Πήγε στο ραντεβού με τους Αγγελόπουλους, φορώντας ένα μακό μπλουζάκι (που στο μπροστινό του μέρος είχε τυπωμένη μια λιονταροκεφαλή), ένα μαγιό – σορτσάκι και αθλητικά παπούτσια. Χωρίς επισημότητες, σοβαροφάνειες, ατζέντηδες και δημοσιογράφους. Γιατί, όπως έχει πει πολλές φορές, γι’ αυτόν ο Ολυμπιακός είναι οικογένεια. Το δεύτερό του σπίτι. Η «διαπραγμάτευση» για την επέκταση του συμβολαίου του κράτησε ελάχιστα λεπτά. Οπως και τις τρεις προηγούμενες φορές: το 2013, το 2016 και το 2018. Από τότε που ο Βασίλης Σπανούλης ντύθηκε στα ερυθρόλευκα, ποτέ δεν σκέφτηκε να αλλάξει ομάδα. Ούτε όταν οι πιο πλούσιοι σύλλογοι της Ευρώπης ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν το βάρος του σε χρυσό, για να τον αποκτήσουν.
Την προσεχή σεζόν θα συμπληρώσει δέκα χρόνια στον Ολυμπιακό. Πλέον, είναι πολύ πιθανό να γίνει ο πρώτος θρυλικός παίκτης του συλλόγου, που θα κλείσει την καριέρα του σε αυτόν. Ο Αργύρης Καμπούρης είχε υπηρετήσει την ομάδα του Πειραιά επί 15 χρόνια, και ο Μίλαν Τόμιτς επί 13. Αλλά, και οι δύο, αποχαιρέτησαν τα γήπεδα με άλλες φανέλες: ο Καμπούρης έπαιξε στο Περιστέρι (1995-1996) και ο Τόμιτς στον Κολοσσό Ρόδου (2006). Οσο για τον Γιώργο Πρίντεζη, που μετράει 13 χρόνια στον Ολυμπιακό (μαζί με τα δύο στην εφηβική του ομάδα), λογικά θα αποχωρήσει από το μπάσκετ μετά τον «Kill-Bill». Είναι δυόμισι χρόνια μικρότερος.
Η κυρία Σπανούλη το προεξόφλησε (ότι ο Βασίλης θα γεράσει στον Ολυμπιακό), με δύο αναρτήσεις της στο Instagram. Δύο φωτογραφίες, που τον δείχνουν… παππού -μέσω του FaceApp- να φοράει, ακόμη, την ερυθρόλευκη φανέλα με το Νο 7. Το ίδιο θέλουν και τα παιδιά του, όπως ο ίδιος αποκάλυψε σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ»: «Μπαμπά, να μείνουμε στον Ολυμπιακό, μου είπαν. Δεν είχα σκοπό να φύγω, αλλά από τη στιγμή που αυτή ήταν η εντολή των παιδιών, δεν θα μπορούσα κιόλας να πάρω άλλη απόφαση».
Στις 7 Αυγούστου θα κλείσει τα 37. Σε αυτή την ηλικία είχαν αποσυρθεί, εμφανώς επηρεασμένοι από τη φθορά του χρόνου, τρεις σπουδαίοι γκαρντ του ευρωπαϊκού μπάσκετ: ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο, ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους και ο Θοδωρής Παπαλουκάς. Αλλοι διάσημοι περιφερειακοί, όπως ο Διαμαντίδης, εγκατέλειψαν προτού «πατήσουν» τα 36. Ο Σπανούλης, όμως, που έχει υποσχεθεί να παίζει μέχρι τα 40 του, αρνείται να παραδοθεί.
Οπως είπε στα «ΝΕΑ», όταν μπαίνει στο γήπεδο νιώθει 18 ετών παιδί: «Εβλεπα τις προάλλες τον Φέντερερ, που μου ρίχνει κιόλας ένα χρόνο, και σκεφτόμουν ότι μοιάζουμε στο πάθος και τις αντοχές μας. Ολα είναι στο μυαλό, αυτό διαχειρίζεται τις συνθήκες. Η Ολυμπία βάλθηκε να με γεράσει σε αυτή τη μόδα του Age Challenge, αλλά δεν αντέχω. Θα νιώθω ότι γερνάω, όταν θα πάψω να είμαι ανταγωνιστικός και χάσω το ψώνιο, το μικρόβιο, την παθολογική αγάπη και τη χαρά του παιχνιδιού. Ολα αυτά με εμπνέουν και με κάνουν να θέλω να μπω στο γήπεδο και να… φάω όποιον βρεθεί μπροστά μου, ειδικά τώρα που έχω να παίξω από τις 15 Μαρτίου, λόγω του τραυματισμού και της εγχείρησης…».
