Ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται υπό πίεση. Το Σάρλοτσβιλ είναι το νέο προεδρικό «άγος», η πιο πρόσφατη προσβολή στις δημοκρατικές αξίες των ΗΠΑ. Δεν είναι μόνο οι Δημοκρατικοί και οι αντιρατσιστικές οργανώσεις αλλά και μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που διαμαρτύρονται για την τακτική των ίσων αποστάσεων που επιχείρησε να κρατήσει ο πρόεδρος από τα γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ. Και το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι: μπορεί ο Τραμπ να καταδικάσει το πιο πιστό του ακροατήριο, εκείνους που τον στήριξαν με πάθος από την αρχή της προσπάθειάς του να φτάσει στον Λευκό Οίκο; Πολλοί αναλυτές στα διεθνή ΜΜΕ εκτιμούν πώς δεν μπορεί. Το ίδιο λέει και ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας Τζον Γκρίσαμ, μιλώντας στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica».
«Κύριε πρόεδρε πρέπει να περιγράψουμε τον διάβολο με το όνομά του. Αυτοί είναι υπέρμαχοι της ανωτερότητας των λευκών. Είναι τρομοκράτες» έγραψε στο Twitter – το αγαπημένο μέσο του Τραμπ – ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής του Κολοράντο Κόρι Γκάρντνερ.
Δεν ήταν ο μοναδικός ρεπουμπλικανός που ζήτησε από τον Τραμπ να λάβει ξεκάθαρη θέση και να καταδικάσει τη βία στο Σάρλοτσβιλ. Πολλά στελέχη, όπως ο Τεντ Κρουζ και ο Μάρκο Ρούμπιο -συνυποψήφιοί του στην κούρσα για το προεδρικό χρίσμα– επέκριναν τον πρόεδρο για την ανάρμοστη προσπάθειά του να μην καταδικάσει τους ακροδεξιούς. Ακόμα και η κόρη του Ιβάνκα έγραψε ότι «στην Αμερική δεν υπάρχει θέση για τους ρατσιστές», ενώ ο προεδρικός σύμβουλος για την Εθνική Ασφάλεια έγραψε ξεκάθαρα: «Αυτό είναι τρομοκρατία».
Η εν συνεχεία προσπάθεια του Λευκού Οίκου να μαζέψει τα ασυμμάζευτα μόνο θυμηδία προκάλεσε: «Η δήλωση του προέδρου φυσικά και περιλάμβανε όλες τις ομάδες, τους υπέρμαχους της ανωτερότητας των λευκών, την Κου Κλουξ Κλαν, τους νεοναζί και όλες τις εξτρεμιστικές ομάδες» ανέφερε κατόπιν εορτής ο προεδρικός εκπρόσωπος.
Πολύ αργά, πολύ λίγο. Το πιο αστείο της δήλωσης, είναι η λέξη «φυσικά». Ο Τραμπ έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαψεύδει με άνεση και τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά η δήλωση περί «αντίθετων εξτρεμισμών» που συγκρούστηκαν στο Σάρλοτσβιλ είναι πολύ πρόσφατη για να έχει ξεχαστεί.
Και έπειτα είναι ο ίδιος ο πρόεδρος, η προσωπική του διαδρομή, ένα πλήθος δηλώσεων και πράξεων με τις οποίες κολάκευε αυτή την άκρα δεξιά που ήταν πάντα παρούσα στην ιστορία των ΗΠΑ αλλά που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μία εντυπωσιακή όσο και ανησυχητική άνοδο. Πώς λοιπόν να καταδικάσει τα δικά του παιδιά, «τον λαό του», όπως έγραψε η Washington Post.
Καθοριστική για τη σχέση του Τραμπ με τη ρατσιστική ακροδεξιά ήταν η πρωτοφανής και ρατσιστική επίθεση στον Ομπάμα το 2012, λίγο προτού ανακοινώσει επίσημα την υποψηφιότητά του. «Ο Ομπάμα γεννήθηκε στην Κένυα, οπότε σύμφωνα με τον νόμο δεν μπορεί να είναι πρόεδρος των ΗΠΑ». Ψέμα καραμπινάτο που εκστόμισε χωρίς ντροπή αλλά δεν που βρήκε πρόθυμο ακροατήριο. Η ακροδεξιά λάτρεψε τη δήλωση, την έκανε σημαία της εναντίον ενός προέδρου που το χρώμα του ήταν από μόνο του αιτία πολέμου.
Και έτσι ο Τραμπ κατέληξε να γίνει ο άτυπος ηγέτης του κινήματος «Birther Movement», το οποίο αμφισβητεί τον τόπο γέννησης του Ομπάμα. Θα μπορούσε να είναι για γέλια, αλλά η μακρά και φονική ιστορία της Κου Κλουξ Κλαν στις ΗΠΑ κόβει κάθε τέτοια διάθεση. Είναι από εκείνο το σημείο και μετά που το «μέτωπο του μίσους», από τη ρατσιστική ακροδεξιά ως τους εξτρεμιστές και τους νεοναζιστές, συντάχθηκε με τον Τραμπ και εκείνος όλο αυτό το διάστημα φρόντισε να μην κακοκαρδίσει τους φίλου του.
