Σε εκδήλωση του Γαλλικού Ινστιτούτου τον Αύγουστο | Facebook Institute Francais
Επικαιρότητα

Ενας Γάλλος στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη

Ο Ολιβιέ Ντεκότ, τέως διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, έλειψε μόλις τέσσερις μήνες από την Ελλάδα, αφού τώρα επιστρέφει ως διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη. Ναι, είναι ο διάδοχος του σπουδαίου Αγγελου Δεληβορριά
Μαρία Αναστασιάδου

Λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι της Παρασκευής, έφτασε στα δημοσιογραφικά γραφεία η ανακοίνωση που περιμέναμε από την προηγούμενη Δευτέρα: Η Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη επέλεξε για διάδοχο του Αγγελου Δεληβορριά στη διεύθυνση του μουσείου τον Ολιβιέ Ντεκότ. Αναφέρει η σχετική ανακοίνωση που υπογράφει η πρόεδρος Αιμιλία Γερουλάνου: «Εκ μέρους της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη, έχω τη χαρά να ανακοινώσω το διορισμό του κυρίου Olivier Descotes (Ολιβιέ Ντεκότ), υπευθύνου καλλιτεχνικής δημιουργίας του γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού και Επικοινωνίας, στη θέση του Διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη. Η συνεργασία αυτή, που θα ξεκινήσει την 1η Μαρτίου 2016, είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που διήρκεσε σχεδόν ένα χρόνο, και η οποία προσέλκυσε 82 υποψηφιότητες, Ελλήνων και ξένων. Έχοντας εξασφαλίσει την αφιλοκερδή συνεργασία της Egon Zehnder, της πιο αποδεκτής εταιρείας διεθνώς για την αναζήτηση εξειδικευμένων στελεχών, στόχος όλων μας ήταν η επιλογή του νέου Διευθυντή να γίνει με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα και με αποδεκτά από όλους κριτήρια, ώστε να βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο που θα αναλάβει τη διεύθυνση του Μουσείου σε μια δύσκολη μεταβατική περίοδο, το πρόσωπο που θα διασφαλίσει τη μελλοντική πορεία και ανάπτυξή του».

Ολιβιέ Ντεκότ, ο νέος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη

Η επιλογή ήταν ομόφωνη και ελήφθη με στόχο την ενδυνάμωση και εξωστρέφεια του μουσείου. «Είναι πεποίθηση όλων ότι θα διαδεχτεί τον Άγγελο Δεληβορριά με τον καλύτερο τρόπο, παρά τις αντίξοες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η χώρα μας εδώ και αρκετό καιρό. Και είναι πεποίθηση όλων ότι ανάληψη εκ μέρους του της διεύθυνσης του Μουσείου θα αποφέρει πολύτιμους καρπούς» προσθέτει η κυρία Γερουλάνου, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται στη μοναδική συμβολή του κ Δεληβορριά στην καθιέρωση του μουσειου.

Ο ίδιος ο κ. Ντεκότ δηλώνει: «Είναι μεγάλη τιμή για εμένα να αναλάβω τη διεύθυνση ενός μουσείου τόσο προβεβλημένου όσο το Μουσείο Μπενάκη και οφείλω ευγνωμοσύνη στη Διοικητική Επιτροπή που επέλεξε έναν Γάλλο να αναλάβει τη διεύθυνση αυτού του εθνικού θησαυρού. Το Μουσείο Μπενάκη διαθέτει εκπληκτικό καλλιτεχνικό και ανθρώπινο πλούτο. Είμαι πεπεισμένος ότι διαθέτει σημαντικές προοπτικές, που θα επιτρέψουν την ανάπτυξή του τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός των συνόρων της, ώστε να καταστεί πρεσβευτής κάθε πτυχής τόσο της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής της Ελλάδας».

Ποιος είναι ο διάδοχος του Αγγελου Δεληβοριά

Ποιος είναι ο 40χρονος εύσωμος μελαχρινός άνδρας που αλλάζει στέκι, κι από την οδό Σίνα πλέον κατηφορίζει στην καρδιά του Κολωνακίου, στην οδό Κουμπάρη και στην καρδιά του πιο δραστήριου ελληνικού μουσείου (με μια μικρή στάση λίγων μηνών στο Παρίσι); Δεν είναι άλλος από τον νέο διευθυντή του, τον κ. Ντεκότ, ο οποίος έρχεται να διαδεχθεί, τον Άγγελο Δεληβορριά, τον άνθρωπο που έδωσε νέα πνοή στο Ιδρυμα και από ένα μουσειακό χώρο, που φιλοξενούσε την συλλογή ενός ιδιώτη το μετέτρεψε σε έναν εν εξελίξει οργανισμό που λειτουργεί ως πόλος έλξης για όλες τις ηλιακές ομάδες και σχεδόν κάθε πολιτιστική έκφανση.

Είναι άραγε αυτός ο ευγενικός λάτρης της Ελλάδας και του πολιτισμού της, ικανός να διαδεχθεί έναν από τους πιο πετυχημένους διευθυντές ελληνικού μουσείου – αν όχι τον πιο επιτυχημένο – που κατάφερε να φτάσει το Μπενάκη στην κορυφή χάρη όχι μόνο στο βάθος των γνώσεων του και στο προσωπικό του όραμα, αλλά και στη χαρισματική του προσωπικότητα; Διότι ήταν κοινό μυστικό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι δεν ήταν τόσο δύσκολο να βρεθεί ο διάδοχος του κ. Δεληβορριά σε επίπεδο τυπικών προσόντων, όσο σε επίπεδο προσωπικότητας. Κι ο ένας χρόνος που χρειάστηκε έως ότου καταλήξουν οι άνθρωποι του μουσείου – η προκήρυξη για τη θέση είχε βγει στον αέρα στις 8 Ιανουαρίου του 2015 – δεν εξέπληξε κανέναν.

