| INTIMENEWS
Επικαιρότητα

Εκτός πλαισίου φοροελαφρύνσεων οι μισθωτοί της μεσαίας τάξης

Σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, τα μεσαία εισοδήματα –και ειδικά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι– θα πρέπει να κάνουν και πάλι υπομονή...
Protagon Team

Η μεσαία τάξη που διαλύθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ –ως ταξική επιλογή όπως έχει παραδεχθεί μεταξύ άλλων ο Ευκλείδης Τσακαλώτος– θα πρέπει να περιμένει περισσότερο για να πάρει ανάσα από την υπερφορολόγηση, μολονότι άλλαξε η κυβέρνηση –η οποία εξελέγη εν πολλοίς στο όνομα της αποκατάστασης αυτής της αδικίας.

Οπως παρατήρησε η «Καθημερινή της Κυριακής στο ρεπορτάζ του Θάνου Τσίρου, η μεσαία τάξη και ειδικά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που κατατάσσονται, λόγω εισοδήματος, σε αυτήν, θα χρειαστεί να επιδείξουν ακόμη μεγαλύτερη υπομονή προκειμένου να δουν μείωση φόρου στα εκκαθαριστικά τους. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, ο προϋπολογισμός του 2020 δεν τους επιφυλάσσει κάποια ευχάριστη έκπληξη.

Τούτο διότι από το 1,2 δισ. ευρώ των παροχών που ενσωματώνονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, μόνο τα 281 εκατ. ευρώ προορίζονται για τις μειώσεις φόρων των μισθωτών και των συνταξιούχων. Από αυτό το ποσό, το μεγαλύτερο μέρος –πάνω από 150 εκατ. ευρώ– θα διοχετευθεί για την ελάφρυνση όσων εμφανίζουν ατομικό εισόδημα έως και 1.000 ευρώ τον μήνα.

Οι υπόλοιποι θα «μοιραστούν» κοντά στα 100 εκατ. ευρώ. ποσό που αντιστοιχεί σε έκπτωση φόρου μόλις 1,5-2%, αν συγκριθεί με τους φόρους που τους επιβαρύνουν. Η τελική κατανομή του ποσού των 281 εκατ. ευρώ θα προκύψει με την ψήφιση της νέας φορολογικής κλίμακας, κάτι που προγραμματίζεται να συμβεί στο τέλος Νοεμβρίου. Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο που επεξεργάζεται το υπουργείο Οικονομικών (θέσπιση συντελεστή 9% για το τμήμα του εισοδήματος έως τις 10.000 ευρώ και μείωση της έκπτωσης φόρου από τα 1.900-2.100 ευρώ που είναι σήμερα, στα 777-1.340 ευρώ) είναι ήδη κοστολογημένο και συμφωνημένο με τους θεσμούς, οπότε δύσκολα θα υποστεί ριζικές διαφοροποιήσεις.

Χαρακτηριστικό του ευρύτερου προβληματισμού για την «εξαίρεση» των μισθωτών, δηλαδή αυτών που σήκωσαν και συνεχίζουν να σηκώνουν το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος, ήταν και το άρθρο του διευθυντή του «Βήματος της Κυριακής», Αντώνη Καρακούση, ο οποίος στο σημείωμά του στην εφημερίδα με τίτλο «Μειώστε τους φόρους στους μισθωτούς» σημείωσε ανάμεσα σε άλλα:

«Ελάχιστες είναι οι παρεμβάσεις στη φορολογία του εισοδήματος και σχεδόν μηδενικές για τον ευρύ κύκλο των μισθωτών, οι οποίοι σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της φορολογίας. Κάποιες μικρές ελαφρύνσεις προβλέπονται για τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις και εκείνες των ελευθέρων επαγγελματιών που δηλώνουν εισοδήματα στα όρια του αφορολογήτου, αλλά πέραν αυτών ουδέν.

Παρότι υπεσχημένη, καμία κίνηση δεν έγινε στη ζώνη της υποτιθέμενης έκτακτης, πλην μόνιμης στην πράξη, εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία ανεβάζει τη φορολογία εισοδήματος και πάνω από το 50% σε κάποιους μισθωτούς σχετικά καλοπληρωμένους. Ούτε νύξη επίσης για μείωση των φορολογικών για μισθωτούς με εισοδήματα 20.000 ευρώ τον χρόνο».

