Η Ελλάδα, πτωχευμένη, με το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη και με την οικονομία της υπό εποπτεία, είχε ανέκαθεν ιδιαίτερα κακή επίδοση στην περιοχή των εξαγωγών, όπως δείχνεται στο παρακάτω διάγραμμα, που συνοδεύεται από αντίστοιχο ετήσιο έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά περίπου 20 δισ. €. Συνεπώς είναι προφανές ότι η αύξηση των εξαγωγών θα έπρεπε να είναι ένας από τους κύριους στόχους της χρηματοδότησης από την κυβέρνηση έργων Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΤΑΚ) σε μια χώρα που διαθέτει ερευνητές περισσότερους από το μέσο όρο της Ε.Ε.! Παρά ταύτα σε κανένα επίσημο κείμενο ή άρθρο σε εφημερίδα ή εκπομπή στην τηλεόραση δεν έχει ο συγγραφέας καταφέρει εδώ και πενήντα χρόνια να βρει κάποιες έστω βελτιωτικές για την οικονομία επιπτώσεις συνεπεία της διεξαγωγής από το δημόσιο τομέα έργων ΕΤΑΚ εκφρασμένες ποσοτικά (σε € δηλαδή) και όχι μόνο βερμπαλιστικά! Η προσεκτική ανάλυση του γιατί συμβαίνει αυτό μπορεί να οδηγήσει στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
- Ουδεμία, μικρή έστω, αύξηση των εξαγωγών της χώρας έχει ποτέ συνδεθεί, αμέσως ή εμμέσως, με τα αποτελέσματα επιχορηγούμενου έργου ΕΤΑΚ του δημόσιου τομέα. Αντίθετα στον ιδιωτικό τομέα είναι γνωστό ότι υπάρχουν ιστορίες επιτυχίας, περιορισμένου όμως μεγέθους, που κανείς όμως δεν έχει ποτέ καταγράψει.
- Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) ο υπερμεγέθης, σχετικά με το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., ελληνικός δημόσιος τομέας απορρόφησε το 80% των πιστώσεων (κυρίως από την Ε.Ε.) που διατίθενται για έργα ΕΤΑΚ από το ΕΠΑνΕΚ και τα λοιπά τομεακά και περιφερειακά προγράμματα ΕΣΠΑ στο διάστημα 2011-2019. Αυτό δε χωρίς να υπάρξει (από όσα γνωρίζω) οποιοδήποτε εμφανές ανταποδοτικό για την οικονομία αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα από τα 1761,6 εκ.€ που διατέθηκαν σε διάστημα εννέα ετών, όλες μαζί οι επιχειρήσεις πήραν μόνο 337 εκ.€, δηλαδή 37 εκ.€ το χρόνο, στα οποία η εθνική συμμετοχή ήταν 7,4 εκ.€ το χρόνο (το 20% δηλαδή)! Επιπλέον, τα ολίγα που αντιστοιχούν στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος σημειωτέο τα συγχρηματοδοτεί, χορηγούνται με αυστηρούς οικονομικούς όρους και πολύ μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις.
- Η πολιτεία δε (συν)χρηματοδοτεί εξ ιδίων πόρων από δεκαετίες έργα ΕΤΑΚ του ιδιωτικού τομέα σε περιοχές όπου η χώρα μπορεί να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως πχ. στις λίγες μεγάλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε περιοχές όπου υπάρχουν ήδη σημαντικές εξαγωγές.
- Αντίθετα η πολιτεία χρηματοδοτεί εξ ιδίων πόρων και δη ιδιαίτερα ικανοποιητικά συγκριτικά με ομοειδείς χώρες τη βασική έρευνα, πχ. σε σχέση με το Ισραήλ ο λόγος βασική προς εφαρμοσμένη έρευνα είναι στην Ελλάδα τέσσερεις φορές μεγαλύτερος. Αυτό γίνεται τόσο με απ’ ευθείας χρηματοδότηση όσο και με τη χρηματοδότηση των υποδομών των δημόσιων ερευνητικών κέντρων (και όχι των πανεπιστημίων) από την πολιτεία, με μοναδική εξαίρεση τις χρηματοδοτήσεις για βασική έρευνα από το ΕΛΙΔΕΚ. Αυτό δε παρά το γεγονός ότι ιστορικά στην Ελλάδα δεν έχει ποτέ προκύψει μετρημένη ωφέλεια της οικονομίας ή της καινοτομίας από έργα βασικής έρευνας του δημόσιου τομέα. Tα αποτελέσματα τέτοιων έργων είναι διεθνώς γνωστό ότι δωρίζονται, χωρίς να έχει προηγηθεί κατοχύρωση, μέσω της δημοσίευσης τους σε επιστημονικά περιοδικά. Με τον τρόπο αυτό πχ. απόκτησαν πρόσφατα αδάπανα η Κινέζικη εταιρεία HUAWEI τις βάσεις (στην Τουρκία ανακαλυφθείσες) της τεχνολογίας κινητής τηλεφωνίας 5G και η Γερμανική εταιρεία BioNTech την (στις Η.Π.Α. ανακαλυφθείσα) μέθοδο παραγωγής εμβολίων mRNA!
