O ακριβοθώρητος Γκουαρντιόλα παρακολουθώντας την πανάκριβη ομάδα που δημιούργησε να ταπεινώνεται από τη Λιόν | Miguel A. Lopes/Pool via REUTERS
Επικαιρότητα

Η «γυάλινη οροφή» του Πεπ Γκουαρντιόλα

Τα επτά τελευταία χρόνια ξόδεψε για παίκτες σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ - τα περισσότερα από κάθε προπονητή. Κι όμως, βίωσε άλλον έναν πρόωρο αποκλεισμό. Το τρόπαιο του Τσάμπιονς Λιγκ, που για πρώτη φορά κατέκτησε στα 38 του, τώρα δεν μπορεί ούτε να το πλησιάσει. Τι συνέβη;
Sportscaster

Απ’ όλες τις πίκρες που ο Πεπ Γκουαρντιόλα έχει γευτεί μετά το 2011, προσπαθώντας να φτάσει σε έναν τελικό Τσάμπιονς Λιγκ, ο αποκλεισμός από τη Λιόν -την ομάδα που εφέτος τερμάτισε έβδομη στο γαλλικό πρωτάθλημα- ήταν η πιο μεγάλη. Η ήττα (3-1) από τους Γάλλους στον προημιτελικό της διοργάνωσης ήταν, ταυτοχρόνως, η πιο εκκωφαντική αποτυχία της πάμπλουτης Μάντσεστερ Σίτι, όλα αυτά τα χρόνια που παλεύει να γράψει τ’ όνομά της στη «Χρυσή Βίβλο» των 22 συλλόγων που έχουν κατακτήσει την «Κούπα με τα μεγάλα αυτιά» από το 1956 μέχρι σήμερα.

Η Σίτι, το πιο ακριβό project στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, μπορεί να αντέξει κι άλλες χαμένες ευκαιρίες. Γιατί είναι ιστορικά συμβιβασμένη με τις αποτυχίες στα Κύπελλα Ευρώπης. Εχει να επιδείξει ένα Κύπελλο Κυπελλούχων (1970) και μια παρουσία στους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ (επί Πελεγκρίνι το 2016). Αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τον προπονητή της, ο οποίος το 2009, σε ηλικία 38 ετών, έγινε ο νεαρότερος τεχνικός που οδήγησε μια ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης και έχει προσφέρει στον κόσμο μερικές από τις πιο θεαματικές παραστάσεις στα χρονικά του σπορ.

Στις 28 Μαΐου 2011 η Μπαρτσελόνα του νικούσε (3-1) στον τελικό του «Ουέμπλεϊ» τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σε ένα ματς στο οποίο οι τελικές προσπάθειες για γκολ ήταν 12-1 υπέρ των «Μπλαουγκράνα», και ο καταλανός σήκωνε το βαρύτιμο τρόπαιο του Τσάμπιονς Λιγκ. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ήταν το τελευταίο του για (τουλάχιστον) μια δεκαετία.

Το 2012 έχασε την πρόκριση στον τελικό μέσα στο «Καμπ Νου», από την Τσέλσι. Αποχωρώντας από την Μπαρτσελόνα (2012) έμεινε μια σεζόν εκτός γηπέδων, για να χαλαρώσει και να χαρεί οικογενειακές στιγμές. Το 2013 ανέλαβε την Μπάγερν Μονάχου, πρωταθλήτρια Ευρώπης εκείνη τη χρονιά. Επί τρεις διαδοχικές χρονιές, όσο εργάστηκε στη Βαυαρία, αποκλειόταν στους ημιτελικούς. Το 2016-2017, στη Μάντσεστερ Σίτι πλέον, σταμάτησε στη φάση των «16». Το 2018, το 2019 κι εφέτος, στους «8».

Πάντα υπήρχε μια δικαιολογία – οι θαυμαστές του είχαν μεγαλύτερη ανάγκη να εξηγήσουν το παράδοξο των αλλεπάλληλων αποτυχιών του «γκουρού» των πάγκων, απ’ ό,τι ο ίδιος. Το 2012 το ξεκάθαρο φαβορί, η Μπαρτσελόνα, είχε υποτιμήσει την Τσέλσι. Το 2014, 2015 και 2016 έφταιγαν τα αρτηριοσκληρωτικά αφεντικά της Μπάγερν, με πρώτο τον Μπεκενμπάουερ, που έβαζαν την κουλτούρα του συλλόγου πάνω από τις μεταγραφικές επιθυμίες του προπονητή. Το 2017, οι τραυματισμοί σημαντικών παικτών. Το 2018, το «μπλακ-άουτ» των ποδοσφαιριστών του στο «Ανφιλντ», όπου βρέθηκαν να χάνουν από τη Λίβερπουλ με 3-0. Το 2019, η (λανθασμένη) ακύρωση ενός γκολ του Στέρλινγκ στο ματς με την Τότεναμ. Και τώρα, οι απουσίες του Αγκουέρο και του Σανέ, αλλά και η «ευκαιρία της δεκαετίας» που έχασε ο Στέρλινγκ.