Και λίγο πιο κάτω, θέτει το υπουργείο Οικονομικών προ των ευθυνών του:

«Η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών γνωρίζει ότι οι απώλειες π.χ. από την απόδοση του ΦΠΑ μπορεί και να προσεγγίζουν τα 5 δισ. ευρώ τον χρόνο. Αν δηλαδή οι φορολογικές αρχές εξασφάλιζαν έστω μερική φορολογική συμμόρφωση στην έμμεση φορολογία και ήλεγχαν το λαθρεμπόριο καυσίμων και τσιγάρων θα μπορούσαν να ασκήσουν απολύτως αναζωογονητική για την οικονομία και τους δοκιμαζόμενους μισθωτούς φορολογική πολιτική».

Σύμφωνα πάλι με την «Καθημερινή της Κυριακής», η νέα φορολογική κλίμακα βγάζει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

•Δεν προκύπτει καμία μεταβολή φόρου για όσους έχουν ατομικό εισόδημα έως και 8.000 ευρώ, καθώς ούτως ή άλλως αυτοί δεν πληρώνουν κανέναν φόρο. Ο αριθμός των πολιτών που κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι τεράστιος. Στο σύνολο των 8,9 εκατομμυρίων φορολογικών δηλώσεων, ατομικό εισόδημα έως 8.000 ευρώ δηλώνουν τα 5,3 εκατομμύρια δηλαδή οι 6 στους 10.

•Το μεγαλύτερο όφελος θα δουν φορολογούμενοι με ατομικό εισόδημα από μισθό ή σύνταξη της τάξεως των 10.000-15.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Πρόκειται για περίπου 1,2 εκατ. φορολογουμένους, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι. Η διαφορά που θα δουν στο εκκαθαριστικό τους είναι της τάξεως των 117 έως 177 ευρώ τον χρόνο.
Σε ποσοστιαία βάση, το όφελος κυμαίνεται από 8% έως και 35%. Δηλαδή, μισθωτός ή συνταξιούχος με ετήσιες αποδοχές 11.000 ευρώ θα πληρώσει 343 ευρώ αντί για 520 ευρώ (έκπτωση 177 ευρώ ή 34%), ενώ φορολογούμενος με αποδοχές 15.000 ευρώ θα πληρώσει 1.349 ευρώ αντί για 1466 ευρώ (έκπτωση 8% ή 117 ευρώ).

•Στα λεγόμενα «μεσαία» εισοδήματα (από 16.000-17.000 έως και 50.000 ευρώ) προκύπτει ελάχιστη «συμβολική» ελάφρυνση της τάξεως των 17-37 ευρώ σε ετήσια βάση. Οταν το ποσό αυτό αντιστοιχεί έως και το 0,13% του συνολικού φόρου που καταβάλλεται, τότε είναι επόμενο η έκπτωση να περάσει απαρατήρητη. Μισθωτός με ετήσιες αποδοχές 26.000 ευρώ, πληρώνει σήμερα φόρο 4.776 ευρώ μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης. Το ποσό αυτό θα μειωθεί τώρα στις 4.759 ευρώ. Η έκπτωση των 17 ευρώ ισοδυναμεί με περίπου 1 ευρώ στον μισθό ή στη σύνταξη. Εισοδήματα από 16.000-17.000 ευρώ έως και 50.000 ευρώ εμφανίζουν στην Ελλάδα περίπου 1,34 εκατ. φορολογούμενοι, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μισθωτοί και συνταξιούχοι. Ενώ λοιπόν αντιστοιχούν στο μόλις 15% του συνολικού αριθμού των φορολογουμένων, πληρώνουν συνολικά 4,4 δισ. ευρώ σε φόρους, δηλαδή το 53% του συνολικού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Αρα, η νέα φορολογική κλίμακα (εφόσον δεν αλλάξει κάτι θεαματικά μέσα στις επόμενες εβδομάδες), θα αφήσει εκτός ελαφρύνσεων τους… καλύτερους πελάτες της εφορίας, οι οποίοι και επωμίζονται πάνω από τον μισό φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.

