O Iωάννης Παπαπέτρου, ένας από τους πιο ταλαντούχους έλληνες καλαθοσφαιριστές της γενιάς του ’94 -ίδια «σειρά» με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, τον Δημήτρη Αγραβάνη και τον Λευτέρη Μποχωρίδη-, εγκατέλειψε (το 2013) το Πανεπιστήμιο του Τέξας για μία θέση αναπληρωματικού στον Ολυμπιακό. Ο Γιώργος Παπαγιάννης, τρία χρόνια νεώτερος, το 2014 προτίμησε τον Παναθηναϊκό (στην πραγματικότητα, μία θέση στην εξέδρα ή στον πάγκο του ΟΑΚΑ), αν και είχε την ευκαιρία να φορέσει τη φανέλα κάποιου διάσημου αμερικανικού κολεγίου. Και τώρα ο Ντίνος Μήτογλου, στα 21 του, άφησε το Ουέικ Φόρεστ για να κάνει τα… ρεπό του Γκιστ στους «πράσινους».
Η παλιννόστηση ενός παίκτη ο οποίος θα μπορούσε να συνεχίσει να παίζει στη μητρόπολη του μπάσκετ -και, μάλιστα, σε μία πατρίδα που «τρώει» τα ταλέντα της- φαίνεται μεγάλο λάθος. Φαίνεται, αλλά δεν είναι. Στο NCAA, το κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ, αμοιβές δεν προβλέπονται. Καλή η προοπτική του ΝΒΑ, όμως ένας νέος που φιλοδοξεί να γίνει επαγγελματίας θα πρέπει, κάποτε, να αρχίσει να πληρώνεται. Στον Παναθηναϊκό, ο Μήτογλου -γιος παλιού ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ και της Δόξας Δράμας, που τα χρήματα δεν του περισσεύουν- θα βγάλει τα πρώτα του λεφτά από το μπάσκετ: 1.650.000 ευρώ σε βάθος τετραετίας.
Για τη σεζόν 2017-2018 θα πάρει 250.000 ευρώ. Εφόσον ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και ο Μιχάλης Λούντζης παραχωρηθούν ως δανεικοί, θα είναι ο πιο χαμηλόμισθος του ρόστερ. Ακόμα κι έτσι, όμως, πρόκειται για μία τεράστια αύξηση των αποδοχών του, που μέχρι σήμερα ήταν μηδενικές. Η συμφωνημένη αμοιβή του για τον δεύτερο χρόνο είναι 350.000 ευρώ, για τον τρίτο 450.000, και για τον τέταρτο (και τελευταίο) 600.000. Τα ποσά αυτά είναι «καθαρά». Τα μικτά φτάνουν -στο σύνολο- τα 2,3 εκατομμύρια ευρώ. Το ίδιο είχε συμβεί πριν από τέσσερα χρόνια με τον Παπαπέτρου. Χρήματα στην τσέπη του είδε όταν υπέγραψε στον Ολυμπιακό το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο, έναντι (περίπου) δύο εκατομμυρίων δολαρίων για πέντε χρόνια.
Δεν είναι μόνον οικονομικοί οι λόγοι του επαναπατρισμού των παιδιών. Η Ευρώπη μπορεί να τους προσφέρει πολύτιμες εμπειρίες και να τους προετοιμάσει καλύτερα (από ό,τι το κολεγιακό πρωτάθλημα) για το ΝΒΑ, όπως συνέβη -για παράδειγμα- με τον Σαμπόνις, τον Κουζμίνσκας ή τον Σατοράνσκι. Στις μικρότερες ηλικίες, τα επιστημονικά συστήματα εξέλιξης των ταλέντων που «τρέχουν» στις ΗΠΑ δεν συγκρίνονται με τα ευρωπαϊκά, ιδίως τα ελληνικά, που μπροστά τους μοιάζουν πρωτόγονα. Μετά τη βασική εκπαίδευση, όμως, κανένα κολέγιο δεν μπορεί να προσφέρει στον παίκτη πιο ιδανικές συνθήκες για να ωριμάσει, απ’ αυτές που θα βρεί στον Παναθηναϊκό ή στον Ολυμπιακό. Αρκεί, βεβαίως, να του δίνονται ευκαιρίες να αγωνιστεί.
Βεβαίως, κανένας Μήτογλου δεν κλείνει την πόρτα της Αμερικής, επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Ο Παπαγιάννης υπέγραψε στον Παναθηναϊκό, όπου έπαιξε για δύο σεζόν, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να επιλεγεί από τους Σακραμέντο Κινγκς – και μάλιστα στο Νο 13 του ντραφτ (το υψηλότερο πικ στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ), καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Γιάννη Αντετοκούνμπο (Νο 15). Ολοι οι 18χρονοι, 19χρονοι, 20χρονοι ή 21χρονοι, σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβάνουν στα συμβόλαιά τους τα λεγόμενα «NBA-out». Που σημαίνουν πως, έναντι ευτελούς ποσού, μπορούν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, εφόσον βρουν δουλειά στο ΝΒΑ.
