Ο Σι Τζινπίνγκ εμφανίζεται υπομονετικός, γνωρίζοντας πως η νέα χρονιά διαγράφεται σε γενικές γραμμές ευοίωνη για την πατρίδα του | CreativeProtagon/Reuters
Επικαιρότητα

Η Κίνα προετοιμάζεται για τον νέο Ψυχρό Πόλεμο

Το καθεστώς του Πεκίνου άντεξε την πίεση του κορονοϊού, αντιμετώπισε με σιδερένια πυγμή εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις και τώρα, στην 100ή επέτειο της ίδρυσης του ΚΚΚ, ετοιμάζεται για μια νέα «μεγάλη πορεία» με τιμονιέρη πάντα τον Σι αλλά με άγνωστο προορισμό...
Protagon Team

Την περασμένη Κυριακή δρομείς από όλον τον κόσμο συμμετείχαν σε ένα μαραθώνιο που έλαβε χώρα στους δρόμους και στις λεωφόρους της κινεζικής μητρόπολης Κουανγκτσόου στη νότια Κίνα. Χιλιάδες αθλητές έτρεχαν ο ένας δίπλα στον άλλο ενώ οι θεατές τους επευφημούσαν. Ελάχιστοι φορούσαν μάσκες. Τα στιγμιότυπα του αγώνα ήταν συγκλονιστικά για τους παρατηρητές της χειμαζόμενης Δύσης.

Πριν, όμως, από σχεδόν έναν χρόνο η κατάσταση στην Κίνα ήταν εντελώς διαφορετική, δραματική, καθώς μέσα σε λίγες εβδομάδες η χώρα κατέστη το ground zero του κορονοϊού. Αγνοώντας τι επρόκειτο να πάθει η δική τους χώρα, τους δύο πρώτους μήνες του 2020 κάποιοι αμερικανοί σχολιαστές έγραφαν πως η επέλαση του ιού στην κινεζική επικράτεια και η αδυναμία των τοπικών αρχών της Γουχάν να αντιμετωπίσουν την κρίση θα μπορούσε να γίνει το Τσερνόμπιλ της Κίνας, μία ανείπωτη καταστροφή που θα υπονόμευε τα θεμέλια του αυταρχικού κινεζικού καθεστώτος.

Καθώς, όμως, το ζοφερό 2020 ολοκληρώνεται, «η χώρα στην οποία δεσπόζει η σκιά του Τσερνόμπιλ είναι οι ΗΠΑ», επισημαίνει σε κείμενό του ο Ισάν Θαρούρ της Washington Post, υπενθυμίζοντας ότι στις πολιτικά διαιρεμένες Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν πεθάνει περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι.

Ο αμερικανός δημοσιογράφος σημειώνει πως, ανεξάρτητα από τις όποιες ευθύνες ενδεχομένως να φέρουν οι Κινέζοι για την εξάπλωση του κορονοïού αλλά και από τα αναπάντητα ερωτήματα όσον αφορά τα επίσημα στοιχεία για τα κρούσματα και τους θανάτους, η κινεζική ηγεσία έχει κάθε λόγο να θεωρεί πως ανταποκρίθηκε στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης πολύ καλύτερα από τους κύριους δυτικούς ανταγωνιστές της στη διεθνή σκηνή. Ωστόσο η επιτυχία της Κίνας δεν συζητείται ιδιαίτερα στον υπόλοιπο κόσμο, γεγονός που σύμφωνα με τον Θαρούρ αντικατοπτρίζει τις ολοένα αυξανόμενες ανησυχίες για τις δράσεις και τις προθέσεις του Σι Τζινπίνγκ και της χώρας του.

Στιβαρή γροθιά

Κατά το 2020 το κινεζικό καθεστώτος αντιμετώπισε στυγνά τις όποιες «απειλές» διέκρινε στον ορίζοντα – καταργώντας τις πολιτικές ελευθερίες στο Χονγκ Κονγκ, διώκοντας τους Ουιγούρους στην αυτόνομη περιοχή της Σιντζιάνγκ στη βορειοδυτική Κίνα, δείχνοντας τα δόντια του στην Ταϊβάν. Συγχρόνως η ένταση στα σύνορα της Κίνας με την Ινδία κλιμακώθηκε επικίνδυνα ενώ κινέζοι διπλωμάτες ανά την υφήλιο, από την Αυστραλία έως τη Βραζιλία, έβαλαν κατά δημοσιογράφων και τοπικών αξιωματούχων, προασπίζοντας τα συμφέροντα της πατρίδας τους.

Ομως όλα αυτά επισκιάστηκαν από τη διαρκή επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο. Η απερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε δασμούς σε κάποια κινεζικά προϊόντα και κυρώσεις σε κάποιες κινεζικές οντότητες, προσπαθώντας, συγχρόνως, να πείσει τους εταίρους των ΗΠΑ στην Ευρώπη και αλλού να φράξουν τον δρόμο στην πρόοδο της κινεζικής βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας.

Τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και δεξιοί σύμμαχοί του στη Δύση βάλλουν κατά της Κίνας, υποστηρίζοντας πως επωφελήθηκε «αδίκως» περισσότερο από κάθε άλλη χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών παγκοσμιοποίησης. Πλέον στην αμερικανική πρωτεύουσα, τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί, εμφανίζονται πεπεισμένοι πως οι ΗΠΑ πρέπει να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν την Κίνα ως συστημικό αντίπαλό τους, άποψη η οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν θα εξαλειφθεί όταν πάρει στα χέρια του τα ηνία της χώρας ο Τζο Μπάιντεν.