•Αν υλοποιηθεί η πρόθεση του οικονομικού επιτελείου να μειώσει τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από το 45% που είναι στο 44% για το τμήμα του εισοδήματος άνω των 40.000 ευρώ), οι έχοντες το μεγαλύτερο εισόδημα θα δουν διαφορά στο εκκαθαριστικό τους. Ωστόσο, ο αριθμός είναι ούτως ή άλλως πολύ μικρός. Μόλις 54.000 φορολογούμενοι δηλώνουν ετήσιο εισόδημα άνω των 50-55.000 ευρώ. Βέβαια, ο κατά κεφαλήν φόρος είναι πολύ μεγάλος, με αποτέλεσμα αυτοί οι 55.000 φορολογούμενοι να πληρώνουν συνολικά 1,7 δισ.. ευρώ. Η ελάφρυνση ανά φορολογούμενο θα κυμαίνεται από 100 έως 1.000 ευρώ για τους έχοντες ατομικό εισόδημα από 55.000 έως 100.000 ευρώ, ενώ θα είναι ακόμη μεγαλύτερη για τους ελάχιστους που δηλώνουν εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ.

Φορολογική δήλωση στην Ελλάδα, υποβάλλουν συνολικά 8,9 εκατομμύρια φορολογούμενοι, οι οποίοι και εμφανίζουν αθροιστικό εισόδημα της τάξεως των 73 δισ. ευρώ. Το 83% των συνολικών εισοδημάτων προέρχεται πλέον από μισθούς και συντάξεις, καθώς τα δηλωθέντα εισοδήματα είτε από μερίσματα είτε από επαγγελματική δραστηριότητα περιορίστηκαν δραματικά τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω της υπερφορολόγησης. Ετσι, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο φορτώνονται και τα φορολογικά βάρη. Το σύνολο του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ανέρχεται στα 8,3 δισ. ευρώ. Από αυτά:

1. Το 1,9 δισ. ευρώ (περίπου το 23% των συνολικών εισοδημάτων) το πληρώνουν οι συνταξιούχοι που είναι περίπου 2,25 εκατομμύρια άτομα. Αθροιστικά, δηλώνουν εισοδήματα της τάξεως των 25,2 δισ. ευρώ

2. Τα 3,7 δισ. ευρώ (πάνω από το 43% των συνολικών εισοδημάτων) τα πληρώνουν οι περίπου 2,2 εκατομμύρια μισθωτοί, οι οποίοι αθροιστικά εμφανίζουν πλέον εισοδήματα άνω των 31 δισ. ευρώ.

Μεγάλοι κερδισμένοι του προϋπολογισμού του 2020, οι εταιρείες

Τα νομικά πρόσωπα –ανώνυμες εταιρείες, ΕΠΕ, ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες– είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι του προϋπολογισμού του 2020, καθώς ουσιαστικά τους αντιστοιχούν περίπου τα 2/3 από το συνολικό πακέτο ελαφρύνσεων της επόμενης χρονιάς: τα 541 εκατ. ευρώ που αφορούν τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης από το 28% στο 24% για τα κέρδη του 2019, τα 75 εκατ. ευρώ που αφορούν τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων από το 10% στο 5%, αλλά και τα 123 εκατ. ευρώ τα οποία αφορούν τη μείωση του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης κατά μία μονάδα σταδιακά μέσα στο 2020 (και η οποία κατά κύριο λόγο θα αφορά τις εργοδοτικές εισφορές τουλάχιστον σε πρώτη φάση). Τα νομικά πρόσωπα, μάλιστα, θα πάρουν και «προμέρισμα» από τα φορολογικά οφέλη της επόμενης χρονιάς, καθώς μέχρι το τέλος του χρόνου θα γίνει επανυπολογισμός της προκαταβολής που κλήθηκαν να πληρώσουν οι εταιρείες για τα κέρδη του 2020. Αυτή τη φορά θα χρησιμοποιηθεί συντελεστής 24% και όχι 29% που χρησιμοποιήθηκε κατά την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης που έγινε το καλοκαίρι.

Για το οικονομικό επιτελείο, η μείωση του συντελεστή φορολόγησης στις επιχειρήσεις συνιστά μεγάλο δημοσιονομικό αλλά και οικονομικό στοίχημα. Σε οικονομικό επίπεδο θέλει αυτή η μείωση των φόρων να συμβάλει στην αύξηση των επενδύσεων αλλά και στην ταχεία μείωση της ανεργίας. Αυτά είναι τα δύο βασικά «εργαλεία» στα οποία στηρίζεται η εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης 2,8% του ΑΕΠ. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η κυβέρνηση θέλει να αποδείξει για ακόμη μία φορά ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών μπορεί και να μη μεταφραστεί σε μείωση των φορολογικών εσόδων. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να δηλωθούν περισσότερα κέρδη από την πλευρά των εταιρειών και να διανεμηθούν περισσότερα μερίσματα μέσα στη χρήση του 2020. Αν η φορολογητέα ύλη των νομικών προσώπων (δηλαδή τα κέρδη και τα μερίσματα) αυξηθεί κατά 10% μέσα στο 2020, το δημοσιονομικό κόστος από την εφαρμογή των μειωμένων συντελεστών θα περιοριστεί περίπου κατά 40%-50%.

