Ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράλ Νταρμανέν ανακοίνωσε νέα μέτρα για την ενδοοικογενειακή βία | EPA/LUDOVIC MARIN / POOL
Επικαιρότητα

Γαλλία: 102 γυναικοκτονίες το 2020 – το 18% είχε καταθέσει μήνυση κατά του δράστη

Οι δολοφονίες έγιναν στη συντριπτική πλειονότητά τους από άνδρες (82%) γάλλους υπηκόους, ηλικίας 30-49 ετών (43%) ή άνω των 70 ετών (22%), άνεργους ή συνταξιούχους (66%)
Protagon Team

Σχεδόν μια στις πέντε γυναίκες, από τις 102 που έχασαν τη ζωή τους το 2020 στη Γαλλία από χτυπήματα του συντρόφου ή πρώην συντρόφου τους, είχε καταθέσει μήνυση εναντίον του για άσκηση βίας, σύμφωνα με τον απολογισμό των «βίαιων θανάτων στο πλαίσιο του ζευγαριού», που δόθηκε στη δημοσιότητα.

Σύμφωνα με αυτή την έρευνα που δημοσιοποίησε το υπουργείο Εσωτερικών, το 35% των γυναικοκτονιών επήλθαν, ενώ τα θύματα είχαν ήδη υποστεί βία, φυσική, ψυχολογική ή/και σεξουαλική εκ μέρους του συντρόφου τους.

Επίσης το 18% του συνόλου των θυμάτων είχε καταθέσει μήνυση έπειτα από αυτά τα γεγονότα.

Ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράλ Νταρμανέν ανακοίνωσε την Κυριακή, την επεξεργασία κατά προτεραιότητα των μηνύσεων για ενδοοικογενειακή βία και τον ορισμό ενός αξιωματικού ειδικευμένου στην ενδοοικογενειακή βία σε κάθε αστυνομικό τμήμα και κάθε μονάδα της χωροφυλακής.

Ο αριθμός των θανάτων από ενδοοικογενειακή βία (102 γυναίκες, 23 άνδρες) είναι ο πιο χαμηλός εδώ και 15 χρόνια, έπειτα από ένα «μαύρο» 2019 (146 γυναικοκτονίες).

Στο ένα τρίτο των θανάτων -ανεξαρτήτως φύλου- ο δράστης έκανε χρήση πυροβόλου όπλου.

Μια συντριπτική πλειονότητα (86%) των γεγονότων συνέβησαν στο σπίτι, του θύματος ή του δράστη.

Σχεδόν το ένα τέταρτο (24%) έλαβαν χώρα στο πλαίσιο ενός χωρισμού που δεν είχε γίνει δεκτός.

Οι δράστες είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους άνδρες (82%) γάλλοι υπήκοοι, ηλικίας 30-49 ετών (43%) ή άνω των 70 ετών (22%), άνεργοι ή συνταξιούχοι (66%).

Οι γυναίκες που απεβίωσαν ήταν στην πλειονότητά τους ηλικίας 30-49 ετών (40%) ή άνω των 70 ετών (21%).

Για τα ηλικιωμένα θύματα (το 16% ήταν ηλικίας άνω των 80 ετών), η ασθένεια και τα γηρατειά καταγράφεται ως η κύρια αιτία της πράξης.

Στις μισές περιπτώσεις (52%), αλκοόλ, ναρκωτικά ή ψυχοτρόπες ουσίες είχαν καταναλωθεί από τον δράστη ή από το θύμα του.