό. Επίσης, η Μπάγερν φροντίζει να διατηρεί την αναλογία μισθών – τζίρου σε χαμηλά επίπεδα: περίπου στο 50%.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια οι Βαυαροί επενδύουν στη διεύρυνση της πελατειακής τους βάσης, αναζητώντας νέους υποστηρικτές στις ασιατικές χώρες. Γι’ αυτό, άλλωστε, το 2019 επιλέχθηκε για τη θέση του προέδρου του συλλόγου ο 68χρονος Χέρμπερτ Χάινερ, πρώην CEO της Adidas, την οποία βοήθησε να αναπτυχθεί ως παγκόσμια φίρμα.
Από το 2015 κι έπειτα, η Μπάγερν δεν έχει χρέη. Τα έσοδά της (σχεδόν) διπλασιάστηκαν μέσα σε μία δεκαετία, ενώ η ρευστότητα που διαθέτει, εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 150 εκατ. ευρώ. Τα γερμανικά media της έχουν δώσει την προσωνυμία «Festgeldkonto» («λογαριασμός καταθέσεων»).