Τα κερδοφόρα νομικά πρόσωπα (εκτιμώνται σε περίπου 70.000-80.000) θα έχουν όφελος σε δύο δόσεις. Η πρώτη δόση θα έρθει μέχρι το τέλος του χρόνου μέσω της προκαταβολής. Εταιρεία, με κέρδος 100.000 ευρώ, πλήρωσε 29.000 ευρώ προκαταβολή για την επόμενη χρονιά και τώρα αυτή θα μειωθεί στις 24.000 ευρώ. Η διαφορά των 5.000 ευρώ θα «πιστωθεί» στον ΑΦΜ της μέχρι το τέλος του χρόνου και είτε θα εκδοθεί πιστωτικό είτε θα γίνει συμψηφισμός με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος ή ΦΠΑ). Η δεύτερη ελάφρυνση για τη συγκεκριμένη επιχείρηση θα φανεί με την έκδοση του εκκαθαριστικού της επόμενης χρονιάς.

Ο «λογαριασμός» για την εταιρεία με τα κέρδη των 100.000 ευρώ θα βγει στις 24.000 ευρώ και όχι στις 29.000 ευρώ. Αθροιστικά, η ελάφρυνση από τις δύο φάσεις ανεβάζει το ποσοστιαίο όφελος στο 34%.

Οσον αφορά τις μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών (πιθανότατα κατά μισή ποσοστιαία μονάδα από τον Ιούλιο), η διαφορά θα αρχίσει να φαίνεται από το τέλος Αυγούστου και μετά, οπότε θα υποβληθούν οι αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις με τα ένσημα του Ιουλίου.

Το πιθανότερο είναι ότι η πρώτη μείωση θα αφορά εξ ολοκλήρου τις εργοδοτικές εισφορές προκειμένου αυτό να λειτουργήσει σαν ώθηση για τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας.

Το 2021 τα οφέλη για τους επαγγελματίες

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι θα χρειαστεί να περιμένουν το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο προκειμένου να κάνουν «ταμείο» για την επόμενη χρονιά. Ασφαλώς συμπεριλαμβάνονται στους μεγάλους κερδισμένους από το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, καθώς η μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας στο 9% (από 22% που είναι σήμερα) θα τους εξασφαλίσει φορολογικό όφελος ακόμη και άνω των 1.300 ευρώ, αν τα δηλωθέντα κέρδη τους ξεπερνούν τις 10.000 ευρώ σε ετήσια βάση (το όφελος θα είναι και μεγαλύτερο για τους έχοντες υψηλότερα εισοδήματα, λόγω και της επικείμενης μείωσης των άλλων συντελεστών της κλίμακας κατά μία ποσοστιαία μονάδα). Αυτό το όφελος, βέβαια, θα αποτυπωθεί στο εκκαθαριστικό του 2021 και όχι του 2020, καθώς η νέα φορολογική κλίμακα αφορά τη φορολόγηση των εισοδημάτων που αποκτώνται μέσα στο 2020.

Η αλλαγή στον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών, ωστόσο, θα φανεί στην τσέπη των επαγγελματιών από το τέλος Φεβρουαρίου της επόμενης χρονιάς. Το υπουργείο Εργασίας θα πρέπει να ακυρώσει τη σύνδεση του υπολογισμού των εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα μετά την απόφαση του ΣτΕ. Θα θεσπιστεί κλίμακα με συγκεκριμένα ποσά εισφορών, τα οποία θα εξαρτώνται είτε από το εισόδημα είτε από την προϋπηρεσία στο επάγγελμα. Μένει να φανεί αν θα υπάρξουν και επιβαρύνσεις (κυρίως για αυτούς που σήμερα πληρώνουν το κατώτατο ποσό των 176 ευρώ τον μήνα).