| CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Γιατί νικούν οι Βρετανοί την ΕΕ στους εμβολιασμούς;

H πιο βαριά χτυπημένη από την πανδημία χώρα της Ευρώπης, με πάνω από 100.000 νεκρούς, είναι ωστόσο αυτή που φαίνεται ότι θα τερματίσει πρώτη στην κούρσα της ανοσοποίησης του πληθυσμού. Πώς το πέτυχε; Αναζητήστε μια task force από ιδιώτες εθελοντές τεχνοκράτες, στην οποία ο Τζόνσον ανέθεσε τη δουλειά
Protagon Team

Ο εθνικισμός των εμβολίων απασχολεί τη διεθνή κοινότητα εδώ και πολλούς μήνες. Πλέον, ωστόσο, κερδίζει διαρκώς έδαφος ανά την υφήλιο και δυστυχώς φαίνεται πως ο πόλεμος των εμβολίων αποτελεί επίσης γεγονός ενώ είναι αναντίρρητο πως με την πλάτη στον τοίχο βρίσκεται κυρίως η Ευρωπαϊκή Ενωση

Η αντιπαράθεσή της με την βρετανοσουηδική AstraZeneca αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο αυτής της νέας κρίσης που έχει ξεσπάσει στους κόλπους της, εξαιτίας των μεγάλων κενών που παρατηρούνται στην προμήθεια και τη διανομή εμβολίων στα ευρωπαϊκά κράτη.

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φοβάται πως η αποτυχία της να διαχειριστεί αποτελεσματικά την εκστρατεία εμβολιασμού θα μπορούσε να υπονομεύσει τη λαϊκή υποστήριξη προς την ΕΕ. Τα χρόνια των συγκρούσεων για το Brexit λειτούργησαν αποτρεπτικά για άλλη κράτη που ενδεχομένως να σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την ΕΕ, αλλά τώρα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατηγορούνται για την ενδεχόμενη έλλειψη εμβολίων. Μία πολιτική και θεσμική κρίση θα μπορούσε να προστεθεί στην υγειονομική κρίση», επισημαίνει σε κείμενό του ο Στίβεν Χάρις του The Conversation

Την ώρα που στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επικρατεί σύγχυση και εκνευρισμός, η EE εξετάζει ακόμα και το ενδεχόμενο να μπλοκάρει πλήρως την εξαγωγή εμβολίων από την επικράτειά της προς τρίτες χώρες ενώ ο αυταρχικός και ευρωσκεπτικιστής πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν δηλώνει πως η χώρα του, μετά από τους Ρώσους, πρόκειται να προμηθευτεί εμβόλια και από την Κίνα. 

Η κατάσταση είναι κρίσιμη, αν όχι ανησυχητική, καθώς δεν υπάρχει αμφιβολία πως το ευρωπαϊκό εμβολιαστικό πρόγραμμα έχει εκτροχιαστεί και το τίμημα πληρώνουν καταρχάς οι λαοί της ΕΕ. Υπάρχει, ωστόσο, μία χώρα στην Ευρώπη όπου η πρώτη δόση του εμβολίου κατά του κορονοïού έχει ήδη χορηγηθεί σε σχεδόν 7,5 εκατομμύρια πολίτες (11% του συνολικού πληθυσμού) ενώ περισσότεροι από 740.000 άνθρωποι έλαβαν και τη δεύτερη δόση. Αυτή η χώρα είναι, φυσικά, η Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον, η χώρα με τα περισσότερα κρούσματα (πάνω από 3,7 εκατομμύρια) και τους περισσότερους νεκρούς (τουλάχιστον 103 χιλιάδες) στην ευρωπαϊκή επικράτεια.

Παρότι η βρετανική κυβέρνηση απέτυχε με τον πλέον δραματικό τρόπο να διαχειριστεί το ξέσπασμα της πανδημίας και την περαιτέρω εξάπλωση του κορονοïού, σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία της εμβολιαστικής εκστρατείας στη χώρα, πολλοί είναι εκείνοι που μιλούν όχι μόνον για ευρωπαϊκή αποτυχία αλλά και για βρετανική επιτυχία. Πώς, όμως, τα κατάφερε ο βρετανός πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του;

Ολα άρχισαν τον περασμένο Απρίλιο, μόλις μερικές ημέρες μετά την επιβολή του πρώτου lockdown στην βρετανική επικράτεια και λίγο πριν προσβληθεί και ο βρετανός πρωθυπουργός από τον κορονοïό. Τότε ο Μπόρις Τζόνσον είχε καλέσει στο γραφείο του την Κέιτ Μπίνγκαμ, μία βιοχημικό η οποία κατέληξε να εργάζεται στον τομέα των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capitals), και της πρότεινε να αναλάβει τη σύσταση και την ηγεσία μίας ειδικής ομάδας με στόχο την κατάστρωση ενός σχεδίου εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού.

