Η αναζήτηση του «ασθενούς μηδέν» μιας επιδημίας, του πρώτου που νόσησε σε μια περιοχή, συνήθως μας λέει πολλά για τον τρόπο εξάπλωσης και πώς θα αποτρέψουμε τα χειρότερα στο μέλλον.
Στην Ιταλία, που χωρίς να το περιμένει κανένας, εξελίχθηκε στην τρίτη μεγαλύτερη εστία μετά την Κίνα και τη Νότια Κορέα, η περίπτωση του «ασθενούς μηδέν» του κορονοϊού είναι μια ιστορία βαριάς ιατρικής αμέλειας.
Περισσότερα από τα μισά από τα κρούσματα του κορονοϊού εντοπίστηκαν στους 11 δήμους γύρω από το Κοντόνιο, μια πόλη της Βόρειας Ιταλίας. Πώς εξηγείται αυτό;
Από όσα έγιναν στη συνέχεια γνωστά, ο «ασθενής μηδέν» μπήκε στα επείγοντα περιστατικά για δεύτερη φορά στις 03:12 στις 19 Φεβρουαρίου. Αλλά το πιο ανησυχητικό είναι ότι μεσολάβησαν 36 ώρες μέχρι να γίνει η εξέταση για τον κορονοϊό και ότι όλο αυτό το διάστημα ο ασθενής κυκλοφορούσε ανενόχλητος και ανυποψίαστος μέσα στα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου.
Το τεστ για τον κορονοϊό έγινε τελικά στις 16:00 στις 20 Φεβρουαρίου, αφότου ο Ματία, μαραθωνοδρόμος και ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, είχε περάσει μία μέρα στο νοσοκομείο, κατά την οποία είχε ήδη έλθει σε επαφή με συγγενείς, φίλους, γιατρούς, νοσηλευτικό προσωπικό και άλλους ασθενείς.
Η ολιγωρία οφείλεται στο ότι ο άνδρας δεν είχε επιστρέψει από την Κίνα.
Οι οδηγίες του ιταλικού υπουργείου Υγείας στις 22 Ιανουαρίου σχετικά με το ποιος πρέπει να υποβληθεί στο τεστ έλεγαν πως πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ύποπτη περίπτωση «ένα άτομο που παρουσιάζει μια ασυνήθιστη ή απροσδόκητη κλινική πορεία, ιδιαίτερα μια ξαφνική επιδείνωση, παρά την κατάλληλη θεραπεία». Η πνευμονία για έναν υγιή και αθλητικό τύπο, όπως ο 38χρονος Ματία, μπορεί πραγματικά να ήταν μια τέτοια περίπτωση.
Παρά ταύτα, η αναθεωρημένη έκδοση των υπουργικών οδηγιών της 27ης Ιανουαρίου διέγραψε την αρχική απόφαση και έκανε λόγο για ελέγχους μόνο όσων είχαν κάποιου είδους δεσμό με την Κίνα.
Η επιβεβαίωση ότι πράγματι ο άνδρας μολύνθηκε από τον ιό έφτασε στις 21:00 στις 20 Φεβρουαρίου. Για τους υπεύθυνους φορείς, ο κόκκινος συναγερμός σήμανε γύρω στα μεσάνυχτα. Μόνο εκείνη τη στιγμή ενημερώθηκαν όλοι στο εσωτερικό του νοσοκομείου.
Από εκείνη τη στιγμή η κατάσταση έγινε χαοτική. Από τις συνομιλίες των μελών της οικογένειας που έχουν να ασχοληθούν με τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους νοσηλευόμενους ασθενείς, μπορεί κανείς να φανταστεί τι συνέβη εκείνο το βράδυ.
Ο 38χρονος μεταφέρθηκε στην ανάνηψη και μόλυνε τους δύο αναισθησιολόγους που επιχείρησαν να τον διασωληνώσουν, αν και σε αυτό το σημείο ακολουθούνταν όλοι οι κανόνες ασφαλείας, σύμφωνα με το πρωτόκολλο.
Η πρώτη υπόθεση είναι να κλείσουν τα επείγοντα και το νοσοκομείο, διατηρώντας όλους τους ασθενείς που έχει ήδη. Στη συνέχεια εξετάστηκε η ιδέα της μεταφοράς ασθενών σε άλλα νοσοκομεία. Οι νοσοκόμοι της νυχτερινής βάρδιας και οι νοσηλευτές επέστρεψαν στα σπίτια τους με την πεποίθηση ότι θα πρέπει να παραμείνουν στις οικίες τους σε εθελούσια απομόνωση. Και όμως: τους κάλεσαν καλούν να επιστρέψουν, μαζί με την πρωινή βάρδια.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας (στις 21 Φεβρουαρίου) αποφασίστηκε ποιος θα παραμείνει στο νοσοκομείο και ποιος θα επιστρέψει στο σπίτι του. Μόνο το πρωί εκκενώθηκαν τα επείγοντα και έκλεισαν οι πόρτες του νοσοκομείου, χωρίς να είναι σε θέση να μπει κανένας ή να βγει.
Μέχρι σήμερα, υπάρχουν εργαζόμενοι που δεν έχουν ακόμη υποβληθεί στο τεστ του κορονοϊού.