«Αγαπητέ Τζον». Ετσι αρχίσει ο δημοσιογράφος, Ντέιβιντ Φέργκιουσον την επιστολή του προς τον Τζον Στιούαρτ, την οποία δημοσιεύει με τη μορφή άρθρου στον βρετανικό Guardian. Ο Φέργκιουσον ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ.
«Δεν μπορώ να σου πω πόσο καλά ήταν που σε είδα πάλι το βράδυ τις Πέμπτης (21/07), ειδικά, τέσσερεις μέρες μετά από το “Χειρότερο Πάρτι του Κόσμου” (σ.σ. στο πρωτότυπο “World’s Worst Party”. Η λέξη party ερμηνεύεται και ως κόμμα). Μετά από όλα αυτά τα τρομακτικά άτομα, και τις τρομακτικές, μισητές, οργισμένες ιδέες τους, το να πέσω πάνω στον τηλεοπτικό πρώην μου των τελευταίων 20 χρόνων ήταν θαύμα.
»Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος στη νέα σου ζωή. Για καθαρά εγωιστικούς λόγους, μου λείπει αυτό που είχαμε, αλλά προφανώς δεν έχω δικαίωμα και δεν μπορώ να σε κάνω να μείνεις. Ωστόσο θα μου λείπεις πάντα. Οποιον και να αγαπώ, πάντοτε ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μου θα είναι αφοσιωμένο σε σένα. (…) Πρόσεχε τον εαυτό σου. Tην επόμενη φορά μην αργήσεις τόσο πολύ να εμφανιστείς. Με πολλή αγάπη, Ντέιβιντ».
Ο Ντέιβιντ Φέργκιουσον είναι μια περίπτωση θεατή, από τις εκατομμύρια άλλες ακόμα, που στη σάτιρα του Τζον Στιούαρτ, βρίσκουν τη δικαίωση απέναντι στην παράνοια που τυλίγει απειλητικά την Αμερική, τα τελευταία χρόνια.
Σε παλαιότερη εκπομπή του ο Τζον Στιούαρτ παρομοίασε το βίντεο της πολιτικής καμπάνιας της Σάρα Πέιλιν με διαφήμιση για φάρμακο κατά του έρπητα
Ντόναλντ Τραμπ, Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, Fox News. Αυτά ήταν τα αγαπημένα θέματα του Στιούαρτ, αυτά καταξεφτίλιζε σε κάθε ευκαιρία και αυτά θεωρούσε μεγάλη μάστιγα για τη χώρα. Ο ημίτρελος, ανίκανος και επικίνδυνος υποψήφιος πρόεδρος, το παράλογο συνάφι του και το κανάλι που στρεβλώνει τις ειδήσεις προς όφελος της συντηρητικής παράταξης.
Την περασμένη Πέμπτη, ο Τζον Στιούαρτ είχε δυνατό θέμα: η λογοκλοπή της Μελάνια Τραμπ, οι υποστηρικτικές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, τα highlights του συνεδρίου των Ρεπουμπλικάνων στο Κλίβελαντ και το Fox News που παρουσίασε τον Τραμπ ως δισεκατομμυριούχο εργάτη.
Ο παλιός συνεργάτης του Τζον Στιούαρτ, ο Στίβεν Κόλμπερτ, παρέδωσε για λίγο τη θέση του στο “Late Show” στον Τζον Στιούαρτ και ο καυστικός σατιρικός κωμικός έκανε την Αμερική να γελάσει με την καρδιά της και ταυτόχρονα να διανοηθεί την κατάσταση.
Εξάλλου το χαρακτηριστικό του Τζον Στιούαρτ δεν είναι τόσο ο κυνισμός ως κυνισμός, όσο είναι ο κυνισμός ως μέσο για την εμβάθυνση σε ζητήματα επικαιρότητας που είναι κρίσιμα αλλά που στρεβλώνονται από φορείς της επίσημης ειδησεογραφίας.
Ο Τζον Στιούαρτ είναι 54 ετών, εβραϊκής καταγωγής αλλά άθεος και πατέρας δύο παιδιών τα οποία συνελήφθησαν (σύμφωνα με τα γραφόμενα του Wikipedia) με τεχνητή γονιμοποίηση. Ο ίδιος είναι ηθοποιός, κωμικός, παραγωγός, κριτικός των ΜΜΕ πρώην παρουσιαστής σχολιαστικών εκπομπών. Η μεγαλύτερη επιτυχία του είναι το περίφημο “The Daily Show”, το οποίο παρουσίαζε στο καλωδιακό κανάλι Comedy Central.
Το πρώτο του πάντως σόου, με πολύ μεγάλη επιτυχία, το παρουσίαζε στο MTV από το 1993 έως το 1999, υπό τον τίτλο «The John Stewart Show». Για τη δε τηλεοπτική καριέρα του, έχει κερδίσει συνολικά 22 βραβεία Emmy Primetime.