Η Κέιτ Μπίνγκαμ

Μάλιστα, σύμφωνα με δημοσίευμα των Times, ο Τζόνσον φέρεται να αρκέστηκε να της πει μονάχα «Κάνε να  σταματήσουν να πεθαίνουν οι άνθρωποι». Επειτα από 24 ώρες η κ. Μπίνγκαμ, η οποία επί τρεις δεκαετίες επενδύει σε καινοτόμα κι επαναστατικά φάρμακα, απάντησε θετικά και ανέλαβε αμισθί αυτό το εξαιρετικό δύσκολο και ύψιστης σημασίας έργο. 

Προχώρησε αμέσως στη σύσταση μια ομάδας εμπειρογνωμόνων από το ιδιωτικό τομέα που γνωρίζουν καλά και την επιστήμη αλλά και τη βιομηχανία των εμβολίων και στρώθηκαν στη δουλειά. Επειτα από δύο εβδομάδες είχαν ήδη καταρτίσει μία λίστα με 23 πιθανά εμβόλια τεσσάρων διαφορετικών τεχνολογιών. Εχοντας θέσει ως πρωταρχικό στόχο τη διάσωση ανθρώπινων ζωών, δεν αναζήτησαν το τέλειο εμβόλιο αλλά εκείνα που θα μπορούσαν να μετριάσουν τη σοβαρότητα της λοίμωξης και να είναι διαθέσιμα για χρήση από τον γενικό πληθυσμό μέσα σε διάστημα ενός έτους.

Αρχικά η task force της βρετανικής κυβέρνησης κατέληξε σε μία πρώτη συμφωνία με το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και την AstraZeneca αλλά επιδίωξαν να έρθουν σε επαφή και με τις υπόλοιπες φαρμακοβιομηχανίες που προηγούνταν στην κούρσα των εμβολίων. Σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ των Times σημαντικό ρόλο στο να επιτύχουν τους στόχους τους τα μέλη της ομάδας διαδραμάτισαν και οι προσωπικές τους επαφές με υψηλά υφιστάμενους στην βιομηχανία των φαρμάκων, επαφές οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικής σημασίας καθώς η Βρετανία υστερούσε των αντιπάλων της σε αγοραστική ισχύ. «Η κυβέρνηση Τραμπ βιαζόταν να αποκτήσει εμβόλια και η ΕΕ είχε απαντήσει στον εθνικισμό των εμβολίων αποφασίζοντας να δράσει ως μπλοκ, ούτως ώστε να αντισταθμίσει την αγοραστική δύναμη των ΗΠΑ», υπενθυμίζει η βρετανική εφημερίδα. 

Εως ότου, όμως, να πάρει τα ηνία του ευρωπαϊκού εμβολιαστικού προγράμματος η Κομισιόν, τέσσερα κράτη – μέλη της ΕΕ – η Γερμανία,η Ολλανδία, η Ιταλία και η Γαλλία – προέβησαν στον σχηματισμό μίας Συμμαχίας για να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με τις εταιρείες ανάπτυξης και παρασκευής εμβολίων και κατά τη διάρκεια του Ιουνίου κατέληξαν σε ένα προσύμφωνο με την AstraZeneca για την αγορά έως και 400 εκατομμυρίων δόσεων για ολόκληρη την ΕΕ.

Μάλιστα εκείνη την περίοδο η ΕΕ είχε προτείνει στη Βρετανία να συμμετάσχει κι αυτή στην εν λόγω πρωτοβουλία αλλά η Κέιτ Μπίνγκαμ απέρριψε την πρόταση των Ευρωπαίων καθώς ζητούσαν από την Βρετανία να διακόψει όλες τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονταν ήδη εν εξελίξει και να μην προβεί σε συνομιλίες με άλλες εταιρείες ανάπτυξης εμβολίων.

«Θεωρήσαμε πως οι όροι ήταν ιδιαίτερα περιοριστικοί και ότι θα μπορούσαμε να δράσουμε ταχύτερα, όντας ανεξάρτητοι», εξήγησε προσφάτως η Μπίνγκαμ, απευθυνόμενη προς τα μέλη του βρετανικού Κοινοβουλίου.

