Η ΕΕ πρέπει και μάλιστα άμεσα να ασπαστεί εκ νέου το πνεύμα του περίφημου «whatever it takes» του Μάριο Ντράγκι, πρώην προέδρου της ΕΚΤ και νυν πρωθυπουργού της Ιταλίας.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει η συντακτική ομάδα των Financial Times, επισημαίνοντας πως έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας «τα φαντάσματα της προηγούμενης κρίσης επανεμφανίστηκαν: οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν δαπανούν αρκετά για να υποστηρίξουν την ανάκαμψη και τα σχέδια τόνωσης ωχριούν σε σχέση με τα πιο επιθετικά “μεγαλόπνοα” μέτρα που συζητιούνται στις ΗΠΑ». Σημειώνεται επίσης πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ξοδεύουν λιγότερα από τους Αμερικανούς, παρόλο που η ευρωπαϊκή οικονομία επλήγη σφοδρότερα από τον κορονοïό και την πανδημία του. Κατά το 2020 η οικονομία της ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 6,8% ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ μειώθηκε κατά 3,5%.
Η καθυστερημένη έναρξη των εμβολιαστικών προγραμμάτων και τα ζητήματα που προέκυψαν στη συνέχεια αυξάνει τις πιθανότητες η κατάσταση έκτακτης ανάγκης όσον αφορά τη δημόσια υγεία να διαρκέσει περισσότερο στην Ευρώπη σε σχέση με την Αμερική και αυτό συνεπάγεται περισσότερες οικονομικές απώλειες, «ειδικά για τις ευρωπαϊκές οικονομίες που βασίζονται στον διεθνή τουρισμό», επισημαίνει η λονδρέζικη εφημερίδα.
Οι οικονομίες που βασίζονται περισσότερο στις εξαγωγές δεν αναμένεται να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να στηρίξουν την ανάκαμψή τους στην αύξηση της ζήτησης από τις ΗΠΑ και την Κίνα – όπως συνέβη «ειδικά στη Γερμανία» μετά την κρίση του 2008.
Σήμερα, ωστόσο, μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε όχι μόνον να διευρύνει το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου εντός της ΕΕ αλλά και να υπονομεύσει την αξιοσημείωτη (τουλάχιστον για ευρωπαϊκά δεδομένα) αλληλεγγύη που επέδειξαν τα κράτη – μέλη της ΕΕ κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας.
Για αυτό πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί, προειδοποιούν οι FT, υπενθυμίζοντας πως «η ανάκαμψη από την προηγούμενη κρίση απέδειξε ότι η ισχυρή ανάπτυξη στη Γερμανία δεν μπορεί να ενεργοποιήσει ολόκληρη την ευρωζώνη. Ενώ οι οικονομολόγοι εξετάζουν τους κινδύνους “υπερθέρμανσης” της αμερικανικής οικονομίας, λόγω της περαιτέρω τόνωσης, υπάρχουν λίγες πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο στην ΕΕ».
Αυτό οφείλεται καταρχάς στο ότι οι Ευρωπαίοι σχεδιάζουν να δαπανήσουν για την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών περί τα 420 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια του 2021 ενώ στις ΗΠΑ γίνεται λόγος για 1,9 τρισ. δολάρια. Οφείλεται, όμως, και στο γεγονός πως η ευρωζώνη βρέθηκε αντιμέτωπη με την πανδημία, «δίχως να έχει αναρρώσει πλήρως από την προηγούμενη κρίση».
Η ευκαιρία του Νότου
Πλέον, όμως, χώρες του ευρωπαϊκού Νότου «έχουν την ευκαιρία να αποδείξουν, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, ότι τα χρήματα που θα λάβουν θα χρησιμοποιηθούν σωστά και πως οι θεμιτές ανησυχίες των πιστωτριών χωρών για διασπάθιση των χρημάτων είναι αβάσιμες». Εάν συμβεί αυτό, τότε θα μπορούσε, όντως, να καταστεί δυνατή η χαλάρωση ή η τροποποίηση, αν όχι η κατάργηση, των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ.
Σύμφωνα με τους FT πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια του Νότου να αποδείξει την φερεγγυότητά του στον Βορρά, καλείται να διαδραματίσει η Ιταλία και κυρίως ο νέος πρωθυπουργός της. Γιατί στην περίπτωση που ο Ντράγκι καταφέρει να αποδείξει ότι η επιθετική δημοσιονομική πολιτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος στην Ιταλία, αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης εντός της ΕΕ όσον αφορά τον επιμερισμό των κινδύνων αλλά και να προσφέρει την απαραίτητη πολιτική κάλυψη για την αύξηση των δημοσίων δαπανών σε εθνικό επίπεδο.
Στην αρχή της πανδημίας η ΕΕ διέψευσε τους επικριτές της μέσω της σύστασης του Ταμείου Ανάκαμψης. Καθώς, όμως, οι εμβολιασμοί αυξάνουν μέρα με τη μέρα τις πιθανότητες η κρίση να τερματιστεί, οι ευρωπαίοι ηγέτες καλούνται να μην απολέσουν «εκείνη την αίσθηση του επείγοντος» που τους διακατείχε κατά την πρώτη φάση της πανδημίας. «Μόνον τότε θα είναι πράγματι σε θέση να δηλώσουν πως έκαναν ό,τι χρειάστηκε», καταλήγουν με νόημα οι FT.