Ναι, αλλά παρατάνε τις σπουδές τους. Αυτό είναι αλήθεια. Ο Μήτογλου, για παράδειγμα, αφήνει πίσω του τρία ολόκληρα χρόνια φοίτησης σε ένα αξιόλογο κολέγιο. Πώς το κάνουν; Πώς το επιτρέπουν οι γονείς τους; Ο λόγος είναι απλός. Στην Αμερική δεν πάνε για να γίνουν επιστήμονες, αλλά για να μάθουν μπάσκετ. Οποιον κι αν ρωτήσεις, θα σου πει ότι διάλεξε τον προορισμό του με καθαρά αθλητικά κριτήρια, κι όχι για τους καθηγητές, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή τη φήμη του ιδρύματος στην αγορά εργασίας. Παρακολουθούν τα μαθήματα και φροντίζουν να παίρνουν καλούς βαθμούς, επειδή μόνον έτσι διατηρούν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις ομάδες μπάσκετ ή οποιουδήποτε άλλου αθλήματος, όμως οι επιλογές τους έχουν να κάνουν -αποκλειστικώς- με την καριέρα τους στα σπορ.
Είναι μύθος αυτό που ο πολύς κόσμος πιστεύει, δηλαδή ότι συνδυάζουν τον αθλητισμό με τις σπουδές. Κάποιοι «το παλεύουν» (ο Παπαπέτρου επιχείρησε να πάρει το πτυχίο του δι’ αλληλογραφίας), ώσπου να πειστούν για το μάταιο του εγχειρήματος. Κάποιοι άλλοι -ελάχιστοι- καταφέρνουν ακόμη και να αποφοιτήσουν (όπως ο Σακίλ Ο’Νιλ στα 28 του, ενώ έπαιζε -ήδη- οκτώ χρόνια στο ΝΒΑ). Αλλά ποτέ, κανείς, δεν επαγγέλλεται αυτό που σπούδασε. Οι περισσότεροι αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στον αθλητισμό -αργότερα ως προπονητές, παράγοντες ή ατζέντηδες-, άλλοι βρίσκουν κάποιο επικερδή τρόπο να εξαργυρώσουν τη δημοφιλία τους, κι άλλοι βρίσκονται στο απόλυτο σκοτάδι, μόλις τα φώτα των γηπέδων σβήσουν γι’ αυτούς. Εάν έχουν εξασφαλίσει τα προς το ζην, πάει καλά.
Μαζί με τον Παπαγιάννη, που έχει, ήδη, βρει δουλειά στο ΝΒΑ, ο Μήτογλου θεωρείται ως ο πιο ταλαντούχος ψηλός (2,10) της νέας γενιάς του ελληνικού μπάσκετ. Διόλου τυχαία, και οι δύο βρίσκονται στην προετοιμασία της Εθνικής Ανδρών. Πρόκειται για τον μοναδικό (ψηλό) αυτής της ηλικίας που ήταν διαθέσιμος, και που έχει τα φόντα να αποκτήσει αμέσως ρόλο σε ομάδα του επιπέδου του Παναθηναϊκού. Μόνον η εμπειρία του λείπει. Ετσι, από ‘δω και πέρα, το κρίσιμο ζήτημα είναι η εξέλιξή του. Να, ένας -ακόμη- λόγος για τον οποίο επέλεξε τον Παναθηναϊκό: το πρόγραμμα (τριετίας) διαχείρισης ταλέντων που είχε εφαρμόσει στην Μπαρτσελόνα ο Πασκουάλ με μεγάλη επιτυχία. Ο Μήτογλου, ο οποίος (ηλικιακά και αγωνιστικά) βρίσκεται κάπου στη μέση αυτής της διαδρομής, λογικά δεν θα χρειαστεί πάνω από μια δυο σεζόν προκειμένου να ξεδιπλώσει όλες του τις αρετές.
Ιδιαιτέρως αθλητικός δεν είναι, ούτε του αρέσει η επαφή με τον αντίπαλο. Αλλά, για κάποιον που διαθέτει το μπόι του και τα μακριά του χέρια, αυτό διορθώνεται. Παρά το μεγάλο του ύψος σουτάρει καλά – και τέτοιοι παίκτες είναι περιζήτητοι σήμερα. Το ‘χει και με το τρίποντο. Με την απαραίτητη επισήμανση ότι στα κολεγιακά πρωταθλήματα η γραμμή του μακρινού σουτ βρίσκεται στα 6μ32, κι όχι στα 6μ75 (στην Ευρώπη) ή στα 7μ25 (στο ΝΒΑ).
Ακόμη κι αν ο παίκτης επιλεγεί ψηλά στο ντραφτ του 2018 και τον χάσει πρόωρα, ο Παναθηναϊκός έκανε πολύ καλά που επένδυσε στον νεαρό. Αλλωστε, το έμαθε το μάθημά του. Στο παρελθόν, άφησε πολλά τέτοια ταλέντα να του ξεφύγουν -τον Παπανικολάου, τον Σλούκα, τον Μάντζαρη, τον Παπαπέτρου- και όλα κατέληξαν στον «αιώνιο» αντίπαλο.
Ο ίδιος ο Μήτογλου, βεβαίως, δεν θα πάψει να ονειρεύεται το ΝΒΑ. Γιατί όχι; Πάνω από 130 ξένοι (μεταξύ των οποίων και τέσσερις Ελληνες) έχουν, σήμερα, συμβόλαιο με κάποια ομάδα του ΝΒΑ. Ακόμη και παίκτες εντελώς άγνωστοι στην Ευρώπη. Αναζητώντας τον επόμενο Νοβίτσκι (είναι το ίνδαλμα του Μήτογλου) ή τον επόμενο Γιάννη Αντετοκούνμπο, οι Αμερικανοί σκορπούν εκατομμύρια δολάρια. Με λίγο… φροντιστήριο από τον Πασκουάλ και πολλή δική του δουλειά, το επόμενο συμβόλαιο του νεαρού Σαλονικιού μπορεί να βάλει τέλος στο βιοποριστικό του πρόβλημα.