Ποτέ δεν ησυχάζει ο Γούντι Αλεν.
Με «πατημένα» αισίως τα 85 χρόνια του, συνεχίζει να βρίσκεται πίσω από την κάμερα, να σκηνοθετεί, να δίνει οδηγίες, να κατευθύνει τους ηθοποιούς και τους υπόλοιπους συντελεστές των ταινιών του και –κυρίως– να παραμένει πνευματικά ανήσυχος.
Αλλά και ισόποσα απαισιόδοξος και οπαδός της πεσιμιστικής άποψης «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», όλα ντυμένα με τον υπαρξιακό μανδύα του πικρόχολου και κυνικού χιούμορ του.
Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι παραμένει πιστός στα ετήσια ραντεβού του στη μεγάλη οθόνη: ήδη από την 1η Οκτωβρίου παίζεται στις αίθουσες η νέα ταινία του, με τίτλο «Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν».
Ο ίδιος μίλησε για αυτήν αλλά και για πολλά ακόμη, όπως το πότε ακριβώς έγινε τόσο φύσει και θέσει απαισιόδοξος, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «7» της Corriere della Sera.
«Πάντα ήμουν (απαισιόδοξος), χωρίς μάλιστα να έχω έναν καλό λόγο να είμαι. Και μέχρι σήμερα δεν κατάφερα ποτέ να μάθω το γιατί έγινα έτσι», σημειώνει ο Αλεν.
«Ως παιδί πήγαινα στον κινηματογράφο για να ξεφύγω. Ηταν το μέσο διαφυγής μου. Ο κόσμος των ταινιών μου είναι ένας κόσμος που δεν είναι πραγματικός –στην πραγματικότητα, είναι πολύ καλύτερος από τον πραγματικό», επισημαίνει, προσθέτοντας ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα με την πανδημία «αποτελεί έναν εφιάλτη για όλη την ανθρωπότητα».
Ξεκινώντας από την αέναη, ακόμα και εν μέσω κορονοϊού, αντιπαράθεση μεταξύ των ηλικιωμένων και των νέων, την αμφισβήτηση όλων των δεινών που πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, για τα τείχη που πρέπει να πέσουν και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, ο Αλεν θεωρεί ότι «πολλοί άνθρωποι εκεί έξω δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο Τενεσί Ουίλιαμς το περιέγραψε αυτό καλύτερα, λέγοντας ότι “είμαστε όλοι μας αιχμάλωτοι του δέρματός μας”».
Φυσικά και είναι απαισιόδοξος για το μέλλον του σινεμά: «Ο κινηματογράφος; Πάει αυτός. Τον κατανίκησε η τηλεόραση», λέει, αναφερόμενος στην ύπαρξη των συνδρομητικών δικτύων τύπου Netflix.
Και κατόπιν ξιφουλκεί εκ νέου εναντίον όλων όσοι «παίρνουν πάντα τον εαυτό τους στα σοβαρά».
Ακόμη και μεταξύ των συναδέλφων του;
«Ναι, υπάρχουν πλέον πολύ λίγοι καλλιτέχνες – εννοώ, πραγματικοί. Και δεν είναι αυτοί που δίνουν τις πιο “δήθεν” συνεντεύξεις», συνοψίζει, καταλήγοντας στο γνωστό θέμα που τον κατατρύχει παιδιόθεν:
«Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός. Αλλά, αν υπάρχει, ελπίζω να έχει μια πολύ καλή δικαιολογία για αυτό».
Οσον αφορά τη νέα ταινία του, αυτή έχει φόντο το κοσμοπολίτικο Σαν Σεμπαστιάν, στην Ισπανία,όπου έκανε πρόσφατα την παγκόσμια πρεμιέρα της στο διάσημο, ομώνυμο κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Το «Φεστιβάλ του Ρίφκιν» περιλαμβάνει ένα πρωτοκλασάτο καστ: Τζίνα Γκέρσον, Γουάλας Σον, Ελένα Ανάγια, Σέρζι Λόπεθ, Κρίστοφ Βαλτς και Λουί Γκαρέλ.
Η ταινία του είναι γεμάτη από τις γνωστές «γουντιαλενικές» σουρεαλιστικές και χιουμοριστικές στιγμές, μπλέκοντας εξωπραγματικές καταστάσεις με ιστορίες αγάπης και ερωτικής απογοήτευσης «υφαίνοντας», όπως λέει ο ίδιος, «έναν φόρο τιμής στη μεταμορφωτική επίδραση του σινεμά στη ζωή μας».
Στην υπόθεση της ταινίας, ο διανοούμενος Μορτ Ρίφκιν (Γουάλας Σον) συνοδεύει τη σύζυγο του Σου (Τζίνα Γκέρσον) στο διάσημο ισπανικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, ανησυχώντας για το ξεμυάλισμα της από τον νεαρό σκηνοθέτη Φιλίπ (Λουί Γκαρέλ).
Στο πίσω μέρος του μυαλού του, ο Μορτ ελπίζει ότι η αλλαγή περιβάλλοντος θα δώσει σπίθα στο πρώτο του υπερφιλόδοξο μυθιστόρημα.
Οσο η Σου ασχολείται παθιασμένα με τον γοητευτικό Φιλίπ, ο Μορτ συναντά τη γλυκιά δρα Ρόχας (Ελένα Ανάγια) και κάτι μέσα του αλλάζει.
Και τότε την ελπίδα του Μορτ για το μέλλον αναζωπυρώνει μία διάθεση αναθεώρησης της ζωής μέσα από τη δύναμη του κλασικού σινεμά…