Το 2016 ο Ντέιβιντ Ντιουκ, αρχηγός της αναγεννημένης Κου Κλουξ Κλαν, του προσφέρει επισήμως τη στήριξή του. Αποτέλεσμα είναι μία θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο από τους Δημοκρατικούς. Εκείνοι οι Ρεπουμπλικανοί που θυμούνται ακόμα ότι το κόμμα τους ήταν το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν του ζήτησαν να πάρει αμέσως αποστάσεις. Και εκείνος ως συνήθως, αφού αρχικά σιώπησε, μετά προτίμησε να ξεφύγει με αοριστίες.
Και πώς να ξεχάσει κανείς ότι από τα πρώτα ονόματα που ανακοίνωσε για το επιτελείο του στον Λευκό Οίκο ήταν ο Στίβεν Μπάνον και ο Στιβ Μιλερ, δύο κατεξοχήν εκπρόσωποι της εναλλακτικής Δεξιάς και των λεγόμενων «υπέρμαχων της ανωτερότητας των λευκών», κοινώς ρατσιστές χωρίς φερετζέ.
Ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας Τζον Γκρίσαμ μιλώντας στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica» είναι σαφής: «Αυτοί οι ναζιστές είναι υπερήφανοι υποστηρικτές του Τραμπ. Και εκείνος αρνείται να τους καταδικάσει δημόσια και να τους αποκαλέσει με το πραγματικό τους όνομα. Αυτή είναι η πραγματικότητα». Ο μετρ του δικαστικού θρίλερ ζει στο Σάρτλοτσβιλ, στην πόλη της Βιρτζίνια όπου το περασμένο Σάββατο «παρέλασαν» οι ρατσιστές οι οποίοι υποτίθεται ότι διαμαρτύρονταν για την απομάκρυνση του αγάλματος ενός στρατηγού του Νότου κατά τον αμερικανικό εμφύλιο.
«Είναι μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες στην Ιστορία των ΗΠΑ και ασφαλώς και της πόλης μου. Η οποία, για να είμαι σαφής, δεν είναι καταφύγιο ναζιστών. Αυτοί οι τρομοκράτες, γιατί περί τρομοκρατών πρόκειται ντρόπιασαν την πόλη μου, τη βίασαν». Ο Γκρίσαμ δεν ήταν εκεί: «Αλλά η ψυχή μου είναι εκεί. Και η ψυχή μου είναι κομμάτια» δήλωσε ο συγγραφέας.
«To Σάρτλοτσβιλ είναι μία πόλη ανεκτική και προοδευτική», λέει. «Οι ναζιστές που προκάλεσαν τα επεισόδια το Σάββατο δεν έχουν καμία σχέση με την πόλη. Εφτασαν κατά χιλιάδες από άλλες περιοχές των ΗΠΑ για να δημιουργήσουν επεισόδια και να τραβήξουν την προσοχή των ΜΜΕ. Τα κατάφεραν. Πέτυχαν με το αίμα αθώων να διχάσουν ακόμα περισσότερο τις ΗΠΑ».
Για τον Γκρίσαμ «αυτή είναι μία κατάμαυρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ. Και με τον πρόεδρο που έχουμε φοβάμαι ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Δεν μπορώ να είναι αισιόδοξος όσο στον Λευκό Οίκο βρίσκεται ο Τραμπ και όχι ένας πραγματικός ηγέτης. Ο Τραμπ είναι εβδομήντα ετών, πολύ μεγάλος για να αλλάξει και έχει πίσω του ένα μακρύ παρελθόν μισαλλοδοξίας και ρατσισμού. Μην ξεχνάμε ότι κατά την προεκλογική του εκστρατεία απευθύνθηκε σε αυτό ακριβώς το κομμάτι των Αμερικανών. Δεν πρόκειται να καταδικάσει τους φασίστες και τους ρατσιστές υπέρμαχους της ανωτερότητας των λευκών απλώς διότι αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της εκλογικής του βάσης».
Κατά τον Γκρίσαμ ο μεγάλος ένοχος για τα όσα συνέβησαν στο Σάρτλοτσβιλ είναι οι ομάδες των εξτρεμιστών «που δυστυχώς υπήρχαν πάντοτε στις ΗΠΑ αλλά τώρα με αυτόν τον πρόεδρο αισθάνονται ακόμα πιο δυνατοί νομιμοποιημένοι».
Και το μέλλον είναι γκρίζο. Ανησυχεί ότι οι ομάδες των εξτρεμιστών θα γίνουν ακόμα πιο επικίνδυνες – όσο ήταν στο παρελθόν η Κου Κλουξ Κλαν: «Θα συνεχίσουν να εξαπλώνονται χάρη στην προσοχή που τους προσφέρουμε, στις δημόσιες αντιπαραθέσεις και στις συγκρούσεις που οι ίδιοι προκαλούν. Μετά το Σάρτλοτσβιλ οι ναζιστές κέρδισαν τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων και των ενημερωτικών ιστοσελίδων. Αυτό ακριβώς που ήθελαν».
Κάποιοι επιχειρούν να θέσουν το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου προβάλλοντας την πρώτη τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος. Αλλά, όπως λέει ο Γκρίσαμ, οι ακροδεξιοί που χτύπησαν στο Σάρτλοτσβιλ δεν έχουν καμία σχέση με την ελευθερία της έκφρασης. «Οι τρομοκράτες εισέβαλαν στην πόλη μου οπλισμένοι. Γνώριζαν ότι υπάρχουν αντιρατσιστικές εκδηλώσεις και προετοίμασαν την επίθεσή τους. Οχι, η ελευθερία του λόγου δεν έχει θέση εδώ. Ηταν μόνο βία προμελετημένη».