Ο «αδύνατος συνασπισμός» κατέρρευσε προτού καν γεννηθεί. Η Ανγκελα Μέρκελ απειλεί τώρα με εκλογές, αλλά στη Γερμανία ακόμα και η πολιτική αβεβαιότητα διαθέτει μία εσωτερική σταθερότητα. Οι αγορές που σε άλλη περίπτωση θα ήταν σε κατάσταση νευρικής κρίσης αντέδρασαν με αξιοπρόσεκτη ψυχραιμία. Μπορεί η «επιχείρηση Τζαμάικα»- η προσπάθεια σύγκλισης Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελεύθερων, βαυαρών χριστιανοκοινωνιστών, και Πράσινων- να απέτυχε αλλά η γερμανική οικονομία δεν κινδυνεύει. Τα ταμεία του υπουργείου Οικονομικών, τα οποία ο Σόιμπλε φρόντισε να αφήσει με μηδενικό παθητικό, δεν πρόκειται να αδειάσουν.
Μπορεί να φαίνεται ότι η Ευρώπη έχει μείνει προς το παρόν χωρίς την πυξίδα της αλλά η Μέρκελ εξακολουθεί να παραμένει στην καγκελαρία και το πιθανότερο είναι ότι θα εξακολουθήσει να βρίσκεται εκεί και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το πιθανότερο αλλά όχι πια το βέβαιο. Διότι όπως αναφέρει η ιταλική Repubblica, για πρώτη φορά τη Δευτέρα, ανάμεσα στα πολλά σενάρια που ακούγονταν στους πολιτικούς διαδρόμους του Βερολίνου, υπήρχαν και μερικά που δεν περιλάμβαναν την νυν καγκελάριο. Δείγμα των καιρών; Μήπως η ηγεμονία της κόρης του πάστορα από την Ανατολική Γερμανίας φτάνει στο τέλος της; Το βέβαιο είναι ότι το γνωστό ταλέντο της στις διαπραγματεύσεις αυτή τη φορά δεν ήταν αρκετό να φέρει αποτελέσματα και η αποτυχία των συνομιλιών ήταν και μια προσωπική ήττα.
Η ίδια σε δηλώσεις της διέψευσε τις φήμες ότι σκοπεύει να παραιτηθεί, επιβεβαίωσε ότι σε περίπτωση νέων εκλογών θα είναι ξανά υποψήφια και τόνισε όπως πολλοί άλλοι, ότι η «Γερμανία χρειάζεται σταθερότητα». Το πρόβλημα για την ίδια είναι ότι για πρώτη φορά κάποιοι αναρωτιούνται αν είναι η Μέρκελ εκείνη που μπορεί να την προσφέρει σήμερα στη Γερμανία.
Σε μια δύσκολη για την ίδια στιγμή επιχείρησε να στηριχθεί στο ευρωπαϊκό της πρόσωπο, στα σχέδια για την επανεκκίνηση του γαλλογερμανικού άξονα και στη στρατηγική συμμαχία με τον Μακρόν, στην ευρωπαϊκή σύγκλιση σε θέματα άμυνας και ασφάλειας και στη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Αλλά είναι ακριβώς αυτά τα θέματα που οδήγησαν στη ρήξη με τους Φιλελεύθερους και υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος σε μια τραυματισμένη και ασταθή -ή ακόμα χειρότερα χωρίς την ίδια στο τιμόνι- γερμανική κυβέρνηση να είναι και αυτά που θα μείνουν στο συρτάρι.
- Διαβάστε: Παρέμβαση Σόιμπλε για λύση στην κρίση
Αλλά για την ΕΕ και ειδικότερα για τον Ευρωπαϊκό Νότο η αποτυχία των συνομιλιών μεταξύ τριών κομμάτων που είχαν σημαντικά διαφορετικές απόψεις για το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι απαραίτητα αρνητική εξέλιξη. Πράσινοι και Φιλελεύθεροι ήταν στα δύο αντίθετα άκρα σε όλα τα σημαντικά ζητήματα: μεταναστευτικό, μετάβαση στην «πράσινη οικονομία», μεταρρύθμιση της ζώνης του ευρώ, δημιουργία και χρήση του κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Οι Πράσινοι είναι περισσότερο ευρωπαϊστές και από τη Μέρκελ, ενώ οι Φιλελεύθεροι επιμένουν να πηγαίνουν με το φρένο πατημένο ενώ δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς τη ρητορική τους κατά των χωρών της νότιας Ευρώπης, που ενίοτε θυμίζει εκείνη της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Το γεγονός ότι τελικά ήταν ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Κρίστιαν Λίντνερ εκείνος που αποχώρησε από τις συνομιλίες δείχνει ότι η καγκελάριος ήταν πιο κοντά στις θέσεις των Πράσινων παρά στον ευρωσκεπτικισμό του Λίντνερ.
