«Μόνο του το έθνος-κράτος δεν έχει μέλλον», είπε την προηγούμενη εβδομάδα η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ στο πλαίσιο των δηλώσεων της με αφορμή την παρουσίαση της κοινής γαλλογερμανικής πρότασης για σύσταση ειδικού Ταμείου Ανάκαμψης με στόχο την άμεση ενίσχυση των οικονομιών των κρατών-μελών της ΕΕ που επλήγησαν βαρύτερα από την πανδημία του κορονοϊού. Και σύμφωνα με τον Ρότζερ Κοέν, κορυφαίο αρθρογράφο των New York Times, τα λόγια της γερμανίδας ηγέτιδας αποτέλεσαν μια άμεση αμφισβήτηση του «Πρώτα η Αμερική» που εξακολουθεί να υποστηρίζει ο Ντόναλντ Τραμπ, παρότι «οι δικές του Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν να είναι το πιο αναξιόπιστο από τα έθνη».
Θέλοντας να προλάβει τυχόν αντιδράσεις συναδέλφων του ή αναγνωστών της στήλης του που ενδεχομένως να θεωρούν πως είναι εύκολο για τους Γερμανούς να απορρίπτουν την έννοια του έθνους-κράτους λόγω του ατιμωτικού εθνικού παρελθόντος τους, ο Κοέν σημειώνει στο κείμενό του πως, πριν από τρεις σχεδόν εβδομάδες, την 8η Μαΐου, ο πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ με αφορμή τη συμπλήρωση 75 χρόνων από την άνευ όρων συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας και το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη, καταφέρθηκε ξεκάθαρα κατά των νέων εθνικισμών. Δήλωσε, μεταξύ άλλων, πως «το παρελθόν της Γερμανίας είναι ένα κατακερματισμένο παρελθόν – με ευθύνη για τη δολοφονία και τη δυστυχία εκατομμυρίων (ανθρώπων). Αυτό σπαράζει την καρδιά μας έως σήμερα. Και για αυτόν τον λόγο λέω ότι αυτή η χώρα μπορεί να αγαπηθεί μόνον με μια σπαραγμένη καρδιά».
Σχολιάζοντας τα λεγόμενα της καγκελαρίου και του προέδρου της Γερμανίας ο Κοέν αναφέρει πως κατά τη γνώμη του δεν είναι εύκολο για κανέναν ηγέτη, ούτε καν για έναν γερμανό ηγέτη, να μιλήσει για μια χώρα την οποία μόνον μια σπαραγμένη καρδιά μπορεί να αγαπήσει ή για το τέλος του έθνους – κράτους.
Γιατί «ο εθνικισμός είναι το πιο εύχρηστο και το πιο αποδοτικό από τα πολιτικά εργαλεία, καθώς επίσης και το πιο επικίνδυνο». Οπότε, ήταν πολύ σημαντικό το γεγονός πως, εν μέσω μιας πανδημίας που αποκάλυψε όχι μόνον έναν κόσμο ανίκανο να αντιδράσει συλλογικά και συντονισμένα αλλά και μια Αμερική που δεν θέλει (και να μην μπορεί) να ηγηθεί της διεθνούς κοινότητας, «το πιο ισχυρό έθνος τη Ευρώπης προπορεύτηκε με εντιμότητα».
Ο Κοέν θεωρεί πως η συνήθως βραδυκίνητη και ξεροκέφαλη Ευρωπαϊκή Ενωση αναδύεται από την πανδημία σε καλύτερη κατάσταση (χάρη κυρίως στην αλλαγή στάσης της Μέρκελ και της Γερμανίας) από τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ ή την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ.