- Τα πανεπιστήμια καλλιεργούν όλες τις εν δυνάμει χρήσιμες για την οικονομία οι επιστημονικές περιοχές σε αντίθεση προς τα ερευνητικά κέντρα που καλλιεργούν ορισμένες μόνο. Συγκριτικά, τα πανεπιστήμια υπερτερούν των ερευνητικών κέντρων στους σχετικούς με τη διεξαγωγή επιχορηγούμενων έργων ΕΤΑΚ δείκτες (συμμετοχή σε προγράμματα ΕΣΠΑ και σε προγράμματα ΗΟΡΙΖΟΝ/INTEREG/LIFE κα. της Ε.Ε.). Υπερτερούν επίσης σημαντικά στον αριθμό διεθνών επιστημονικών δημοσιεύσεων. Ιδίως όμως υπερτερούν κατά πολύ στην εξυπηρέτηση των επιστημονικών και τεχνολογικών αναγκών της οικονομίας μέσω της παροχής υπηρεσιών στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.
- Το Υφυπουργείο Έρευνας και Καινοτομίας μεριμνά επιτυχώς για την κάλυψη των αναγκών των ερευνητικών κέντρων που επιβλέπει. Αντίθετα το Υπουργείο Παιδείας δε φαίνεται να ανησυχεί για το εάν τα πανεπιστήμια μπορούν να συνεχίσουν να εκτελούν τους από το νόμο επιβεβλημένους σκοπούς τους, να παράγουν δηλαδή και να μεταφέρουν τη γνώση και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας. Επί του προκειμένου η πολιτεία έχει αφήσει τις αξίας δεκάδων δις € ερευνητικές υποδομές των πανεπιστημίων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι μοναδικές στη χώρα, να καταρρέουν από δεκαετίες ασυντήρητες. Έτσι όμως υποβαθμίζεται και η εκπαιδευτική λειτουργία. Αυτό συνοδεύεται από την ετήσια λόγω ηλικιακών αποχωρήσεων αποψίλωση του σώματος των καθηγητών, που είναι η κινητήρια δύναμη τόσο της εκπαιδευτικής όσο και της ερευνητικής λειτουργίας. Αυτό φυσικά με ευθύνη όλου του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης που υποχρηματοδοτεί το Υπ. Παιδείας.
- Η χάραξη της Εθνικής Στρατηγικής Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΑΚ) για το διάστημα 2021-2027 γίνεται αυτή την περίοδο στο Υφυπουργείο Έρευνας και Καινοτομίας υπό την εποπτεία του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ) χωρίς τη συμμετοχή του Υπ. Παιδείας. Έτσι, λαμβάνεται πρόνοια μόνο για την ικανοποίηση των αναγκών σε υποδομές των ερευνητικών κέντρων της ΓΓΕΚ. Σχετικά, η Εθνική Στρατηγική της Έξυπνης Εξειδίκευσης (RIS3) προβλέπει οκτώ περιοχές στις οποίες πρέπει να επικεντρωθούν οι προσπάθειες της χώρας σε έργα ΕΤΑΚ. Τα ερευνητικά κέντρα όμως δεν ασχολούνται ή ασχολούνται ελάχιστα με ορισμένες από τις περιοχές αυτές και ουδόλως καλύπτουν τις επιστήμες μηχανικού. Αντίθετα τα πανεπιστήμια καλύπτουν όλες τις περιοχές που η χώρα έχει επιλέξει για ανάπτυξη. Συνεπώς με τις υποδομές των πανεπιστημίων εν διαλύσει τι είδους «Εθνική στρατηγική» είναι αυτή; Ερώτημα για τον πρωθυπουργό αυτό με συμπληρωματική ερώτηση το πώς είναι συμβατό με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας να χρηματοδοτούνται τώρα με 48 εκ.€ οι κτιριακές υποδομές ενός και μόνο ερευνητικού κέντρου, όταν οι ανάγκες σε υποδομές και συντηρήσεις υποδομών κάθε είδους και των 23 πανεπιστημίων της χώρας χρηματοδοτήθηκαν για το 2021 μόνο με 50 εκ.€!
