Τζόνσον και Ερντογάν, το 2016, στην Αγκυρα | EPA
Επικαιρότητα

Guardian: Χωρίς ηθικούς φραγμούς η βρετανική συμφωνία με τον Ερντογάν

Η νέα εμπορική συμφωνία του Λονδίνου με την Αγκυρα αγνοεί φρικτές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία και θα έπρεπε να είχε ζητηθεί η έγκριση του Κοινοβουλίου, γράφει η εφημερίδα
Protagon Team

Η νέα εμπορική συμφωνία της Βρετανίας με την Τουρκία, που υπογράφηκε την περασμένη εβδομάδα, αγνοεί τις συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την τουρκική κυβέρνηση, ενδυναμώνει τον επικίνδυνο πρόεδρο της Τουρκίας και πετά στα σκουπίδια τις υποσχέσεις βρετανών υπουργών για δήθεν τήρηση των διεθνών νόμων και αξιών από μία «οικουμενική Βρετανία».

Ετσι ξεκινά ένα άρθρο-καταπέλτης κατά του Μπόρις Τζόνσον για την συμφωνία της χώρας του με τους Τούρκους, ο Σάιμον Τίσνταλ στον Guardian.

Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου, χωρίς ούτε καν τον βασικό έλεγχό της από το κοινοβούλιο.

«Αυτή είναι, απογυμνωμένη από ψέμματα και διθυράμβους, η νέα πραγματικότητα του κόσμου του Μπόρις Τζόνσον μετά το Brexit, χωρίς κανένα ηθικό ανάχωμα», γράφει ο Guardian.

Οπως είναι φυσικό, ο Ταγίπ Ερντογάν είναι πολύ ευχαριστημένος από τη συμφωνία, συνεχίζει ο αρθογράφος. Είναι ο νέος μεγαλύτερος υποστηρικτής της υπουργού Διεθνούς Εμπορίου της Βρετανίας, Λιζ Τρας, δουλειά της οποίας είναι η συμφωνία. Ο Ερντογάν την αποκάλεσε το ξεκίνημα μίας νέας εποχής και «σταθμό» για την Τουρκία.

Μετά από χρόνια καταστροφικής οικονομικής διαχείρισης και έντονων διαφωνιών με τις ΗΠΑ και την ΕΕ για την πολιτική της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσία, τη Συρία, τη Λιβύη, την Ελλάδα και την Κύπρο, ο Ερντογάν είχε ανάγκη μία νίκη. Η Τρας και ο Τζόνσον του την έδωσαν στο πιάτο.

Το ότι ο βρετανός πρωθυπουργός είχε χρησιμοποιήσει την εικόνα των τούρκων μεταναστών ως απειλή για να εκφοβίσει τον λαό του και να ψηφίσει υπέρ του Brexit, το 2016, ξεχάστηκε ως διά μαγείας. Η κυβέρνησή του συνεργάστηκε με έναν ηγέτη που ειρωνεύεται την ΕΕ και αντιμετωπίζει πιθανές κυρώσεις από την Κομισιόν. Πώς συμβαδίζει αυτό με τον όρκο του Τζόνσον να είναι «ο καλύτερος φίλος και σύμμαχος της ΕΕ;», αναρωτιέται ο Guardian.

Οσο για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία, ξεχάστηκαν και αυτές μπροστά στα 21 δισ. ευρώ της συμφωνίας. Η Αγκυρα ήθελε απεγνωσμένα να διατηρήσει αφορολόγητη πρόσβαση στη βρετανική αγορά, τη δεύτερη μεγαλύτερη για τις τουρκικές εξαγωγές. Η κυβέρνηση Τζόνσον είχε την ευκαιρία να απαιτήσει από τον Ερντογάν να αλλάξει τις μεθόδους του στο εσωτερικό μέτωπο, για να συμφωνήσει, όμως επέλεξε να μην το κάνει.

Ετσι πλέον, η Βρετανία συνεργάζεται με μία κυβέρνηση που συνηθίζει να φυλακίζει τους επικριτές της, να νοθεύει τις εκλογές και να απειλεί τους δικαστές. Εχει φυλακίσει ή εξορίσει εκατοντάδες δικηγόρους, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικούς αντιπάλους και δημοσιογράφους.

Στην απέλπιδα προσπάθειά του να αντικαταστήσει τις εμπορικές συμφωνίες που ίσχυαν όταν η Βρετανία ήταν μέλος της ΕΕ, ο Τζόνσον έχει ανανεώσει 30 εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες όπως αυτή με την Τουρκία, δεν έχουν ελεγχθεί από το κοινοβούλιο. Πολλές αφορούν χώρες με προβληματικές επιδόσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία, το Ισραήλ και η Παλαιστινιακή Αρχή.

Η κυβέρνηση Τζόνσον δεν φαίνεται να ανησυχεί για τον σεβασμό των καθεστώτων αυτών στη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες, παρά μόνο για τα οικονομικά οφέλη.

Παρόλο που ο Ερντογάν χρησιμοποιεί όπλα που έχει αγοράσει από τη Βρετανία, σε συγκρούσεις όπως στη Συρία, στη Λιβύη, στον Καύκασο, και στις απειλές του στην Ανατολική Μεσόγειο, το αυτί του Τζόνσον, δεν φαίνεται να ιδρώνει.

Η άσκηση ελέγχου της συμφωνίας και άλλων τέτοιων στο μέλλον, από το κοινοβούλιο, θα μπορούσαν να διορθώσουν λάθη και παραλείψεις, αλλά δεν υφίσταται, είπε η Εμιλι Θόρνμπερι, σκιώδης υπουργός Εμπορίου των Εργατικών. Αλλωστε, ο Γκρεγκ Χεντς, υπουργός Εμπορίου του Τζόνσον, είχε πει τον Δεκέμβριο ότι δεν υπήρχε χρόνος για τους βουλευτές να ελέγξουν όλες τις συμφωνίες πριν τις 31 Δεκεμβρίου.

Η συμφωνία με την Τουρκία είναι ενδεικτική μίας μεγαλύτερης θεμελιώδους υποκρισίας από τη βρετανική κυβέρνηση, γράφει ο Τίσνταλ. Ο Ντόμινικ Ράαμπ, υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, είχε πει το 2019, ότι μετά το Brexit, «όσοι παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλο τον κόσμο, θα έρθουν αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις των πράξεών τους».

Τον Ιανουάριο του 2020, ο Ράαμπ είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι «μία πραγματικά οικουμενική Βρετανία δεν είναι μόνο διεθνές εμπόριο και επενδύσεις. Η οικουμενική Βρετανία θα φροντίσει επίσης την τήρηση των αξιών μας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της δέσμευσής μας στο διεθνές κράτος Δικαίου».

Και μπορεί ο Ράαμπ να το εννοούσε και να εφάρμοσε κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά δεν αρκούν. Η βρετανική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συνάπτει βιαστικές συμφωνίες με κάθε είδους ανεπιθύμητους πελάτες σε όλο τον κόσμο, χωρίς να την νοιάζουν οι πολιτικές, νομικές, στρατηγικές και ανθρώπινες επιπτώσεις, καταλήγει ο Guardian.