Κριτική στο περίφημο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης άσκησε ο 97χρονος επιστήμονας που κέρδισε την Τετάρτη το βραβείο Νομπέλ Χημείας, επειδή τον ανάγκασε να συνταξιοδοτηθεί όταν ήταν 65 χρόνων, «κάτι που είναι ηλίθιο».
Ο Τζον Γκούντινοφ, που βραβεύθηκε με την ανώτατη διεθνή επιστημονική διάκριση για την ανακάλυψή του των μπαταριών λιθίου, πρόσθεσε ότι ο ίδιος είναι ζωντανό παράδειγμα του πόσο λανθασμένη είναι αυτή η τακτική του πανεπιστημίου να στέλνει στη σύνταξη τους καθηγητές του στα 65 τους, καθώς εξακολουθεί να δουλεύει σκληρά και να κάνει νέες ανακαλύψεις 33 χρόνια αργότερα.
Ο επιστήμονας εργάζεται στο πανεπιστήμιο του Τέξας στο Οστιν, όπου πήγε μετά τον «εκδιωγμό» του από την Οξφόρδη. «Δραπέτευσα. Δεν ήθελα να βγω στη σύνταξη. Στο Τέξας, δεν σε αναγκάζουν να βγεις στη σύνταξη αν δεν το θέλεις. Είναι ηλίθιο να αναγκάζεις τους ανθρώπους να συνταξιοδοτηθούν. Είχα 33 πολύ καλά χρόνια από τότε που έφυγα από την Αγγλία αναγκαστικά. Για αυτό έφυγα. Δουλεύω κάθε μέρα», είπε στη συνέντευξη Τύπου που διοργανώθηκε την Τετάρτη στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν, όταν ανακοινώθηκε το βραβείο Νομπέλ.
Ο «φρέσκος» νομπελίστας είπε ακόμα, ότι η Οξφόρδη πετά στα σκουπίδια ειδικούς, μερικούς από τους καλύτερους στον κόσμο στον τομέα τους, επειδή διατηρεί την πολιτική της για αναγκαστική συνταξιοδότηση, την οποία έχουν ακυρώσει όλα τα άλλα μεγάλα βρετανικά πανεπιστήμια, εκτός από το Κέμπριτζ. «Ακόμα και αν δεν έχεις συγκεντρωμένα όλα τα ταλέντα, έχεις την εμπειρία για να καθοδηγήσεις τους ανθρώπους που έχουν το ταλέντο. Είναι χαζό», είπε.
Τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική συνταξιοδότηση στα 67 είναι αναγκαία για να βοηθήσουν τους νέους ακαδημαϊκούς. Οι ιθύνοντες της Οξφόρδης είπαν ότι η πολιτική αυτή συνέβαλε στην ανανέωση των καθηγητών του πανεπιστημίου και στην ενίσχυση της διαφορετικότητας στις τάξεις των εργαζομένων.
Αλλοι ακαδημαϊκοί συμφωνούν με τον Γκούντινοφ και ζητούν από το πανεπιστήμιο να αλλάξει την πολιτική του. «Για πάνω από 30 χρόνια, ο καθηγητής Τζον Γκούντινοφ είναι από τους κορυφαίους στον τομέα του στον κόσμο», λέει ο Σερ Τζον Μιούριγκ Τόμας, πρώην διευθυντής του βρετανικού Βασιλικού Ινστιτούτου.
Λίγα χρόνια πριν πάρει σύνταξη από την Οξφόρδη, ο καθηγητής ανέπτυξε την τεχνολογία που οδήγησε στις μπαταρίες λιθίου, οι οποίες πλέον χρησιμοποιούνται σε κάθε συσκευή που επαναφορτίζεται. Λίγο νωρίτερα, είχε κάνει «όνομα» στην επιστημονική κοινότητα με την ανακάλυψή του της μνήμης RAM στους υπολογιστές.
Σήμερα, ο καθηγητής συνεχίζει να εργάζεται για να βελτιώσει τις μεθόδους αποθήκευσης ενέργειας. Μία από τις συνεργάτες του, η Ελενα Μπράγκα, από το πανεπιστήμιο του Πόρτο, είπε ότι η ηλικία του δεν τον σταματά καθόλου και ότι δουλεύει ακόμα και τα Σαββατοκύριακα.
Ο καθηγητής ήταν στο Λονδίνο για να παραλάβει το μετάλιο Κόπλι της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, την παλαιότερη επιστημονική βράβευση στον κόσμο, όταν έμαθε τα νέα για το Νομπέλ.
Η Μπράγκα τον ξύπνησε και του είπε ότι το είχε κερδίσει.
Ο Γκούντινοφ είπε ότι δεν το περίμενε αλλά είναι πολύ ευτυχισμένος που ζει ακόμα για να βραβευθεί (το βραβείο Νομπέλ δεν απονέμεται μετά θάνατον). Το μοιράστηκε με τον Στάνλεϊ Γουίτινχαμ, έναν βρετανό επιστήμονα της Φυσικής των Υλικών, που ζει στη Νέα Υόρκη και τον Ακίρα Γιοσίνο, από το πανεπιστήμιο Μέιτζο στην Ιαπωνία.
Η τεχνολογία λιθίου αξίζει δισεκατομμύρια, αλλά ο καθηγητής είπε ότι δεν έχει λάβει χρήματα από τα δικαιώματα για την ανακάλυψή του. «Δεν με νοιάζουν και τόσο τα λεφτά. Οι δικηγόροι πάντα παίρνουν όλα τα λεφτά».
Και πρόσθεσε πως πάντως, οι μπαταρίες που ο ίδιος ανακάλυψε είναι η αιτία που λειτουργεί ο βηματοδότης του και ζει ακόμα.