- Η αυτοχρηματοδότηση έργων ΕΤΑΚ από τον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ χαμηλή (42,5%) σχετικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. (66%) και το ίδιο ισχύει για τον αριθμό κατοχυρωμένων ευρεσιτεχνιών και συνεπώς οι επιχειρήσεις πρέπει να αυξήσουν τις σχετικές επενδύσεις και τη δραστηριότητα τους. Επειδή όμως μόνο από τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να προκύψει όφελος για την οικονομία της χώρας, όπως πχ. η αύξηση των εξαγωγών, θα έπρεπε (πράγμα που δε φαίνεται να γίνεται) ο σχεδιασμός της ΕΣΕΤΑΚ/ΕΣΠΑ 2021-2027 να φροντίσει για τη μεταχείριση του ιδιωτικού τομέα σχετικά με τα επιχορηγούμενα έργα ΕΤΑΚ/ΕΣΠΑ έτσι ώστε να αυξηθεί το μερίδιο του. Άλλωστε μόνο οι επιχειρήσεις μπορούν να απορροφήσουν μέρος από τους 1685 διδάκτορες Ελληνικών πανεπιστημίων του 2019 πριν το δρόμο της μετανάστευσης. Ο δημόσιος τομέας (ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια) που είναι ήδη υπερδιπλάσιος του μέσου όρου της Ε.Ε. έχει από καιρό ουσιαστικά κλείσει.
Σχετικά, η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση με την οποία οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν φορολογική απαλλαγή για το σύνολο των επενδύσεων τους σε έργα ΕΤΑΚ αποτελεί πολύ σημαντική υπέρ των επιχειρήσεων εξέλιξη. Επίσης πολλές από τις καθυστερημένες δράσεις του ΕΠΑνΕΚ/ΕΤΑΚ που μόλις προκηρύχτηκαν είναι ευνοϊκές για τις επιχειρήσεις.
- Το ΕΣΕΤΕΚ υπό την παρούσα σύνθεση, με τη μεγάλη δηλαδή πλειοψηφία των μελών του να προέρχονται από το δημόσιο τομέα (δηλαδή με σχεδόν μηδενική εμπειρία στο πως η γνώση μετατρέπεται σε ωφέλιμο για την οικονομία προϊόν), δεν πρέπει να συνεχίσει να είναι το μόνο συμβουλευτικό όργανο στο Υπουργείο Ανάπτυξης! Δηλαδή είτε θα πρέπει να αλλάξει σύνθεση, εμπλουτιζόμενο με περισσότερους ειδικούς από τον ιδιωτικό τομέα και δη τις μεγάλες επιχειρήσεις είτε θα πρέπει να δημιουργηθεί παράλληλο όργανο που θα χειρίζεται τα θέματα οικονομικής ανάπτυξης μέσω επιχορηγούμενων έργων ΕΤΑΚ στη χώρα. Αυτό μπορεί να γίνει πιθανώς στα πλαίσια της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, η οποία έχει ήδη αναλάβει τη συνδιαχείρηση μαζί με τη ΓΓΕΚ της Εθνικής Στρατηγικής για την Έξυπνη Εξειδίκευση 2021-2027.
- Έχουν πληθύνει εσχάτως οι παροτρύνσεις προς τα πανεπιστήμια να συνδέσουν με την παραγωγή τα αποτελέσματα της πληθώρας των επιχορηγούμενων ερευνητικών έργων που διεξάγουν. Αυτή είναι μια σωστή παρότρυνση. Πως όμως συνδυάζεται με την πρακτική της πολιτείας αφ’ ενός να μην έχει χρηματοδοτήσει τα Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας των πανεπιστημίων από δεκαπενταετίας και αφ’ ετέρου τώρα, που το ΕΠΑνΕΚ/ΕΤΑΚ 2014-2020 προβλέπει μόνο 15 εκ.€ για την εφ’ άπαξ και μόνο χρηματοδότηση τους, να έχουμε φθάσει στα μέσα του 2021 και η δράση να έχει μόλις προκηρυχτεί!
