Δεν σας αφορά ή δεν σας αγγίζει ο τίτλος τούτου του ρεπορτάζ; Και όμως. Αν τουλάχιστον πιστέψουμε τον πρόεδρο της Public Issue Γιάννη Μαυρή, που εκπόνησε έρευνα για τον Πολιτισμό για λογαριασμό του Δικτύου Πολιτισμού του Δήμου Αθηναίων (Athens Culture Net) και προς χάρη των 44 φορέων του, από το Μουσείο της Ακρόπολης και το Φεστιβάλ, έως το Εθνικό Θέατρο και την Τεχνόπολη. Καθότι τα συμπεράσματα της πρώτης εδώ και χρόνια και πρωτότυπης, όπως εκτιμήθηκε, έρευνας για τον Πολιτισμό, μπορούν να οδηγήσουν σε γενικότερα συμπεράσματα. Κι ας αφορούσε τους 550.000 κατοίκους της μητροπολιτικής Αθήνας, με ένα δείγμα 1.000 ατόμων άνω των 18 ετών. Και εννοούμε γενικότερα συμπεράσματα για την στάση μας απέναντι στον Πολιτισμό. Ή, ας μου επιτραπεί η έκφραση, για την «χρήση» Πολιτισμού που κάνουμε, όχι μόνον οι Αθηναίοι αλλά και οι Έλληνες γενικότερα. Ως ένα όργανο, μια πλατφόρμα διαπιστώσεων, κατά πώς τη σκιαγράφησε ο κ. Μαυρής και ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης.
Με πρώτο και βασικό συμπέρασμα κάτι γενικό, αλλά και -όπως φαίνεται- πανελλαδικό: «Αν δεν είναι στιγμή take off (σ.σ.: απογείωσης, αν θέλετε) για τον Πολιτισμό, είμαστε κάπου κοντά», όπως το έθεσε ο Γιάννης Μαυρής. Και δη μέσα στην κρίση. Καθώς, όπως ο ίδιος παρατήρησε, επικαλούμενος και αρκετούς ιστορικούς, «υπάρχουν ενδείξεις ότι η κρίση συνδέεται με την πολιτιστική άνθιση». Φέρνοντας ως παράδειγμα και την περίοδο της Κατοχής.
Βασική ένδειξη για τα παραπάνω, από τα συμπεράσματα της έρευνας, ήταν η πιο γενική: πάνω από τα 2/3 των δημοτών (της Αθήνας τουλάχιστον) έχουν εμπλακεί με τον Πολιτισμό τους τελευταίους 12 μήνες και το 65% των ερωτηθέντων έχουν παρακολουθήσει τουλάχιστον μία πολιτιστική εκδήλωση στους 44 φορείς του Δικτύου τον τελευταίο χρόνο. Και μπορεί να μην έχουμε συγκριτικά μεγέθη ή χρονοσειρά δεδομένων σε αυτό το πεδίο σε παλαιότερη ανάλογη έρευνα, αλλά και μόνον αυτό είναι ενθαρρυντικό, δεν είναι; Πόσω μάλλον αν δούμε ότι στις πολύ νέες ηλικίες το κατά μέσον όρο ποσοστό του 65% σκαρφαλώνει στο 83% και έως τα 45 στο 80%. Και κάτι ακόμη, βροντερό, ως συμπέρασμα: «Το 73% των Αθηναίων αγαπά τον Πολιτισμό». Χώρια μία ακόμη σοβαρή ένδειξη εντός οικονομικής κρίσης: Ακόμη και το 62% των ερωτηθέντων ανέργων παρακολούθησε τουλάχιστον μία εκδήλωση τους τελευταίους 12 μήνες.
Και μπορεί να μην αφορά όλη την Ελλάδα ότι «ένας στους δύο κατοίκους της (50%), συμφωνεί με την άποψη ότι η Αθήνα είναι μια πόλη, στην οποία γίνονται σήμερα πολλές ή αρκετές πολιτιστικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες», αλλά δεν έχουμε και αντίστοιχη έρευνα στην περιφέρεια.