Ορόσημο το 2021

Ενώπιον της εχθρότητας και της καχυποψίας με την οποία τον αντιμετωπίζουν πάρα πολλοί εταίροι του στη διεθνή σκηνή, ο Σι Τζινπίνγκ εμφανίζεται υπομονετικός, γνωρίζοντας πως η νέα χρονιά διαγράφεται σε γενικές γραμμές ευοίωνη για την πατρίδα του. Τον Ιούλιο του 2021 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας ενώ έως τον Μάρτιο εκτιμάται πως θα έχει αποκαλυφθεί από την κινεζική ηγεσία το νέο πενταετές πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Η κινεζική οικονομία ανέκαμψε ταχύτερα από κάθε άλλη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά ο ρυθμός ανάπτυξής της επιβραδύνεται και ο Σι αναγνωρίζει την ανάγκη να προβεί σε τολμηρές κινήσεις. Θεωρεί πως η Κίνα πρέπει να τονώσει σημαντικά την εγχώρια αγορά, ούτως ώστε να πάψει, έπειτα από πολλές δεκαετίες, η ανάπτυξη της χώρας να εξαρτάται κυρίως από τις εξαγωγές.

Κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, κάποιοι από τους σκληροπυρηνικούς της κυβέρνησής του ασκούσαν πιέσεις για την έναρξη του αποκαλούμενου «decoupling», μιας διαδικασίας μέσω της οποίας οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να απεξαρτηθούν από τα κινεζικά προϊόντα και τις κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες. Λαμβάνοντας υπόψη πόσο στενά συνυφασμένες είναι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, η αποσύνδεσή τους είναι κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση. Περισσότερο σημασία, ωστόσο, έχει σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της Washington Post, το γεγονός πως μια ανάλογη «ανταγωνιστική κοσμοθεωρία» αποκρυσταλλώνεται, πλέον, και στην Κίνα.

Συνοψίζεται στην ιδέα της «διπλής κυκλοφορίας» που διατυπώθηκε πρώτη φορά  κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ τον περασμένο Μάιο και που ορίζει πως «το οικονομικό μέλλον της Κίνας δεν θα διαμορφωθεί στο πλαίσιο της απρόσκοπτης ενσωμάτωσης της με τη Δύση αλλά σε δύο διαφορετικά κυκλώματα, ένα εγχώριο και ένα με παγκόσμιο προσανατολισμό» εξηγεί ο βρετανός ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Ανταμ Τουζ. Στόχος της Κίνας είναι, οπότε, η μετάβασή της σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, πυλώνας του οποίου δεν θα είναι τόσο οι εξαγωγές όσο η εσωτερική κατανάλωση.

«Ριζική νέα θεώρηση»

Σε εκτενές κείμενό του ο Ντέιβιντ Κράμπστρι από το Lee Kuan Yew School of Public Policy της Σιγκαπούρης υποστηρίζει πως η ιδέα της «διπλής κυκλοφορίας» αποτελεί «μια ριζική νέα θεώρηση» όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση και το ρόλο που διαδραματίζει η Κίνα στο πλαίσιό της. «Την ώρα που ο κόσμος ήταν απορροφημένος από το δράμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών ο Σι αποκάλυψε αθόρυβα μια νέα οικονομική στρατηγική κατάλληλη για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Τόσο για τη Κίνα όσο και για την παγκοσμιοποίηση ο αντίκτυπος θα είναι μεγάλος», εξηγεί, προβλέποντας και προειδοποιώντας πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες στο μέλλον η Κίνα να αισθάνεται ακόμα λιγότερο υποχρεωμένη, σε σχέση με σήμερα, να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις και τα συμφέροντα της Δύσης.

Πάντως αναλυτές στην Κίνα διατείνονται ότι είναι υπερβολικές οι ανησυχίες της Δύσης όσον αφορά το ενδεχόμενο να επικρατήσει στο απώτερο μέλλον η «Συναίνεση του Πεκίνου» (σε βάρος της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον») και οι χώρες να συναλλάσσονται και να διαπραγματεύονται με βάση κανόνες που θα θεσπίζονται από το αυταρχικό κινεζικό καθεστώς.

«Ακόμα και εάν το επιθυμούσε το Πεκίνο, το να φανταζόμαστε ότι η Κίνα θα κυβερνήσει τον κόσμο είναι στην καλύτερη περίπτωση ευσεβής πόθος», ανέφερε χαρακτηριστικά σε κείμενό του ο Χουάνγκ Τζινγκ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Διεθνών και Περιφερειακών Σπουδών του Πεκίνου, σημειώνοντας πως ανεξάρτητα από το πόσο συνέβαλε στην άνοδο της Κίνας έως σήμερα, το κινεζικό μοντέλο δεν έχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα στο εξωτερικό και σίγουρα δεν είναι ακόμα αποδεκτό ως πρότυπο στη διεθνή σκηνή.

Από την άλλη πλευρά, όμως, οι αντοχές που επέδειξε η Κίνα κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους αλλά και η εδραίωση του αυταρχισμού στο εσωτερικό της χώρας από τον Σι, αποκαλύπτουν μια άλλη ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της νέας τάξης πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια.

Αφορά τη διάψευση των προσδοκιών, των «φιλελεύθερων φαντασιώσεων» όλων όσοι θεωρούσαν πως, υπό το βάρος των διεθνών διασυνδέσεών της, η Κίνα αναπόφευκτα θα φιλελευθεροποιούνταν. «Πρόκειται για έναν συλλογισμό που ανατρέπει τις φιλελεύθερες υποθέσεις για την οικονομική ιστορία. Μας προκαλεί να φανταστούμε πως η φιλελεύθερη λογική δεν θα λειτουργήσει όπως ενδεχομένως περιμένουμε. Κι αν η Κίνα γράφει Ιστορία;», διερωτάται στο κείμενό του ο Ανταμ Τουζ.