Ο Ολιβιέ Ντεκότ σε εκδήλωση του Γαλλικού Ινστιτούτου τον περασμένο Μάιο

Την απάντηση θα την δώσει η Ιστορία. Ωστόσο εκείνοι που αγαπούν τα πολιτιστικά δρώμενα όταν συναντήσουν τον νέο διευθυντή θα διαπιστώσουν ότι πρόκειται για πρόσωπο οικείο, καθώς ο μέχρι πρόσφατα διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου (Σεπτέμβριος 2011 έως καλοκαίρι  2015), ήταν πανταχού παρών: από το Ηρώδειο και τις εγκαταστάσεις του Φεστιβάλ στην οδό Πειραιώς έως τη Λυρική Σκηνή και τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.  Και μέσω του ρόλου του στο Γαλλικό Ινστιτούτο, είχε στηρίξει και ενισχύσει τον ελληνικό σύγχρονο πολιτισμό με κάθε δυνατό τρόπο.

Λάτρης του πολιτισμού, αλλά και έντονα κοινωνικός, δεν έχανε ευκαιρία να παρακολουθήσει τα πολιτιστικά δρώμενα των ελληνικών φορέων. Κι όταν απουσίαζε ήταν επειδή σχεδίαζε ο ίδιος άλλα, αντίστοιχα ή και μεγαλύτερα, καθώς φιλοδοξία του υπήρξε από την προηγούμενη θέση του να γεφυρώσει τις δύο χώρες: την Ελλάδα και τη Γαλλία.

Οι φίλα προσκείμενοι στον 40χρονο κ. Ντεκότ εκτιμούν ότι η τετραετής παρουσία του στο τιμόνι του Γαλλικού Ινστιτούτου επανέφερε στην οδό Σίνα τη χαμένη αίγλη περασμένων δεκαετιών. Οι εχθροί του πάλι υποστηρίζουν ότι με τις επιλογές του έχτιζε προσεκτικά το προφίλ του για να διεκδικήσει μια σημαντική θέση, είτε στη γενέτειρα του, είτε στην Ελλάδα.

Η ευκαιρία λοιπόν ήρθε από την Ελλάδα για τον απόφοιτο της σπουδαίας σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, που πέρασε επίσης  από τη Σορβόννη και από το Κέιμπριτζ για να μελετήσει Ιστορία και Μουσικολογία. Το προφίλ του – νέος, με περγαμηνές, διοικητικές ικανότητες και διεθνές προφίλ – σαφώς είναι κατάλληλο για τη θέση του διευθυντή στο Μουσείο Μπενάκη.

Στο βάθος της φωτογραφίας, στην συγκέντρωση που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο το βράδυ της τρομοκρατικής επίθεσης στο Charlie Hebdo

Η σύνδεσή του με την Ελλάδα δε, την οποία φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να προβάλλει, καθώς δεν παρέλειπε να δηλώνει στις συνεντεύξεις του ότι γνώριζε την ελληνική αλφάβητο από την ηλικία των τεσσάρων ετών και ότι ο παππούς του δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σαφώς έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Όπως και το γεγονός ότι γνωρίζει καλά την ελληνική πραγματικότητα καθώς φρόντισε μόλις ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή στο Γαλλικό Ινστιτούτο να γνωρίσει τους ιθύνοντες σε όλους τους φορείς που είχαν σχέση με τον Πολιτισμό, να προτείνει συνεργασίες, να διοργανώνει γιορτές και να ενημερώνεται για ό,τι συνέβαινε σχετικά με πρόσωπα και πράγματα.

Όλα τούτα δεν είναι λίγα. Είναι όμως κι αρκετά για να διοικήσει κάποιος ένα μουσείο με τα εννέα κτίρια και τις 11 συλλογές (από προϊστορικά αντικείμενα έως έργα προκολομβιανής  και κινεζικής τέχνης) και μάλιστα σε μια εποχή βαθιάς οικονομικής ύφεσης;

Το κλειδί ίσως να μην είναι άλλο από την τόλμη. Διότι τολμηρή είναι η απόφαση της διοικητικής επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη να επιλέξει έναν ξένο για τη θέση του διευθυντή ενός Ιδρύματος που έχει ως πυρήνα του τον ελληνικό πολιτισμό και ως στόχο του την προβολή του και συγχρόνως να γίνει το πρώτο ελληνικό μουσείο με αλλοδαπό διευθυντή ακολουθώντας την τακτική που έχει αρχίσει να καθιερώνεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη κι αν αυτός ο ξένος έχει στενή και μακρόχρονη επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό.

Τολμηρή είναι όμως και η απόφαση του Ολιβιέ Ντεκότ να αναλάβει τη θέση. Όχι λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Το ταμπού άλλωστε αυτό το είχε σπάσει πριν 41 χρόνια το ίδιο το μουσείο όταν ανέθεσε τη διεύθυνση στον τότε 35χρονο Άγγελο Δεληβορριά. Τολμηρή επειδή θα βρεθεί να κυβερνά έναν μουσειακό κολοσσό για τα ελληνικά δεδομένα, ο οποίος όμως όχι μόνο δεν έχει την οικονομική υποστήριξη που ο κ. Ντεκότ λάμβανε από το γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών ως διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου, αλλά αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Κι εκεί θα αποδειχθεί κατά πόσο οι διπλωματικές του ικανότητες θα αποδειχθούν επαρκείς.