Το Εφετείο των Παρισίων απάλλαξε τη Σαντρά Μουλέρ από την πρωτόδικη καταδίκη της για συκοφαντική δυσφήμηση, κάτι που από τα διεθνή Μέσα εκλαμβάνεται σαν νίκη της γαλλικής εκδοχής του αμερικανικού νεοφεμινιστικού κινήματος #MeToo. Πρωτοδίκως η Μουλέρ καταδικάστηκε επειδή έφτιαξε στο Twitter το χάσταγκ #BalanceTonPorc μέσω του οποίου ισχυρίστηκε ότι ο τηλεοπτικός παράγων Ερίκ Μπριόν την παρενόχλησε σεξουαλικά.
Εκείνη η καταδικαστική απόφαση την υποχρέωσε να καταβάλει 15.000 ευρώ αποζημίωση στον Μπριόν και να καλύψει τα έξοδα της δίκης (5.000 ευρώ).
Η όλη υπόθεση αφορά το «καμάκι» που της έκανε στις Κάννες ένα βράδυ ο Μπριόν, πιωμένος κιόλας. Σε εκείνο το πάρτι της είχε πει: «Εχετε μεγάλα στήθη, είστε ο τύπος μου, θα σας κάνω να απολαύσετε τη νύχτα». Αυτό το ψηστήρι –κράμα γαλατικής ευγένειας (προ πάντων ο πληθυντικός!) και μάλλον ειλικρινούς εκδήλωσης του στιγμιαίου πόθου (οι μεθυσμένοι σπανίως ψεύδονται)– ενόχλησε τη Μουλέρ. Ετσι έφτιαξε το προαναφερθέν χάσταγκ, έριξε το ονοματεπώνυμο του «καμακιού» στην αρένα και κάλεσε «όλες τις γυναίκες» να τη μιμηθούν όταν εισπράττουν ανάλογες συμπεριφορές από ξαναμμένους ερωτύλους.
Η υπερασπιστική γραμμή της Μουλέρ και στις δύο δίκες ήταν η ίδια: «Με παρενόχλησε σεξουαλικά κατ’ επανάληψη και σε επαγγελματικό περιβάλλον». Ο Μπριόν κατέθεσε ότι εκτός από εκείνη τη μοναδική βραδιά –χωρίς σεξουαλική πράξη, εξάλλου– δεν υπήρξε καμία συνέχεια. Τουναντίον, την επομένη του συμβάντος, όταν ξεμέθυσε πια και είδε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, της έστειλε ένα sms με το οποίο της ζήτησε συγγνώμη. Για τα περί εργασιακού χώρου καταγγελλόμενα, ο Μπριάν κατέθεσε ότι ουδέποτε υπήρξε κάποια συνεργασία μεταξύ τους. Και παραδέχθηκε ότι το «καμάκι» του ήταν βλακώδες.
Το Εφετείο αναγνώρισε ότι οι καταγγελίες της Μουλέρ εναντίον του Μπριόν μέσω Twitter ήταν υπερβολικές, ωστόσο την αθώωσε επειδή έκρινε τις πράξεις της «μέρος τής γενικού ενδιαφέροντος συζήτησης περί απελευθέρωσης της γυναίκας». Ωστόσο αυτές οι πράξεις της Μουλέρ καταδίκασαν τον Μπριόν σε κοινωνικό επίπεδο: η συμβία του τον εγκατέλειψε (αν και την εποχή του μεθυσμένου επεισοδίου πάθους δεν τον ήξερε καν), οι φίλοι του έκοψαν την καλημέρα, τα επαγγελματικά του στράβωσαν. Τον αντιμετώπισαν άπαντες λες και ήταν ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν. Από το βρισίδι που δέχθηκε κατέρρευσε, ντράπηκε τις κόρες του, ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.
Η απόφαση του Εφετείου αναγνώρισε πάντως ότι ο Μπριάν δεν είναι βιαστής, ούτε κακοποιός του κοινού ποινικού δικαίου. Κάτι είναι και αυτό, μια κάποια παρηγοριά, ένα τσιρότο στο τραύμα της φήμης. Υπάρχει βέβαια και ο τρίτος βαθμός της Δικαιοσύνης, όπου οι λογαριασμοί θα ξεκαθαρίσουν οριστικά. Μέχρι τότε η Μουλέρ μπορεί να δηλώνει: «Είμαι ανακουφισμένη διότι η καλή πίστη μου έχει αναγνωριστεί».