Την Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου, στον εκρηκτικό, όπως αποκαλύπτεται, απόηχο της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν επισκέφθηκε αναπάντεχα τη Συρία, στο πλαίσιο μιας αστραπιαίας περιοδείας του στην ευρύτερη περιοχή, πραγματοποιώντας επίσης στάσεις στην Τουρκία και στην Αίγυπτο.
Στο Κάιρο, ο Πούτιν ανακοίνωσε την επανέναρξη των απευθείας εμπορικών πτήσεων από τη Ρωσία προς την Αίγυπτο (όχι καλό νέο για τον ελληνικό τουρισμό…), για πρώτη φορά μετά την τρομοκρατική επίθεση σε ρωσικό αεροσκάφος το 2015 που κόστισε τη ζωή σε 224 ανθρώπους. Οι συζητήσεις με τον πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι επικεντρώθηκαν και στην υπογραφή ενός συμβολαίου ύψους 30 δισ. δολαρίων για την κατασκευή από τους Ρώσους ενός πυρηνικού εργοστασίου παραγωγής ενέργειας αλλά και στην ενδεχόμενη σύναψη συμφωνίας για χρήση των αιγυπτιακών βάσεων από τη ρωσική πολεμική αεροπορία. Και στο μυαλό των Ρώσων, σίγουρα, η Αίγυπτος θα μπορούσε να αποτελέσει την πύλη του Κρεμλίνου στα εν δυνάμει τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην Άγκυρα, συναντήθηκε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για όγδοη φορά φέτος, γεγονός που αποδεικνύει με ξεκάθαρο τρόπο τη σημαντική βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, έπειτα από τη δολοφονία του ρώσου πρεσβευτή στην Τουρκία πέρυσι τον Δεκέμβριο και την κατάρριψη ενός ρωσικού καταδιωκτικού από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πριν από μια διετία. Σύμφωνα με την Washington Post, o Ερντογάν κατέληξε να αποδεχτεί την επικράτηση των Ρώσων στη Συρία ενώ τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής διακατέχονται, τουλάχιστον προς το παρόν, από την οργή τους για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Όσον αφορά την εμπόλεμη Συρία, κατά την πρώτη του επίσκεψη στη χώρα από τότε που έδωσε εντολή για στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο, ο Πούτιν συναντήθηκε με τον Μπασάρ αλ Άσαντ, κήρυξε την νίκη κατά του Ισλαμικού Κράτους και ανακοίνωσε την επικείμενη αποχώρηση «σημαντικού μέρους» των ρωσικών δυνάμεων που επιχειρούν εκεί.
Οπότε η παρούσα στιγμή μοιάζει να είναι η ιδανική για να κεφαλοποιήσει η Ρωσία -προς όφελος της φυσικά- την επιτυχία της εμπλοκής της στη Συρία. Ακόμα και παραβλέποντας τον συνολικό αριθμό των αμάχων που σκοτώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς.
Την περίοδο που η Ρωσία ανέλαβε ενεργό ρόλο στον συριακό εμφύλιο, αρκετοί ειδικοί και αναλυτές έσπευσαν να δηλώσουν πως ο Πούτιν θα αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα. Δύο χρόνια μετά, ο ρώσος ηγέτης απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο πως η Ρωσία στέκεται στο πλευρό των συμμάχων της όποτε χρειαστεί. Αλλά και ότι είναι σε θέση να ασκεί σημαντική επιρροή και πέρα από την Ανατολική Ευρώπη. «Καθώς η Αμερική αποποιήθηκε τον παραδοσιακό της ρόλο στη Μέση Ανατολή, η Ρωσία διεύρυνε τον δικό της, προβαίνοντας σε μια επιδεικτική επίδειξη καταπολέμησης των ισλαμιστών τρομοκρατών εκ μέρους μιας απρόθυμης δυτικής χριστιανοσύνης», επισημαίνεται χαρακτηριστικά σε πρόσφατο κείμενο του Atlantic.