Εάν, τελικώς, ο Ολυμπιακός δεν λάβει μέρος σε κάποιο εγχώριο πρωτάθλημα, ο ξεκούραστος Σπανούλης δεν θα αφήσει ρεκόρ για ρεκόρ στην Ευρωλίγκα, που να μην το καταρρίψει. Αλλωστε, δεν του έχουν απομείνει και πολλοί ανεκπλήρωτοι άθλοι. Μόνο να αναδειχθεί (και) πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο τουρνουά και, στη συνέχεια, αρχισκόρερ όλων των ευρωπαϊκών διοργανώσεων στο μπάσκετ.
Πέρασαν, κιόλας, εννέα χρόνια! Ηταν 11 Ιουλίου 2010, Κυριακή, όταν ο Ολυμπιακός ανακοίνωσε τη μεταγραφή του από τον Παναθηναϊκό, στο ημίχρονο του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου (Ισπανία – Ολλανδία). Παρότι οι φήμες για πιθανή μετακίνησή του στον «αιώνιο» αντίπαλο οργίαζαν από καιρό, πολλοί οπαδοί του «Τριφυλλιού» έπαθαν τέτοιο «σοκ», ώστε δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη συνέχεια του σπουδαίου αγώνα. Στην πρώτη του δήλωση ο λαρισαίος γκαρντ είχε πει: «Ηθελα μια αλλαγή στη ζωή μου, και ο Ολυμπιακός ήταν η καλύτερη επιλογή. Δεν ήταν καθόλου εύκολη αυτή η απόφαση, και σίγουρα θα υπάρξουν δυσκολίες, όμως δεν φοβάμαι. Γυρίζω σελίδα, στην καριέρα μου και στη ζωή μου, κι εύχομαι η μεταγραφή μου να φέρει τίτλους στην ομάδα μου. Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα τώρα. Κάποτε θα μιλήσω και όλοι θα μάθουν τι ακριβώς έγινε».
Αναζητούσε μια νέα, μεγάλη πρόκληση. Αυτό έγινε. Ούτε τσακώθηκε με τον Διαμαντίδη ή τον Ομπράντοβιτς, όπως λεγόταν επί χρόνια, ούτε είχε κάποιο παράπονο από τους Γιαννακόπουλους. Το αντίθετο. Οταν θέλησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο ΝΒΑ, ο Παύλος τον δικαιολόγησε. Κι όταν έφυγε, για τους Ρόκετς, ο Παναθηναϊκός κρατούσε το διαμέρισμά του κενό «μήπως το παιδί θελήσει να επιστρέψει», όπως έλεγε ο Θανάσης. Απλώς, του άρεσαν τα δύσκολα. Από μικρό παιδί. Από την εποχή που έπαιζε «μονά» με τον αδελφό του, Δημήτρη, και ήθελε σώνει και καλά να τον κερδίζει, αν και ήταν μεγαλύτερος και πιο δυνατός.
Η πρόκληση, στην οποία δεν μπόρεσε να αντισταθεί, ήταν να απαρνηθεί τη βολή του στην πρώτη ομάδα της χώρας εκείνη την εποχή, και να ανεβάσει μια άλλη, λιγότερο δυνατή, στην κορυφή. Ηταν πολλά και τα χρήματα, βεβαίως. Το πρώτο του (τριετές) συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό, του απέφερε 7,2 εκατ. ευρώ. Αλλά κανείς, ποτέ, δεν ισχυρίστηκε πειστικά ότι ζήτησε περισσότερα από τους Γιαννακόπουλους, κι εκείνοι δεν του τα έδωσαν.
Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, ο «V-Span» μπορεί να περηφανεύεται ότι το στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του, το κέρδισε χωρίς καμία αμφιβολία. Στη δεύτερή του καριέρα κατέκτησε δύο τρόπαια της EuroLeague (2012, 2013) κι έφτασε σε δύο ακόμη ευρωπαϊκούς τελικούς, τρία Πρωταθλήματα στην Α1 (2012, 2015, 2016), ένα Κύπελλο Ελλάδας (2011) και ένα Διηπειρωτικό. Ο μετά-Σπανούλη Ολυμπιακός, ούτε που συγκρίνεται, σε δυναμική, με την προ-Σπανούλη ομάδα. Το μαρτυρά και η λατρεία που του έχουν οι «ερυθρόλευκοι» οπαδοί. Πολύ περισσότερο, το ότι οι Παναθηναϊκοί δεν τον έχουν συγχωρήσει ακόμη.