Άρα ενδιαφέρον και «χρήση» Πολιτισμού υπάρχει. Οι δύο μεγαλύτερες «φυλές», κατά τον κ. Καμίνη, τα δύο μεγαλύτερα «κοινά» κατά τον κ. Μαυρή, που προέκυψαν από την έρευνα, οι «Δραστήριοι» και «Υπερδραστήριοι» περί τα πολιτιστικά, που αντιπροσωπεύουν συνολικά το 58% (36% και 22% αντιστοίχως) ή τους 6 στους 10 ερωτηθέντες δημότες και είναι άντρες και γυναίκες, ανώτερης μόρφωσης, που διαβάζουν 8-13 βιβλία το χρόνο και βλέπουν 5-12 ταινίες το χρόνο και ενημερώνονται κυρίως από το Διαδίκτυο, δίνουν και πολιτικά συμπεράσματα: οι πιο «πολιτισμένοι» (ας τους πούμε έτσι, ποιητική τη αδεία) πιστεύουν πιο πολύ στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και είναι ιδεολογικά προσκείμενοι στην Αριστερά/Κεντροαριστερά. Στην ερώτηση του «Protagon» προς τον Γιάννη Μαυρή της Public Issue, αν αυτό είναι βασικό συμπέρασμα, ο ίδιος θεώρησε ότι μπορούμε εν προκειμένω να δεχθούμε ότι «οι πολιτικές πεποιθήσεις είναι παράγοντας που επηρεάζει την πολιτιστική συμπεριφορά».
Με δυο λόγια, οι πιο «πολιτισμένοι» (ας μας επιτραπεί, επαναλαμβάνω, ο όρος) είναι οι πιο «αριστερόστροφοι». Αντιθέτως, πιο συντηρητικές και μέσης μόρφωσης, ιδεολογικά προσκείμενες στην Δεξιά/Κεντροδεξιά είναι οι γυναίκες κυρίως στις άλλες δύο «φυλές» ή τα «κοινά» που προέκυψαν από την έρευνα: «Μονοθεματικοί» που έχουν το 16% της πίτας και «Αμέτοχοι» με το 27%, ήτοι εν συνόλω το 43%.
Μια και μιλούσαμε όμως και για το άλλο πιο πολιτικό συμπέρασμα, την πίστη των πιο «δραστήριων» στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, είναι εντυπωσιακό να δούμε τα ποσοστά της έρευνας στις ερωτήσεις μεταξύ… παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Έτσι ενώ στην ερώτηση «πού είναι καλύτερα να στραφούμε περισσότερο;» για το σήμερα οι απαντήσεις είναι 42% «στην ελληνορθόδοξη παράδοση» και 40% «στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής».
Στην ίδια ερώτηση για το μέλλον οι απαντήσεις μένουν σταθερά στο 42% υπέρ της ελληνορθόδοξης παράδοσης, αλλά πέφτουν στο 35% ως προς την καταφυγή στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Για δε την παλαιά διαπίστωση «Η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν» (Κωνσταντίνος Καραμανλής, 12 Ιουνίου 1976) η έρευνα έχει νέα στοιχεία: Ανήκομεν, λοιπόν, και εις την Ανατολήν και εις την Δύσιν, απαντά το 58%. Με το 24% των ερωτηθέντων να επιλέγει το «Μάλλον στη Δύση» και μόλις το 4% το «Μάλλον στην Ανατολή».
Να είναι και αυτό αποτέλεσμα της τάσης των ερωτηθέντων να απαντούν στερεοτυπικά ή πολιτικώς ορθά; Σαν εκείνα τα ποσοστά που και τούτη η έρευνα δίνει στην κλασική μουσική, ήτοι 16%! Με δεύτερη την έντεχνη μουσική με 14, τρίτη την παραδοσιακή (τα δημοτικά) με 12 και τέταρτο το ροκ με 11. Ή στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, τον οποίο «ψήφισαν» 39%, έναντι 26 του ευρωπαϊκού, παρακαλώ, κινηματογράφου και 17 του αμερικανικού.
