Κατηγορίες κατά του επίτιμου πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄ διατυπώνονται σε ανεξάρτητη έκθεση που παρουσιάσθηκε την Πέμπτη στην Γερμανία με θέμα τις σεξουαλικές επιθέσεις κατά ανηλίκων στην αρχιεπισκοπή του Μονάχου και Φράιζινγκ, της οποίας προΐστατο κατά την περίοδο 1977-1982.
Πριν γίνει πάπας, ο καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ δεν έκανε καμία ενέργεια για να αποκλείσει από τους κόλπους της Εκκλησίας τέσσερα στελέχη της που βαρύνονταν με υποψίες για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, δήλωσαν κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου οι δικηγόροι της έκθεσης που συντάχθηκε κατά παραγγελία της Εκκλησίας .
Σε ανακοίνωσή του που διαβιβάσθηκε στους δικηγόρους, ο επίτιμος πάπας απορρίπτει «με δριμύτητα» κάθε ευθύνη, θέση την οποία οι συντάκτες της έκθεσης δεν θεωρούν «αξιόπιστη», δήλωσε ο δικηγόρος Μάρτιν Πουτς.
Σε δύο περιπτώσεις, επρόκειτο για μέλη του κλήρου που διέπραξαν σειρά διαπιστωμένων, και από τα δικαστήρια, επιθέσεων, τόνισε. Οι δύο ιερείς παρέμειναν στους κόλπους της Εκκλησίας και δεν έγινε καμία ενέργεια εναντίον τους, κατήγγειλε.
Οι ειδικοί δηλώνουν πεπεισμένοι ότι ο Γιόζεφ Ράτσινγκερ ήταν σε γνώση του παιδοφιλικού παρελθόντος του ιερέα Πέτερ Χούλερμαν, που έφθασε τον 1980 από την Ρηνανία-Βόρεια Βεστφαλία στη Βαυαρία, όπου συνέχισε τις κακοποιήσεις ανηλίκων επί δεκαετίες χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς.
Το 1986, δικαστήριο τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης με αναστολή, αλλά μετατέθηκε σε άλλη πόλη της Βαυαρίας, όπου υποτροπίασε. Ο ιερέας παρέμεινε εν ενεργεία μέχρι το 2010, οπότε και οδηγήθηκε σε συνταξιοδότηση.
Ο Βενέδικτος έχει αρνηθεί ότι γνώριζε το παρελθόν του ιερέα, η περίπτωση του οποίου απασχόλησε τον Τύπο το 2010, όταν ήταν πάπας.
Οι συντάκτες της έκθεσης κατηγορούν επίσης τον καρδινάλιο Ράινχαρντ Μαρξ, σημερινό αρχιεπίσκοπο Μονάχου και Φράιζινγκ, για αμέλεια σε δύο περιπτώσεις ιερέων που βαρύνονται με υποψίες για σεξουαλικές επιθέσεις σε παιδιά.
Η έκθεση καταγγέλλει συστηματική απόκρυψη κρουσμάτων βίας κατά ανηλίκων κατά την περίοδο 1945-2019 με στόχο την «προστασία του θεσμού της Εκκλησίας».