Το λογικό τώρα θα ήταν οι προσπάθειες να επικεντρωθούν στη δημιουργία ενός συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD, καθώς οι απόψεις του Μάρτιν Σουλτς για όλα τα κρίσιμα θέματα βρίσκονται πολύ πιο κοντά σε εκείνες της Μέρκελ και των Πράσινων. Αλλά το SPD μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα των εκλογών αποφάσισε να απέχει από κάθε νέα κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Ηδη στο Βερολίνο (αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες) από τη Δευτέρα έχει ξεκινήσει μια πολιτική επιχείρηση με στόχο να πειστούν οι Σοσιαλδημοκράτες να αλλάξουν γνώμη. Το ίδιο επιχειρεί και ο -σοσιαλδημοκράτης- πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, ο οποίος κάλεσε τα κόμματα να επιδείξουν «υπευθυνότητα». Το ίδιο κάνει και η Μέρκελ αποκλείοντας το σενάριο της κυβέρνησης μειοψηφίας και απειλώντας με νέες εκλογές, οι οποίες μπορεί να αποδειχτούν ακόμα πιο επώδυνες για το κόμμα του Σουλτς. Στον βαθμό που μπορεί, πιέζει και ο Μακρόν ο οποίος εξέφρασε την ανησυχία του για την παράταση της αβεβαιότητας στο Βερολίνο.
Ο πρόεδρος Σταϊνμάγερ έδειξε προς το παρόν να αποκλείει την επιλογή των πρόωρων εκλογών, ζητώντας από τα κόμματα να επιμείνουν στην προσπάθειά τους να σχηματίσουν κυβέρνηση και πιέζοντας παρασκηνιακά το κόμμα από το οποίο προέρχεται να συμμετέχει στις συνομιλίες. Η πικρή εμπειρία της Βαϊμάρης έμαθε στους Γερμανούς ότι οι εκλογές είναι μόνο το έσχατο μέσο σε αυτές τις περιπτώσεις. Αλλωστε ο Σταϊνμάγερ δεν μπορεί να διαλύσει άμεσα τη Βουλή. Πρέπει πρώτα να ζητήσει δύο φορές να ψηφίσει ή όχι τη Μέρκελ. Αν δεν υπάρξει απόλυτη πλειοψηφία, στην τρίτη ψηφοφορία αρκεί η σχετική πλειοψηφία και η Μέρκελ θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Εφόσον αρνηθεί μόνον τότε μπορεί ο πρόεδρος να αποφασίσει αν θα προκηρύξει πρόωρες εκλογές.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η προσπάθεια να αλλάξουν στάση οι Σοσιαλδημοκράτες θα επιτύχει, καθώς πιθανότατα ο Σουλτς πιστεύει πράγματι ότι μία νέα συνεργασία με τη Μέρκελ θα ήταν «θανατηφόρα» για το κόμμα του. Ισως πάλι απλώς επιχειρεί να κερδίσει περισσότερα ανταλλάγματα για ενδεχόμενη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, η Μέρκελ αποκλείοντας την κυβέρνηση μειοψηφίας και προβάλλοντας το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών θέτει σε δύσκολη θέση τους Σοσιαλδημοκράτες που αν επιμείνουν στην άρνησή τους παίρνουν επάνω τους την ευθύνη της πολιτικής αστάθειας στη Γερμανία αλλά και στην Ευρώπη. Προκειμένου να μην ριψοκινδυνεύσει μία ήττα ακόμα πιο βαριά από εκείνη των πρόσφατων εκλογών, το SPD ίσως αποφασίσει να αλλάξει ηγέτη, καθώς ο Σουλτς βγήκε από τις κάλπες πολιτικά τραυματισμένος. Και είναι αρκετοί στο κόμμα του που διαφωνούν με την αρνητική στάση απέναντι στον σχηματισμό νέες συμμαχίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Από την άλλη πλευρά οι Φιλελεύθεροι φεύγοντας από τις συνομιλίες, προφασιζόμενοι διαφωνίες στα σημαντικά ευρωπαϊκά ζητήματα, επιχειρούν να αμφισβητήσουν από τα Δεξιά την ηγεμονία των Χριστιανοδημοκρατών, ενώ κλείνουν το μάτι στους λαϊκιστές της ξενοφοβικής και αντιευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Αρκετοί στο Βερολίνο εκτιμούν ότι στο κόμμα παραμένει νωπό το τραύμα των εκλογών του 2013, όταν έμειναν εκτός Κοινοβουλίου, πληρώνοντας τη συμμαχία τους με τη Μέρκελ. Αν η επιμονή τους σήμερα γίνει η αιτία για νέες εκλογές ίσως επιβραβευθούν για αυτήν τους την επιλογή, παρότι οι ως τώρα δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών.
Το πιθανότερο είναι -όπως άλλωστε έγινε και στην Ισπανία- ότι ενδεχόμενες εκλογές απλώς θα επιβεβαιώσουν την ανάγκη της δημιουργίας μιας φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης με Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλιστές και Πράσινους. Και αυτό το σενάριο θα ήταν ασφαλώς καλύτερο για όλη την Ευρώπη από μία κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν τα «γεράκια» των Φιλελεύθερων του Λίντνερ. Ακόμα καλύτερα θα ήταν αν οι Σοσιαλδημοκράτες πείθονταν να επιστρέψουν άμεσα στην κυβέρνηση αποφεύγοντας την παράταση της αβεβαιότητας στο Βερολίνο που προκαλεί ταχυπαλμία και στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες – ειδικά του Nότου.