Λεπτομερείς εξηγήσεις για την τουλάχιστον αμφιλεγόμενη μετάθεση της κόρης της στη Βουλή των Ελλήνων, αλλά και για την –όπως είπε, ειλημμένη από χθες, την Πέμπτη δηλαδή, όταν έγιναν οι σχετικές αποκαλύψεις– απόφαση να μην είναι υποψήφια στις επικείμενες εκλογές έδωσε η αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τασία Χριστοδουλοπούλου.
Ουσιαστικά η κυρία Χριστοδουλοπούλου, πρώην υπουργός και σύζυγος του Θόδωρου Δρίτσα, επίσης πρώην υπουργού της κυβέρνησης Τσίπρα, αποχωρεί από την κεντρική πολιτική σκηνή στα 71 της. Αφησε παρακαταθήκε την περιβόητη φράση για τους μετανάστες «που λιάζονται», τις αμετροεπείς εκφράσεις, όπως «δώσε πόνο», από το προεδρείο της Βουλής και τώρα την απόπειρα να βολέψει τη θυγατέρα της.
Το πρωί της Παρασκευής, σε δηλώσεις της στον ΑΝΤ1, η βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος ζήτησε «συγγνώμη απ’ όλον το ΣΥΡΙΖΑ, την κυβέρνηση, τους φίλους και τους συντρόφους μου, που τους στενοχώρησα» (εδώ).
Πρόσθεσε ότι «δεν μπορώ να επανορθώσω με διαφορετικό τρόπο παρά μόνο με το ελάχιστο που μπορώ: να μην συμμετέχω ως υποψήφια στις εθνικές εκλογές». Ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου διέρρευσε ότι ήταν ο Πρωθυπουργός που απαίτησε από την κυρία Χριστοδουλοπούλου να δώσει εξηγήσεις και να «θυσιαστεί», αλλά αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από την αναλυτικότερη δήλωση που έδωσε η ίδια.
Στη δήλωσή της που δημοσιοποιήθηκε λίγο μετά τις 11.30 μ.μ. της Παρασκευής, η βουλευτής (και γ’ αντιπρόεδρος της Βουλής) έκανε λόγο για ατυχή έκφραση –μια ημέρα νωρίτερα είχε παραδεχτεί ευθαρσώς ότι είχε αξιοποιήσει γνωριμίες και διασυνδέσεις για να γίνει η μετάθεση της κόρης της (εδώ).
Ενδιαφέρον είναι πάντως, ότι στην ανακοίνωσή της διεύρυνε την απολογία της. Ενώ το πρωί είχε ζητήσει συγγνώμη μόνο από το κόμμα, στην επίσημη δήλωσή της ζήτησε συγγνώμη «από όλες και όλους» και όχι από το στενό κομματικό περιβάλλον.
Η πλήρης δήλωση της κυρίας Χριστοδουλοπούλου ήταν η εξής:
«Κατηγορούμαι και σπεύδω να δώσω εξηγήσεις.
Η κόρη μου, μόνιμη υπάλληλος στα ΕΛΤΑ, όπου διορίστηκε εκεί από το 2004 μετά από εξετάσεις μέσω ΑΣΕΠ, αποσπάστηκε στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 2018. Με την υπ’ αριθμό 2397/8-2-2019 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής [ΦΕΚ 18/8-2-2019], προβλέφθηκε, με το άρθρο 12,ότι όσοι υπηρετούν στη Βουλή με απόσπαση κατά την 20/1/2019, μπορούν να υποβάλουν αίτηση μετάταξης με βάση το νόμο 4440/2016 για την κινητικότητα στο Δημόσιο.
Αυτής της πρόβλεψης έκανε χρήση η κόρη μου. Η διαδικασία έγκρισης της μετάταξης ολοκληρώθηκε μόλις προχθές.
Σε αυτή την πρόβλεψη αναφέρθηκα με ευθύτητα χθες σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων στο κανάλι Alpha, για ν’ ακολουθήσει η παρεξήγηση της απάντησής μου, την οποία πολλοί εξέλαβαν ως προκλητικά κυνική.
Όταν κλήθηκα να απαντήσω στο «εάν το νόμιμο είναι και ηθικό», παραδέχθηκα, λογοδοτώντας, χωρίς υπεκφυγές, ότι η δυνατότητα που είχα για άμεση ενημέρωση και γνώση ρυθμίσεων και διαδικασιών, των οποίων στη συνέχεια έκανε χρήση η κόρη μου, συγκροτεί όντως προνόμιο. Η ατυχής, ίσως, έκφραση για αξιοποίηση γνωριμιών και διασυνδέσεων σε αυτό αναφερόταν. Το δε προνόμιο, στο οποίο προαναφέρθηκα, αφορά κυρίως τη διαδικασία και την επιδίωξη της απόσπασης και όχι της μετάταξης.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να επεκταθώ σε εξηγήσεις προσωπικού χαρακτήρα. Δεν θα αναζητήσω άλλοθι. Η ιστορία μου και η πορεία μου είναι γνωστή σε όλους. Πίστευα ότι αυτή, μαζί με την ειλικρίνειά μου, θα συνεκτιμηθεί. Διαψεύστηκα.
Ζητώ συγγνώμη από όλες και όλους για τη στενοχώρια ή και τον κλονισμό εμπιστοσύνης που τους προκάλεσα.
Ανεξάρτητα απ’ όλα τα παραπάνω, το κακό βαραίνει αποκλειστικά και μόνο εμένα. Καμιά ευθύνη δεν έχουν η κυβέρνηση, η Βουλή και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η απόφασή μου να μην θέσω υποψηφιότητα στις επικείμενες εκλογές, είναι ειλημμένη ήδη από χθες, ως οφειλόμενη ελάχιστη κίνηση. Ενημέρωσα σχετικά τον Πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Βουλής».