Αποδείχτηκε πως είχε δίκιο όταν κράτη – μέλη της ΕΕ που δεν συμμετείχαν στην διαπραγματευτική ομάδα άρχισαν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο να αδικηθούν στη μοιρασιά και τη διανομή των δόσεων των όποιων εμβολίων. Τότε άρχισε να δέχεται πιέσεις η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να αναλάβει η Κομισιόν τις διαπραγματεύσεις για λογαριασμό και των 27 χωρών της ΕΕ, όπως αποφασίστηκε τελικά. Επρόκειτο, ωστόσο, για μία απόφαση που καθυστέρησε την υπογραφή συμφωνίας με την AstraZeneca έως τον Αύγουστο.

Η Βρετανία, από την πλευρά της, έχοντας οριστικοποιήσει τρεις μήνες νωρίτερα τη συμφωνία της με την AstraZeneca, έως τον Ιούλιο είχε ήδη υπογράψει συμφωνίες με την Pfizer, την Valneva και την GSK ενώ τον Αύγουστο κατέληξε σε προσύμφωνα με την Janssen και την Novavax. «Κινηθήκαμε γρήγορα κι επιδέξια. Ξεκάθαρα δεν ήμασταν ο μεγαλύτερος αγοραστής. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτεροι από τη Βρετανία, ωστόσο ήμασταν οι πρώτοι που εξασφαλίσαμε ένα συμβόλαιο με την Pfizer και οι πρώτοι που το αξιοποιήσαμε». Την ώρα που στην ΕΕ οι όποιες συμφωνίες έπρεπε να εγκριθούν από 27 κυβερνήσεις  – επισημαίνουν οι Times – η βρετανική task force έπαιρνε σχεδόν αμέσως το πράσινο φως από μία επιτροπή τεσσάρων, μόλις, υπουργών.

Εχοντας εξασφαλίσει πολύ νωρίς πολλά εκατομμύρια δόσεις, οι βρετανικές αρχές βάλθηκαν στη συνέχεια να προετοιμάσουν εγκαίρως το NHS (το ΕΣΥ τους) για την παραλαβή και την διανομή των δόσεων στα κατά τόπους εμβολιαστικά κέντρα με στόχο την άμεση έναρξη της πανεθνικής εκστρατείας εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού

Η βρετανική ομάδα για τους εμβολιασμούς, έχοντας λάβει το ελεύθερο από την βρετανική κυβέρνηση, κινήθηκε ιδιαίτερα τολμηρά, στοιχηματίζοντας σε διάφορα εμβόλια  και συνθέτοντας, τελικά, ένα σχέδιο παραγγελιών για 367 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, έχοντας κατά νου πως όσες δόσεις περισσέψουν θα διανεμηθούν σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο.

Αντιθέτως η ΕΕ κινήθηκε για ακόμη μια φορά διστακτικά, χάνοντας πολύτιμο χρόνο με την αμερικανική Moderna να επισημαίνει από τον περασμένο Νοέμβριο πως οι αργοί ευρωπαϊκοί ρυθμοί επρόκειτο να αναπόφευκτα να επιβραδύνουν τον ρυθμό παράδοσης των δόσεων στην ΕΕ.

Σύμφωνα με τους Βρετανούς, ένα άλλο μεγάλο λάθος της Ευρώπης ήταν το ότι παρήγγειλε σχετικά λίγες δόσεις των εμβολίων που ήταν σχεδόν έτοιμα για μαζική παραγωγή, υπογράφοντας συμφωνίες για εκατομμύρια δόσεις με εταιρείες τα ερευνητικά προγράμματα των οποίων δεν είχαν ακόμα ολοκληρωθεί.

Μια τέτοια συμφωνία υπέγραψε η Κομισιόν με την γαλλική Sanofi αλλά τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών του κυριότερου υποψήφιου εμβολίου της κατά του νέου κορονοϊού ήταν απογοητευτικά και τώρα η Sanofi  προσφέρεται να αναλάβει μέρος της παραγωγής του ανταγωνιστικού εμβολίου των Pfizer – BioNTech, ούτως ώστε να καλυφθούν οι ελλείψεις στην επικράτεια της ΕΕ.

Ενώπιον των έντονων αντιδράσεων, η ΕΕ στην πράξη ζήτησε από την AstraZeneca και την Pfizer να αθετήσουν τους όρους των συμβολαίων που υπέγραψαν με τη Βρετανία, υποστηρίζουν οι Times, γεγονός που δυσαρέστησε ιδιαίτερα τα μέλη της βρετανικής task force. Αυτοί υποστηρίζουν πως το εγχείρημά τους ήταν κάθε άλλο παρά εθνικιστικό καθώς μεταξύ των στόχων τους συγκαταλεγόταν εξαρχής η ενίσχυση των ερευνών για την ανάπτυξη εμβολίων και των διαδικασιών για την παραγωγή και τη διανομή τους προς όφελος σίγουρα της Βρετανίας αλλά και της υπόλοιπης ανθρωπότητας.