Μετά τη διεξοδική ανάλυση όλων των πτυχών του θέματος με γνώμονα την ωφέλεια τόσο της λειτουργίας του κράτους όσο και την αποκομιδή οικονομικών ωφελημάτων από τη διεξαγωγή έργων ΕΤΑΚ για τη χώρα, μπορεί να στοιχειοθετηθούν οι ακόλουθες προτάσεις:
Πρόταση πρώτη
Τα πανεπιστήμια να διχοτομηθούν διοικητικά και το ερευνητικό/αναπτυξιακό κομμάτι τους να υπαχθεί (ή να υπαχθεί εκ παραλλήλου) σε ένα ή περισσότερα ενδιαφερόμενα υπουργεία ( πχ. Υπουργείο Ανάπτυξης/Υφυπουργείο Έρευνας και Καινοτομίας, Υπουργείο Οικονομικών, Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, Υπουργείο Υγείας, Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας κα.). Το Υπ. Παιδείας σήμερα δεν έχει καν Διεύθυνση σύνδεσης των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των πανεπιστημίων με τις ανάγκες της παραγωγής, ούτε έμπειρα στελέχη και δε διεκδικεί (εδώ και 15 χρόνια) από τον τακτικό προϋπολογισμό και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων τις αναγκαίες πιστώσεις για τη λειτουργία των πανεπιστημίων, που έχουν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία και ερευνητικό και αναπτυξιακό σκοπό. Δεν τις αναζητά δε ούτε από υπάρχουσες πηγές της Ε.Ε. στα πλαίσια του ΕΣΠΑ 2021-2027, ούτε από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως κάνει το Υφυπουργείο Έρευνας και Καινοτομίας για τα ερευνητικά κέντρα, ούτε μέσω δανείων όπως γίνεται για τα ερευνητικά κέντρα.
Μια τέτοια ρύθμιση, που αποτελεί πραγματική διοικητική καινοτομία, θα διευκόλυνε και θα αναβάθμιζε τη λειτουργία του κράτους με πολύ μικρό κόστος. Πχ. το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) του ΕΜΠ θα ήταν ευτυχισμένο στην αγκαλιά του Υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης αντί του Υπ. Παιδείας που το αγνοεί τελείως, παρόλο που είναι πασίγνωστο στην Ευρώπη! Επίσης, το Υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας θα είχε άνετη πρόσβαση στις υπηρεσίες της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ ιδιαίτερα χρήσιμες για τη σωστή εκπροσώπηση της χώρας στον IMO του ΟΗΕ και υπάρχουν εκατοντάδες άλλα τέτοια παραδείγματα.
Πρόταση δεύτερη
Εναλλακτικά, τα πανεπιστήμια αφού απογράψουν τις ύψους δεκάδων δις € υποδομές τους, που καλύπτουν εκπαιδευτικούς, ερευνητικούς και αναπτυξιακούς σκοπούς, να προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλούμενα αδυναμία λειτουργίας κατά το Σύνταγμα και τη νομοθεσία με το εξής σκεπτικό έγκριτου νομικού:
«Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος εγκαθιδρύεται συνταγματική υποχρέωση (και αντίστοιχο δικαίωμα των ΑΕΙ) όχι μόνο για την επαρκή χρηματοδότηση τους, αλλά και για την πλήρη υλικοτεχνική υποστήριξη και στελέχωση τους, ώστε να διασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη και προαγωγή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της συμμετοχής τους στην ανάπτυξη της χώρας. Παράλειψη της ανωτέρω υποχρέωσης παραβιάζει το Σύνταγμα και δίνει την δυνατότητα σε όποιον έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της παράλειψης στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα αρμόδια κατά περίπτωση διοικητικά δικαστήρια».