«Ο Τραμπ δεν είναι “δισεκατομμυριούχος εργάτης”, αγαπητοί κύριοι του Fox News. Είναι ο δισεκατομμυριούχος που θέλεις να καθίσεις μαζί του και να μιλήσετε για τους στόλους με τα αεροπλάνα σας»
Επιπλέον είναι συγγραφέας, των βιβλίων «America (The Book): A Citizen’s Guide to Democracy Inaction», 2004 [Αμερική (Το βιβλίο): Οδηγός του πολίτη για τη δημοκρατική απραξία»] και «Earth (The Book): A Visitor’s Guide to the Human Race», 2010 [Γη (Το βιβλίο): Οδηγός του επισκέπτη για την ανθρώπινη φυλή].
Ο Τζον Στιούαρτ έχει τρία αδέρφια και υπήρξε παιδί χωρισμένων γονιών. Οι γονείς του έπαψαν να ζουν μαζί όταν εκείνος ήταν 11 ετών και ο ίδιος απομακρύνθηκε εντελώς από τον πατέρα του. Μάλιστα το 2001 αποποιήθηκε (μαζί με τη σύζυγό του, Τρέισι Λιν Μακσέιν) και το αληθινό επώνυμό του, που είναι Λίμποβιτς. Το Στιούαρτ είναι το μεσαίο όνομά του. Προτίμησε αυτό ως επίθετό του και όχι εκείνο της μητέρας του διότι όπως το έθεσε το επώνυμο της μητέρας του θα ήταν ένα «πολύ ηχηρό “άντε γαμ…σου”» στον πατέρα του.
Οσο για τη σύζυγό του, τη γνώρισε το 1997 σε ραντεβού στα τυφλά που του είχε κανονίσει ένας συνεργάτης του. Με την Τρέισι Λιν Μακσέιν, από εκείνο το πρώτο βράδυ, εξακολούθησαν να βγαίνουν για τέσσερα χρόνια, και μετά, το 2000, παντρεύτηκαν. Η πρόταση γάμου, ήταν ένα σταυρόλεξο, το οποίο παρήγγειλε ο Στιούαρτ στον συντάκτη σταυρολέξων των New York Times.
Ο Στιούαρτ πέρα από ξεκαρδιστική πολιτική σάτιρα έχει κατά καιρούς και τηλεοπτικές πολιτικές παρεμβάσεις – ομολογουμένως με επιτυχία.
Για παράδειγμα πήρε θέση υπέρ της ειδικής ασφαλιστικής μεταχείρισης για τους βετεράνους πυροσβέστες, αστυνομικούς και στρατιωτικούς που έφτασαν στους Δίδυμους Πύργους την 9η Σεπτεμβρίου, προτού γίνει η κατάρρευση. Αρχικά το θέμα αυτό είχε μπλοκαριστεί στη Γερουσία. Από τη στιγμή που κάλεσε όμως του βετεράνους ο Τζον Στιούαρτ στην εκπομπή του, τρείς μέρες μετά, το νομοσχέδιο εγκρίθηκε.
Ο Στιούαρτ έχει δηλώσει ότι οι θεατές του Fox είναι «συνεχόμενα οι πιο κακοπληροφορημένοι» θεατές των πολιτικών ΜΜΕ
Εν συνεχεία το 2009, ο Λευκός Οίκος πρότεινε να αποκλείονται των ασφαλιστικών προνομίων και να διαγράφονται από τους καταλόγους της Διοίκησης των Βετεράνων, όσοι από αυτούς έχουν ιδιωτική ασφάλιση. Ο Τζον Στιούαρτ σατίρισε το θέμα και ο Λευκός Οίκος απέρριψε το σχέδιο την επόμενη μέρα.
Ο Τζον Στιούαρτ είναι Δημοκρατικός, ωστόσο έχει δηλώσει πως αισθάνεται περισσότερο σοσιαλιστής ή ανεξάρτητος. Ωστόσο ψήφισε και μία χρονιά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, κι αυτό ήταν το 1988, με υποψήφιο τον Τζορτζ Μπους των πρεσβύτερο. «Ενιωσα σεβασμό για την ακεραιότητά του, κι έτσι τον ψήφισα» έχει αναφέρει σχετικά.
Τον Φεβρουάριο του 2015, ο Τζον Στιούαρτ δήλωσε σε μία από τις εκπομπές του ότι μέσα στον ίδιο χρόνο σκόπευε να αποσυρθεί.
Η τελευταία εκπομπή του «The Daily Show» έγινε στις 6 Αυγούστου 2015.
Λίγες μέρες πριν, στις 28 Ιουλίου, η έγκυρη ειδησεογραφική ιστοσελίδα Politico ανέφερε ότι ο Στιούαρτ επισκέφθηκε δύο φορές τον Λευκό Οίκο. Πράγματι το είχε κάνει, όχι κρυφά. Ο Στιούαρτ δήλωσε, με αφορμή το δημοσίευμα, πως ο Ομπάμα του ζήτησε να μην κάνει τους νέους κυνικούς απέναντι στην κυβέρνησή τους. Ο ίδιος απάντησε πως ήταν «ιδεαλιστικά σκεπτικιστής» επί του θέματος.