Άλλαξε τον ρου της μουσικής του 20ου αιώνα -και δεν εννοούμε μόνο της κινηματογραφικής- στον χώρο των soundtracks, καθώς οι καινοτομίες του είναι μέχρι σήμερα εμφανείς και σε χώρους όπως η εναλλακτική ροκ και η ποπ, με μπάντες όπως οι Portishead ή οι Radiohead να του χρωστάνε σχεδόν… τη μισή τους καριέρα.
Ο 89χρονος -και σε λίγες εβδομάδες επισήμως 90χρονος- Μορικόνε μίλησε στην ιταλική Corriere για το τελευταίο του εγχείρημα, μια μεγάλη συναυλία στη Ρώμη με συμμετοχή ορχήστρας και της χορωδίας της Accademia di Santa Cecilia.
Φυσικά και θα ανέβει κι ο ίδιος στο πόντιουμ για να διευθύνει, όπως το κάνει εδώ και πάνω από μισόν αιώνα, μόνο που αυτή τη φορά θα έχει και βοήθεια από τους σπουδαίους ιταλούς συναδέλφους του, Κάρλο Ριτσάρι και Νικόλα Πιοβάνι.
«Ο Νικόλα, ένας εξαιρετικός συνθέτης, θα εκτελέσει ένα κομμάτι που έγραψε για μένα, με τίτλο “Mill’Ennio”. Επίσης θα διευθύνω κομμάτια του Στραβίνσκι και του Πετράσι, συνθετών που με επηρέασαν αφάνταστα», σημειώνει.
Δεν τον πειράζει διόλου, λέει, που θα είναι όρθιος στο βάθρο για σχεδόν δύο ώρες.
«Αλλά αποφάσισα να σταματήσω να συνθέτω soundtracks. Είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία, υπάρχουν πολλές ευθύνες αλλά και πολλοί περιορισμοί, καθώς ως συνθέτης θα πρέπει να ακολουθείς το όραμα του κάθε σκηνοθέτη. Πρόσφατα μάλιστα απέρριψα για τον λόγο αυτό δύο αμερικανικές προτάσεις και άλλη μια από έναν σημαντικό ιταλό σκηνοθέτη», προσθέτει.
«Απλώς θα κάνω μια εξαίρεση για τον Τζουζέπε Τορνατόρε», λέει μειδιώντας για τον ιταλό σκηνοθέτη, τον οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει «γιο του». «Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το 1988 και πλέον καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον… με κλειστά μάτια».
Ο Μορικόνε σπεύδει να ξεκαθαρίσει και την κατάσταση σχετικά με την -φημολογούμενη- κόντρα του με τον σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε.
«Όχι, προς Θεού, γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον από τότε που ήμασταν πιτσιρικάδες. Απλώς αναρωτιέμαι για ποιο λόγο να έχω ταυτιστεί τόσο πολύ με τις επτά ταινίες του Λεόνε για τις οποίες έχω γράψει μουσική κι όχι για τα υπόλοιπα soundtracks της καριέρας μου που είναι πάνω από 500», τονίζει με παράπονο. Kαι ύστερα φέρνει στη μνήμη του περιστατικά από την παιδική του ηλικία, όταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πήγαινε με τον, επίσης μουσικό, πατέρα του κι άκουγε τζαζ σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης ενώ μετά από λίγα χρόνια τον ακολουθούσε στα ίδια μαγαζιά συνοδεύοντας τον με την μικρή του τρομπέτα.
«Δεν μας πλήρωναν τότε με χρήματα, αλλά με τρόφιμα και τσιγάρα. Και καθώς εγώ δεν καπνίζω, ό,τι μου έδιναν, τα ξαναπουλούσα σε ανθρώπους στο δρόμο και πήγαινα τα χρήματα αυτά στο σπίτι», θυμάται.
Όσο για την επιθυμία που έχει πλέον στη ζωή του;
«Θα ήθελα να ζήσω με τη σύζυγό μου για πολύ καιρό ακόμη και να συνεχίσω να συνθέτω μουσική, όχι όμως για τον κινηματογράφο. Αυτή την περίοδο ολοκληρώνω ένα κομμάτι για δύο πιάνα και έγχορδα», καταλήγει.
Ενας ακούραστος «Μαέστρος»
Γεννημένος στις 10 Νοεμβρίου του 1928 στο Τραστέβερε, ο Ένιο Μορικόνε έχει γράψει μουσική για περισσότερες από 500 ταινίες –εκ των οποίων οι 60 βραβευμένες με Οσκαρ ή άλλες διακρίσεις- καθώς και περισσότερα από 100 έργα σύγχρονης κλασσικής μουσικής.
Ο Μορικόνε έγινε παγκοσμίως γνωστός την δεκαετία του 1960 συνθέτοντας μουσική για τα λεγόμενα γουέστερν-σπαγγέτι από ιταλούς σκηνοθέτες, με αποκορύφωμα την επική «Τριλογία των Δολαρίων» του Σέρτζιο Λεόνε (Για Μια Χούφτα Δολάρια, Μονομαχία στο Ελ Πάσο και Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, διακρίθηκε στο Χόλιγουντ, συνθέτοντας μουσική για αμερικανούς σκηνοθέτες, όπως ο Τζον Κάρπεντερ, Μπράιν ντε Πάλμα, Μπάρι Λέβινσον, Μάικ Νίκολς και Όλιβερ Στόουν. Είχε προταθεί για πέντε Όσκαρ την περίοδο 1979-2001, αλλά δεν πήρε κανένα κι έπρεπε να φτάσουμε στο 2016, στα 88 του, προκειμένου να πάρει το αγαλματάκι σπίτι του για τη μουσική του στην ταινία «Μισητοί 8» του Κουέντιν Ταραντίνο.
Προηγουμένως βέβαια, το 2007 είχε παραλάβει τιμητικό Όσκαρ «για την μαγευτική και πολυπρόσωπη συνεισφορά του στην τέχνη της μουσικής για ταινίες».
Ο Μορικόνε έχει κερδίσει επίσης τρία βραβεία Γκράμι, τρεις Χρυσές Σφαίρες, έξι BAFTA, δύο Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και ένα τιμητικό Χρυσό Λέοντα.