Πρόταση Τρίτη
Η σημαντικότερη πρόταση προς την κυβέρνηση είναι τόσο απλή ώστε να είναι δυσνόητη σε ένα σύστημα που έχει από δεκαετίες μάθει να δουλεύει κατ’ απομίμηση των επιτυχημένων πρακτικών άλλων κρατών της Ε.Ε. σε θέματα ΕΤΑΚ, έστω και εάν εκ του αποτελέσματος η μέθοδος αυτή ουδόλως προήγαγε ποτέ την Ελληνική οικονομία. Κατά την άποψη μου το πρόβλημα πρέπει να μπει σε καλούπι «επιχειρηματικού σχεδίου» με σαφώς καθορισμένους (οικονομικούς) στόχους, το οποίο να λαμβάνει υπόψη ότι οι ενδιαφερόμενοι (stakeholders) είναι οι Έλληνες φορολογούμενοι και όχι μικρές ομάδες εργασιακά τακτοποιημένων πολιτών. Το επιχειρηματικό σχέδιο πρέπει να λαμβάνει υπόψη όσα στοιχεία αναφέρθηκαν μέχρι τώρα που σε μεγάλο βαθμό εκφράζονται επιγραμματικά και μετά λόγου γνώσεως από επί δεκαετίες πρώην διευθυντικό στέλεχος της ΓΓΕΚ:
«Η αμιγώς εθνική χρηματοδότηση της ΕΤΑΚ είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και περιορίζεται στις χρηματοδοτήσεις (κυρίως μισθοδοσία) του Τακτικού Προϋπολογισμού. Η υποστήριξη όμως της έρευνας με εθνικά κονδύλια και εθνικές δράσεις είναι απαραίτητη καθώς το διαχειριστικό περιβάλλον των διαρθρωτικών προγραμμάτων είναι ιδιαίτερα γραφειοκρατικό και χρονοβόρο για τη γρήγορη υποστήριξη και διεκπεραίωση πολύπλοκων δράσεων. Μόνο με εθνικούς πόρους, ευέλικτες διαδικασίες και εξατομικευμένες παρεμβάσεις μπορούν να υποστηριχθούν καινοτόμες δράσεις με άμεσα αποτελέσματα».
Σχετικά και σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από το ΕΡΕΥΝΩ-ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ-ΚΑΙΝΟΤΟΜΩ, που είναι το μεγαλύτερο πρόγραμμα του ΕΠΑνΕΚ/ΕΤΑΚ 2014-2020 με προϋπολογισμό 546 εκ.€, μέχρι τις 14.4.2021 είχε διατεθεί σε όλους δικαιούχους δημόσια δαπάνη ύψους μόνο 210 εκ.€! Εάν τώρα ο ιδιωτικός τομέας συνέχισε να παίρνει μόνο το 19% της πίτας, δηλαδή 39,9 εκ.€ από τα οποία η πολιτεία διέθεσε μόνο 7,98 εκ. από το 2014, η απόδοση του συστήματος ως προς την ωφέλεια της οικονομίας είναι πραγματικά δυσδιάκριτη! Πολύς δηλαδή θόρυβος για το οικονομικό τίποτα!
Συνεπώς πράγματι απαιτείται νέο επιχειρηματικό σχέδιο, το οποίο όμως προφανώς και δε μπορεί να περιλαμβάνει την πλήρη απαξίωση του κυριότερου, μοναδικού θα έλεγα, αναπτυξιακού εργαλείου (asset) που έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση σε θέματα ΕΤΑΚ, που είναι τα στελέχη και οι αναπτυξιακές υποδομές των πανεπιστημίων. Φυσικά, κάθε επιχειρηματικό σχέδιο περιλαμβάνει και επενδύσεις. Επί του προκειμένου εάν η πολιτεία δεν αποφασίσει να διαθέσει εξ ιδίων σημαντικά περισσότερα από τα μόνο 200 εκ.€ που διαθέτει τώρα ανά επταετία για ανταποδοτικά έργα ΕΤΑΚ, το επιχειρηματικό σχέδιο θα αποτύχει, όπως ακριβώς έχει συμβεί μέχρι τώρα. Και φυσικά πιστώσεις υπάρχουν, εκεί ακριβώς που βρέθηκαν οι μεγάλες (περίπου 400 εκ.€, τα περισσότερα μέσω εκ νέου δανεισμού) πιστώσεις που η πολιτεία πρόσφατα ήδη διέθεσε και προτίθεται στο μέλλον να επαυξήσει για τη μη ανταποδοτική για την οικονομία (και άρα εκτός επιχειρηματικού σχεδίου) βασική έρευνα.
* Ο Θεόδωρος Λουκάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου Αθηνών