Του έτυχαν αρκετές αναποδιές, είναι αλήθεια, όμως υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι που ο Γκουαρντιόλα, ο οποίος τα επτά τελευταία χρόνια έχει ξοδέψει για την ενίσχυση των ομάδων του σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ -τα περισσότερα από κάθε άλλον προπονητή-, βιώνει αυτούς τους πρόωρους αποκλεισμούς στο Τσάμπιονς Λιγκ. Και, μάλιστα, όχι μόνον από μεγέθη όπως η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα και η Λίβερπουλ, αλλά και από τη Μονακό, την Τότεναμ, ή τη Λιόν.

Ο πρώτος (λόγος) είναι οτι ο Πεπ αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο σαν ένα παιχνίδι του μυαλού. Του δικού του μυαλού. Περισσότερο από τη νίκη τον συγκινεί ο τρόπος με τον οποίο αυτή επιτυγχάνεται. Θέλει, η επιτυχία της ομάδας του να είναι συνέπεια του αγωνιστικού του σχεδίου. Θρίαμβος γι’ αυτόν είναι η επιβράβευση των ιδεών του. Κατασκευάζει ομάδες με προδιαγραφές να σκοράρουν τρία, τέσσερα, ή πέντε γκολ σε κάθε αγώνα, να κυριαρχούν στο ματς και να αρέσουν στο μάτι. Εάν οι παίκτες του δεν βρεθούν σε καλή μέρα, ή κάτι «στραβώσει», το εναλλακτικό σχέδιο -η νίκη με… μισό μηδέν- δεν τον αφορά. Ο Ζινεντίν Ζιντάν κατέκτησε τρία Τσάμπιονς Λιγκ στη σειρά επειδή δεν δίστασε να «πειράξει» το dna της Ρεάλ, που δεν ήξερε τι πάει να πει άμυνα. Ο Γκουαρντιόλα αρνείται να θυσιάσει τις ποδοσφαιρικές του αρχές στο βωμό της σκοπιμότητας.

Ο δεύτερος δεν είναι άσχετος με τον πρώτο. Ο Καταλανός δεν θέλει «στρατηγούς» στις ομάδες του, δηλαδή παίκτες που θα πάρουν πρωτοβουλίες στον αγωνιστικό χώρο, αλλά καλούς «στρατιώτες». Πιόνια στη σκακιέρα του, που θα πειθαρχήσουν σε πολύ συγκεκριμένες κινήσεις. Ετσι εξηγείται και η αντίφαση: ενώ έχει κάνει τα ακριβότερα «ψώνια» την τελευταία επταετία, καμία του επιλογή δεν σημείωσε ρεκόρ μεταγραφής. Αποφεύγει τις «πριμαντόνες», επειδή διαταράσσουν την αρμονία και την ομαδικότητα. Από την άλλη, όμως, αυτοί οι παίκτες – προσωπικότητες με τα υπερτροφικά «εγώ», συνήθως, κρίνουν τα μεγάλα ματς. Ο Στέρλινγκ δεν θα σου χαλάσει την ομάδα, αλλά θα αστοχήσει σε κενή εστία, την πιο καθοριστική στιγμή, πολύ πιο συχνά απ’ όσο ο Ρονάλντο, ο Νεϊμάρ, ο Γκριζμάν, ο Λεβαντόφσκι, ή ο Εμπαπέ.

Με τίτλους ή χωρίς, οι ομάδες του Γκουαρντιόλα είναι, συνήθως, ερωτεύσιμες. Πράγμα που τον κατατάσσει στις αυθεντίες της προπονητικής, πέρα από κάθε αμφιβολία. Η επιτυχία είναι και θέμα τύχης. Μια καλή ποδοσφαιρική παράσταση, ποτέ. Το πρόβλημά του είναι πως εμπιστεύεται το σχέδιό του μέχρι τέλους. Κι αυτή η δογματική του πίστη, πού και πού τον προδίδει. Αργεί να αντιδράσει, αν κάτι δεν πάει καλά. Οπως συνέβη στο παιχνίδι με τη Λιόν. Αυτός είναι, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Θα περιμένει, όπως είπε ο ίδιος, τη μέρα που «η γυάλινη οροφή θα σπάσει».