Οι Κινέζοι, φοβούμενοι τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας, αρχικά απέκρυψαν τα γεγονότα ενώ οι Αμερικανοί από την πλευρά τους, ή μάλλον η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, έχασε πολύτιμο χρόνο, αρνούμενη να αποδεχτεί την τραγική πραγματικότητα. Και την ώρα που στην Κίνα οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος (whistle-blowers) είτε πεθαίνουν είτε εξαφανίζονται, στις ΗΠΑ όλοι όσοι έχουν αντίθετη άποψη από τον Τραμπ απλά απολύονται. «Η εποπτεία είναι ο εχθρός των ηγετών που επιδιώκουν την ατιμωρησία ούτως ώστε να κάνουν ό,τι χειρότερο», σημειώνει ο Κοέν, υπενθυμίζοντας, συγχρόνως, πολύ εύστοχα πως «ο ολοένα αυξανόμενος δεσποτισμός του Σι Τζινπίνγκ και ο εκφυλισμός της αμερικανικής δημοκρατίας ήταν ήδη προφανείς. Αμφότερες η Κίνα και η Αμερική ζουν μεσα στο ψέμα». Ολοένα και περισσότεροι ειδικοί μιλούν πλέον δίχως περιστροφές για το «τέλος της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων», τέλος το οποίο επέρχεται αναπόφευκτα κυρίως επειδή η Αμερική καθίσταται ολοένα πιο δυσλειτουργική ενώ η Κίνα ολοένα πιο αυταρχική. Και σίγουρα ο κορονοϊός οξύνει τα πνεύματα.
Οσον αφορά την Ανγκελα Μέρκελ και την άποψή της για τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, την έδωσε συναινώντας σε μια μορφή αμοιβαιοποίησης του χρέους της ΕΕ, μέσω της πρότασης για το Ταμείο Ανάκαμψης, με στόχο τη χρηματοδότηση των πιο αδύναμων ευρωπαϊκών οικονομιών. Λαμβάνοντας υπόψη τον διαρκή φόβο των Γερμανών για τον υπερπληθωρισμό και τη μανία τους με τη δημοσιονομική πειθαρχία επρόκειτο αναμφίβολα γα ένα ιδιαίτερα τολμηρό βήμα ρήξης με το παρελθόν και πορείας προς το μέλλον με προορισμό μια πιο ομοσπονδιακή Ευρώπη.
«Η γερμανίδα καγκελάριος, η οποία δεν θα επιδιώξει την επανεκλογή της την επόμενη χρονιά και θα μας λείψει», παραδέχεται και ο Κοέν, «έδειξε ποια είναι η απαραίτητη καινοτομία. Ο κόσμος δεν μπορεί να επιστρέψει εκεί που ήταν πριν από τον ιό. Ο εθνικισμός της Αμερικής του Τραμπ, της Κίνας του Σι και της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι η απάντηση».
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του ο Κοέν επικαλείται τον Στίβεν Χάιντζ, πρόεδρο του φιλανθρωπικού ιδρύματος Rockefeller Brothers Fund, ο οποίος έγραψε κατά το παρελθόν για μια παγκόσμια κρίση που πηγάζει από την «ολοένα αυξανόμενη απαξίωση» των τριών κύριων συστημάτων που καθόρισαν την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων 350 χρόνων: του καπιταλισμού, του συστήματος των εθνών – κρατών και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Πλέον υπάρχει σοβαρό πρόβλημα γιατί ο καπιταλισμός βλάπτει σοβαρά την υγεία του πλανήτη και εντείνει δραματικά τις οικονομικές ανισότητες, τα έθνη – κράτη δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις παγκόσμιες προκλήσεις (κλιματική αλλαγή) μεμονωμένα ενώ η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι και τόσο αντιπροσωπευτική καθώς ολοένα και περισσότεροι πολίτες θεωρούν πως στην πράξη κυβερνώνται από τις πολυεθνικές, τα ειδικά συμφέροντα και τους πλούσιους. Και η πανδημία, αναφέρει ο Κοέν, επιδεινώνει δραματικά την κατάσταση.
«Αυτή είναι η Εποχή της Κατάρρευσης – της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, του διεθνούς δικαίου, της αλήθειας, του κόσμου της Αμερικής. Οι καιροί είναι επικίνδυνοι, αυτό το γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο έθνος η Γερμανία. Ο δεσποτισμός τρέφεται από τον φόβο, τη δυστυχία, την μνησικακία και τα ψέματα. Αυτό συνέβη κατά τη δεκαετία του 1930, αυτό συμβαίνει και τώρα. Καλύτερα να αγαπάς τη χώρα σου με μια σπαραγμένη καρδιά παρά να την αγαπάς τυφλά», υποστηρίζει ο Κοέν.