Ο Πούτιν, το Κρεμλίνο, η Μόσχα, η Ρωσία έχουν μία ασίγαστη επιθυμία: να επιδεικνύουν διαρκώς τη δύναμη της χώρας. Και αυτό κάνουν και τώρα με την Ουκρανία. Αυτήν την ψυχαναλυτική προσέγγιση δοκιμάζει σε άρθρο της η γαλλική Le Monde, διαμέσου μιας συνέντευξης με μια γεωπολιτική ερευνήτρια του IFRI.
Oπως αναφέρει η Τατιάνα Καστούεβα-Ζαν από τo Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων -την κυριότερη δεξαμενή σκέψης περί διεθνών θεμάτων – «με τον πόλεμο στην Ουκρανία να περιγράφεται πλέον ως “παγωμένη σύρραξη” και την διπλωματική διαδικασία να ξεκαθαρίζει πως, μέσω της Συμφωνίας του Μινσκ, δεν θα πρέπει να επαναληφθούν ανοικτές συγκρούσεις ανάμεσα στον ουκρανικό στρατό και τις φίλο-ρωσικές δυνάμεις, είναι επιτακτικό να μην υπάρξει κλιμάκωση της κατάστασης, κάτι που θα ενείχε μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά ρίσκα τόσο για την Μόσχα, όσο και για το Κίεβο».
Η Τατιάνα Καστούεβα-Ζαν θεωρεί πως η Ουκρανία δεν έχει τα μέσα για έναν «ολοκληρωτικό πόλεμο» κατά της Ρωσίας καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο την επικυριαρχία της αλλά και την ίδια την ύπαρξή της ως ανεξάρτητο κράτος. «Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι άλλα παρόμοια περιστατικά θα συμβούν στο μέλλον», υποστηρίζει.
Επιπλέον, η στάση της Δύσης χαρακτηρίζεται ως επαμφοτερίζουσα, με πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μην έχουν ακόμη επιβάλλει κυρώσεις, με την ερευνήτρια να υποστηρίζει πως «το Κίεβο αναμένει μια ισχυρότερη αντίδραση από τους δυτικούς εταίρους του, δηλαδή μια άνευ όρων στήριξη της ουκρανικής θέσης και μια μεγαλύτερη αποφασιστικότητα καθώς και νέες κυρώσεις κατά της Μόσχας».
«Οι Αμερικανοί πιθανότατα θα ανταποκριθούν καλύτερα στις προσδοκίες της Ουκρανίας. Αυτή ήταν και η δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ, που είπε “δεν μου αρέσει αυτή η επιθετικότητα” και σκοπεύει, λέει, να ακυρώσει τη συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη Σύνοδο των G20», επισημαίνει.
Το ραντεβού Τραμπ – Πούτιν
Οντως η συνάντηση ακυρώθηκε. Ο Τραμπ γνωστοποίησε την Πέμπτη την απόφασή του να ακυρώσει την προγραμματισμένη συνάντηση με τον ρώσο ομόλογό το Σάββατο στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του G20 στην Αργεντινή, αφότου παρέλαβε μια πλήρη έκθεση για περιστατικό της Κυριακής στο στενό του Κερτς που έχει πυροδοτήσει την κλιμάκωση των σχέσεων Μόσχας – Κιέβου.
«Με βάση το γεγονός ότι τα πλοία και το πλήρωμα δεν έχουν επιστρέψει στην Ουκρανία από τη Ρωσία, αποφάσισα ότι θα είναι προς το καλύτερο για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές να ακυρώσω την προηγουμένως προγραμματισθείσα συνάντηση στην Αργεντινή με τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Προσμένω σε μια ουσιαστική σύνοδο κορυφής ξανά αμέσως μόλις η κατάσταση επιλυθεί!», ανέφερε ο Τραμπ με tweet του.
Το σχόλιο των Ρώσων για το tweet του Τραμπ ήρθε… εξ ουρανού: «Βρισκόμαστε εν πτήσει προς την Αργεντινή. Εως τώρα έχουμε δει μόνο το tweet και δημοσιεύματα μέσων ενημέρωσης. Δεν έχουμε λάβει επίσημη ενημέρωση. Αν αυτό αληθεύει, ο πρόεδρος της Ρωσίας θα προβεί σε χρήσιμες συναντήσεις στις επιπλέον ώρες που θα έχει στο πρόγραμμά του στο περιθώριο της συνόδου» δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ.
Αργά το βράδυ της Πέμπτης οι Ρώσοι… ενημερώθηκαν και ο Πεσκόφ έκανε μία πληρέστερη δήλωση: «Εκφράζουμε τη λύπη μας για την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να ακυρώσει την προγραμματισμένη συνάντηση μεταξύ των δύο προέδρων στο Μπουένος Αϊρες. Αυτό σημαίνει ότι η συζήτηση για σοβαρά διεθνή και διμερή ζητήματα θα καθυστερήσει για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Σε ό,τι αφορά τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, είναι έτοιμος να έχει επαφές με τον αμερικανό ομόλογό του».
Η Τατιάνα Καστούεβα-Ζαν θεωρεί επίσης πως «η ΕΕ δεν μπορεί κατ ‘ανάγκη να ακολουθήσει τους Αμερικανούς όσον αφορά την σκλήρυνση της στάσης τους απέναντι στη Ρωσία, λόγω οικονομικών και ιδιαίτερα ενεργειακών ζητημάτων».
Φυσικά ο καταλύτης για όλα είναι και θα είναι το Κρεμλίνο που είναι γνωστή η στάση του σε αυτά τα θέματα γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.
«Η Μόσχα επιθυμεί διαρκώς να επιδεικνύει την δύναμή της. Το Κρεμλίνο γνωρίζει ότι κανένα κράτος δεν θέλει να εκθέσει εαυτόν υπερασπιζόμενο την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα. Επιπλέον, στο εσωτερικό της χώρας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπέστη σημαντική μείωση στη δημοτικότητά του και θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτές τις εντάσεις για να αυξήσει το ποσοστό δημοφιλίας του -αν και η ρωσική κοινή γνώμη ενδιαφέρεται περισσότερο για εγχώρια ζητήματα παρά για στρατιωτικές περιπέτειες στο εξωτερικό», προσθέτει η ερευνήτρια, για να καταλήξει με νόημα πως «οι δημοσκοπήσεις στη Ρωσία δείχνουν ακόμη ότι η κοινή γνώμη θα ήθελε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με τη Δύση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτό δεν θα αμφισβητούσε τα επιτεύγματα της Μόσχας στη διεθνή σκηνή από το 2014 μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένης της προσάρτησης της Κριμαίας».