Μπορεί πολιτικά και πολιτισμένα να κριτικάρει ο οιοσδήποτε τις ακροβασίες των ιταλών πολιτικών, οι οποίοι περνούν πολύ εύκολα από τους παραταξιακούς πολέμους στις κυβερνητικές συνεργασίες, δρώντας κυνικά σε ένα πεδίο όπου έχουν ξεφυτρώσει κομματικά υβρίδια εδώ και πολλές δεκαετίες – η όλη υπόθεση ξεκίνησε έπειτα από την αποσυγκρότηση των τριών μεγάλων παρατάξεων (χριστιανοδημοκρατία, σοσιαλιστές, ΚΚ Ιταλίας), αλλά ακόμη και του νεοφασιστικού κόμματος του Αλμιράντε. Πρόσφατο παράδειγμα τέτοιων ακροβασιών είναι οι «γέφυρες» που χρειάστηκε να γκρεμιστούν και να χτιστούν εκ νέου σε χρόνο μηδέν για τη μετάβαση από την εποχή Κόντε στην εποχή Ντράγκι.
Για τον πολίτη η δημόσια πολιτική παρέμβαση είναι και δικαίωμα και υποχρέωση συγχρόνως, όμως οι καιροί δεν είναι πολιτικοί, τα νερά είναι ρηχά και το βαρέλι του δημοσίου λόγου άπατο. Οπως λένε τα ιταλικά Μέσα, υπάρχει ζήτημα πλέον για το πολιτικό προσωπικό στη Ρώμη από τις ρουκέτες που εξαπολύουν εναντίον του στα σόσιαλ μίντια διάφοροι «μπλόγκερ» και «ινφλουένσερ» ορίζοντας αυτοί το «διά ταύτα» της πολιτικής, τη βασική ατζέντα, και μάλιστα χωρίς ζύμωση, από καθέδρας, με χρησμούς, θέσφατα και αποφάνσεις στα σόσιαλ μίντια. Δεν μιλάμε για περιθωριακές περιπτώσεις άνευ σημασίας, αλλά για νεαρούς και νεαρές που σέρνουν από τη μύτη εκατομμύρια «ακολούθους» –ευεπίφορους στον παντοειδή χειρισμό–, και με το αζημίωτο.
Το τελευταίο κρούσμα αφορά χυδαία επίθεση εναντίον του Ματέο Ρέντσι, με αφορμή ένα νομοσχέδιο περί δικαιωμάτων ΛΟΑΤΚΙ, θετικό γενικώς, το οποίο έχει αναστατώσει την Ιταλία. Χρειάστηκαν ορισμένες τροποποιήσεις εξισορροπητικού χαρακτήρα οι οποίες εξόργισαν τους «ινφλουένσερ» ολκής. Φυσικά, είχαν προηγηθεί και οι ανάλογες επιθέσεις εναντίον του Ματέο Σαλβίνι. Οι ιταλοί σχολιαστές δεν ξέχασαν να μας υπενθυμίσουν ότι πρωτίστως ο Σαλβίνι χρησιμοποιεί κατά κόρον τα σόσιαλ μίντια για την «επικοινωνία» του με τον λαό, με ζήλο που λίγα έχει να ζηλέψει από τη μανία του Τραμπ στο «τιτίβισμα», αφού εκμεταλλεύεται το web ώστε να στρέψει εναντίον των αντιπάλων του οργή και θυμό. Εισπράττει, συνεπώς, τώρα τα επίχειρα.
Η γνωστή και στη… Μύκονο Κιάρα Φεράνι, διαθέτουσα σάιτ μόδας και λαό 24 εκατομμυρίων «ακολούθων» στο Instagram, πρώτο νούμερο στα ιταλικά σόσιαλ μίντια, αλλά και ο σύζυγός της, Φεντέζ, «ράπερ και ινφλουένσερ», με αφορμή το εν λόγω νομοσχέδιο κατηγόρησαν τον Ρέντσι ότι μαζί με τον Σαλβίνι δρα ανήθικα και στερεί από την Ιταλία έναν βασικό νόμο «που θα βοηθούσε τη χώρα να ξεπεράσει τη φοβία για τα τρανς άτομα». Στο Instagram ανήρτησαν μία φωτογραφία του Ρέντσι προς γελοιοποίησή του με τη λεζάντα «τι βρωμιές κάνετε εσείς οι πολιτικοί».
Οταν ο πρώην πρωθυπουργός αντέδρασε, ο σύζυγος της Φεράνι, ο ράπερ, ξεπέρασε κάθε όριο απαντώντας του: «Ρέντσι, κατουράς στα κεφάλια των Ιταλών και τους λες ότι βρέχει».
Το αστείο είναι ότι ο Ρέντσι δεν είχε πει και τίποτε που θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο… διουρητικά στην πολιτική σκέψη του ράπερ, αντιθέτως ήταν τυπικότατα φιλόφρων και μάλλον συγκρατημένος: «Αγαπητή Φεράνι», είχε αρχίσει, «η πολιτική είναι ευγενής δραστηριότητα και δεν είναι βρωμιά. Αξιολογείται από την ικανότητα να αλλάζει τα πράγματα και όχι από τα likes» Αναφέρθηκε στη στάση του στο θέμα Ντράγκι, για ποιον λόγο αποφάσισε να τον στηρίξει στην πρωθυπουργία, με σκοπό να υπογραμμίσει ότι διαθέτει αδιάφορη για το πολιτικό κόστος βούληση. Και μετά της έκανε μία πρόταση αφόρητα παλιομοδίτικη για τα γούστα των «ινφλουένσερ» και των «ράπερ», μία πρόταση δημοκρατικού διαλόγου: «Είμαι έτοιμος για μία δημόσια συζήτηση με την ντοτορέσα Φεράνι, όπου θέλει και όπως θέλει. Είμαι πάντα έτοιμος να αντιμετωπίσω αυτούς που έχουν το θάρρος να υπερασπιστούν τις ιδέες τους. Αν έχει το θάρρος, φυσικά».
Επειτα όμως λασκάρισε η βίδα στο σιφόνι του «ράπερ» συζύγου, έτσι η ηλεκτρονική ανταλλαγή… ευχών διεκόπη απότομα λόγω ξαφνικής πλημμύρας και έντονης δυσοσμίας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο επικοινωνιακό πρόβλημα του πολιτικού προσωπικού της Ιταλίας σήμερα: η επίδραση που ασκούν οι «ράπερ» σύζυγοι στην ουροδόχο κύστη του εκλογικού σώματος. Η Κιάρα Φεράνι είναι 34 χρόνων και ο Φεντέζ 32. Και έχουν δύο μωρά των οποίων οι φωτογραφίες ρίχνονται ακατάπαυστα στα σόσιαλ μίντια από τους ευδαίμονες γονείς τους.