Από την άλλη πλευρά, δύο διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις αποπειράθηκαν να εφαρμόσουν μια συνεκτική και ρεαλιστική πολιτική όσον αφορά τη Μέση Ανατολή. Δίχως, ωστόσο, επιτυχία. Σχολιαστές όλων των παρατάξεων επικρίνουν έντονα τον Μπαράκ Ομπάμα για την επιλογή του να εναντιωθεί στους άραβες ηγέτες που ήταν παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ πριν από τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης. Του καταλογίζουν επίσης ότι έκανε ελάχιστα για την απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία. «Η κυβέρνηση Ομπάμα, εξαιτίας της αδιαφορίας της, δημιούργησε πολλές ευκαιρίες για τη Ρωσία», επισήμανε ο Πολ Σάλεμ από το Middle East Institute της Ουάσινγκτον, μιλώντας στο Today’s WorldView. «Και με την τωρινή κυβέρνηση, με έναν πρόεδρο που πρακτικά είναι φιλορώσος, οι Ρώσοι τα πηγαίνουν ιδιαίτερα καλά», πρόσθεσε.
Όσον αφορά τον Ντόναλντ Τραμπ, προέβη σε μια εντυπωσιακή επίδειξη ισχύος με την πυραυλική επίθεση που εξαπέλυσε τον περασμένο Απρίλιο κατά κυβερνητικής αεροπορικής βάσης στη Συρία με αφορμή την επίθεση με χημικά κατά αμάχων από το καθεστώς Άσαντ. Από τότε, ωστόσο, το ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις στη χώρα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
Περιορίστηκε στην εκτέλεση της τελικής φάσης της εκστρατείας (του Μπαράκ Ομπάμα) κατά του Ισλαμικού Κράτους με τη συμμετοχή αμερικανικών δυνάμεων και στην ανακατάληψη της Ράκα. Ο Τραμπ διέκοψε και την έμμεση αμερικανική στήριξη των αποκαλούμενων «μετριοπαθών» Σύρων ανταρτών που μάχονται κατά του Άσαντ. Και η απόφαση για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ σίγουρα θα επιδεινώσει την εικόνα των ΗΠΑ. Στην Άγκυρα, έχοντας δίπλα του τον Ερντογάν, ο Πούτιν τόνισε πως η κίνηση του Τραμπ «δεν συμβάλει στην διευθέτηση των ζητημάτων στην Μέση Ανατολή, αλλά αντιθέτως επιδεινώνει την ήδη εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην περιοχή».
Δημοσκόπηση του ιδρύματος Pew που πραγματοποιήθηκε φέτος σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής αποκάλυψε ότι το 64% των Ρώσων θεωρούν πως η Ρωσία έχει αυξήσει σημαντικά την επιρροή της όσον αφορά τη διαχείριση των πολλών ανοιχτών ζητημάτων που ταλανίζουν την περιοχή. «Για πολλούς τοπικούς φορείς, η αυξανόμενη παρουσία της Ρωσίας μοιάζει να είναι πιο ελκυστική ως πηγή κάποιας ισορροπίας. Οι ασυνάρτητες ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ απλώς θα επιταχύνουν τον περιορισμό της αμερικανικής επιρροής, ανοίγοντας τον δρόμο για τη Μόσχα», υποστήριξε σε άρθρο του στην φιλοκυβερνητική Daily Sabbah ο τούρκος ακαδημαϊκός Ταλχά Κιοσέ.
«Η Μόσχα έχει μια στρατηγική, την πραγματοποιεί μέσα από καλά εκτιμημένες πολιτικές που τις εφαρμόζει την κατάλληλη στιγμή, ενισχύοντας με επιτυχία τη θέση της, όχι μόνο σε σχέση με το Ιράν αλλά και με τους συμμάχους μας και σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή», γράφει ο Στίβεν Μπαν του συντηρητικού American Foreign Policy Council. Αντιθέτως «η εμπλοκή των ΗΠΑ υποβαθμίστηκε, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια σειρά από σπασμωδικές και τακτικές κινήσεις […] ακόμη και καθώς αδυνατούμε να αντιμετωπίσουμε τις πραγματικές απειλές για τη θέση μας και την επιρροή», κατέληξε.