Και βεβαίως τέθηκαν αυτά τα ερωτήματα για την αξιοπιστία των απαντήσεων επί των ποιοτικών στοιχείων της έρευνας στον Γιάννη Μαυρή. Και βεβαίως παραδέχτηκε κι εκείνος ότι, όπως και στο πρώτο πρώτο γκάλοπ της Ιστορίας, από την εταιρεία του ίδιου του Τζορτζ Χόρας Γκάλοπ στη δεκαετία του ’30, υπάρχει μια τάση στερεοτυπική και πολιτικώς ορθή και το σημαντικότερο είναι η γενική εικόνα και όχι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Έτσι εξηγείται λοιπόν ότι ενώ ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος έχει πολύ μικρά νούμερα στα εισιτήρια, έχει περίοπτη θέση στην έρευνα (αν και, όπως εξηγήθηκε, ένα γενικότερο στοιχείο της έρευνας είναι τα γενικά ποσοστά 43% υπέρ του ελληνικού σινεμά και 45% υπέρ του ξένου), σε αντίθεση με τα αμερικανικά μπλοκμπάστερ που διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος στα εισιτήρια. Βέβαια, δεν είναι κρυφό ότι εκείνοι που κόβουν τα περισσότερα εισιτήρια στο σερί ταινιών με υπερήρωες είναι μάλλον κάτω των 18 ετών και άρα δεν ερωτήθηκαν στην έρευνα.
Επίσης για πρώτη φορά σε έρευνα καταδείχθηκε -με ποσοστό 38%, μάλιστα- ότι ταινίες βλέπουν, τουλάχιστον οι Αθηναίοι που ερωτήθηκαν στην έρευνα, μέσω Διαδικτύου. Και εκεί μπορεί να κερδίζουν έδαφος, μέσω YouTube, οι ατάκες και οι προβολές παλιών ελληνικών ταινιών.
Πάντως, σύμφωνα με την ίδια έρευνα υπέρ του Δικτύου Πολιτισμού του Δήμου Αθηναίων -Athens Culture Net (με ιδρυτικό δωρητή το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος- με 10 εκατ. ευρώ, όπως εξήγησε η Μίλυ Πασχάλη, Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος), το Θέατρο εξακολουθεί να είναι ο βασιλιάς των -εκτός σπιτιού- πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Αν μετρήσουμε σε άλλη κατηγορία την ανάγνωση τουλάχιστον ενός βιβλίου τους τελευταίους 12 μήνες, που είναι πρώτη με 79% των απαντήσεων αλλά ενδοοικιακή δραστηριότητα, το Θέατρο διεκδικεί το 56% της εξωοικιακής δραστηριότητας, με τον Κινηματογράφο στο 50 και τις μουσικές εκδηλώσεις στο 48.
Τέλος, η έρευνα της Public Issue, εκτός του ότι καταδεικνύει σαφώς ότι η ενημέρωση για τα πολιτιστικά δρώμενα γίνεται κυρίως πλέον από το Διαδίκτυο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (42%), με την τηλεόραση στη δεύτερη θέση αρκετά παρακάτω (29%). Κάτι που στις νεότερες ηλικίες σπάει ακόμη και το φράγμα του 70%… διαδικτυακώς.
Η ίδια έρευνα προσέφερε και εκπλήξεις, κυρίως ως προς του πρώτους χώρους σε επισκεψιμότητα από τους 44 φορείς που μετέχουν στο Δίκτυο Πολιτισμού του Δήμου Αθηναίων. Το Μουσείο Ακρόπολης είναι πρώτο, με 39% (κάτι στο οποίο συνηγορεί και ο αριθμός εισιτηρίων που κόβει), με δεύτερο το νεόκοπο Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με 26% (αν και ούτε η Εθνική Λυρική Σκηνή, ούτε η Εθνική Βιβλιοθήκη, τις οποίες στεγάζει, δεν είναι στην πρώτη δεκάδα της επισκεψιμότητας). Τρίτη, και εδώ είναι η έκπληξη, έρχεται η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, με 24%. Με την αρνητική έκπληξη για το Φεστιβάλ Αθηνών που καταλαμβάνει την 7η θέση με 14% και το Εθνικό Θέατρο στη 10η με 10%.
Και έτσι, για την ιστορία: Όλα αυτά, και τα ευοίωνα για τον Πολιτισμό μηνύματα και οι εκπλήξεις, ανακοινώθηκαν από το δήμαρχο Αθηναίων σε ευφρόσυνο κλίμα. Κάπου ανάμεσα στην πρόσκτηση του βραβείου για την Αθήνα, ως ανερχόμενου πολιτιστικού προορισμού, στην ανακήρυξή της σε Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου για το 2018 (από τον Απρίλιο) και στο «εγκαίνιο» του χριστουγεννιάτικου δέντρου, υπό την αιγίδα καλλιτεχνών όπως οι σκηνοθέτες Γιάννης Κακλέας και Φρόσω Λύτρα και ο σκηνογράφος Μανόλης Παντελιδάκης. Για να μην ξεχνιόμαστε κιόλας… εορταστικώς.