Η Ελίζαμπεθ Γουόρεν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών, ξεκινώντας, έτσι, μια προεκλογική εκστρατεία διάρκειας είκοσι μηνών. Δεν είναι η πρώτη που κοινοποίησε τις προθέσεις της, αλλά η 69χρονη γερουσιαστής της Μασαχουσέτης είναι η πιο γνωστή μεταξύ των Δημοκρατικών εν δυνάμει διεκδικητών της αμερικανικής προεδρίας, μετά τους Τζο Μπάιντεν και Μπέρνι Σάντερς, λαμβάνοντας υπόψη ότι θεωρείται απίθανο η Χίλαρι Κλίντον να αποπειραθεί να πάρει το αίμα της πίσω από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Επέλεξε να μιλήσει στα Μέσα ανήμερα την Πρωτοχρονιά, έχοντας στο πλευρό της τον σύζυγό της και τον σκύλο τους, στην αυλή του σπιτιού τους στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης που είχε κατακλυστεί από τις τηλεοπτικές κάμερες και τους ρεπόρτερ. Η Γουόρεν ξεκίνησε τη μάχη της για την κατάκτηση του Λευκού Οίκου με υψηλούς τόνους, δηλώνοντας πως «η Ουάσινγκτον εργάζεται για όποιον έχει χρήματα και μπορεί να εξαγοράσει την πολιτική εξουσία, εγώ μάχομαι ενάντια σε αυτό το σύστημα. Φτάνει πια με τις προεκλογικές εκστρατείες που χρηματοδοτούνται από τους δισεκατομμυριούχους».
Η πιο μακριά προεκλογική εκστρατεία στον κόσμο αναμένεται πως θα εξελιχθεί κατά τη γνωστή διαδικασία. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες σημαντικές αλλαγές, σημειώνει σε κείμενό του ο Φεντερίκο Ραμπίνι, ανταποκριτής της La Repubblica (με συνδρομή) στις ΗΠΑ.
Κατ’ αρχάς πρέπει να συγκεντρωθούν οι πόροι για τη διεξαγωγή της προεκλογικής εκστρατείας – και για όλους όσοι δεν επιθυμούν να λάβουν χρήματα από ζάπλουτους Αμερικανούς είναι απαραίτητη μια οργάνωση ικανή να πολλαπλασιάσει τις μικροδωρεές των υποστηρικτών τους.
Επεται η περιοδεία των υποψηφίων στις αμερικανικές Πολιτείες όπου θα διεξαχθούν (ξεκινώντας από τον Φεβρουάριο του 2020) οι πρώτες προκριματικές εκλογές (primaries) ή οι εκλογικές αναμετρήσεις εντός των τοπικών κομματικών οργανώσεων (caucus) ενώ πριν από τα τηλεοπτικά ντιμπέιτ πρέπει επίσης να κερδίσουν τη στήριξη των πιο επιφανών στελεχών των κομμάτων τους και των διασημοτήτων της αμερικανικής κοινωνίας.
Αλλά ο «κυκλώνας Τραμπ» που σάρωσε την αμερικανική πολιτική άλλαξε πολλούς από τους όρους του παιχνιδιού. Συγκέντρωσε, για παράδειγμα, λιγότερα χρήματα από τη Χίλαρι Κλίντον αλλά κατάφερε να καλύψει το κενό χάρη στην τηλεοπτική δημοτικότητά του. Οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών θα πρέπει επίσης να έχουν κατά νου ότι ο αμερικανός πρόεδρος ανέδειξε τη λατρεία των αουτσάιντερ. Η Ελίζαμπεθ Γουόρεν γνωρίζει πως η μάχη θα είναι σκληρή καθώς έχει ήδη δεχτεί κάποια χτυπήματα εξ αποστάσεως από τον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος την κατηγόρησε ότι εκμεταλλεύτηκε τη μακρινή της καταγωγή από ιθαγενείς Αμερικανούς ώστε να προωθήσει την ακαδημαϊκή καριέρα της, και από τότε την αποκαλεί «Ποκαχόντας». Επιλέγοντας να υποβληθεί σε εξέταση DNA για να αντικρούσει τον Τραμπ, επικρίθηκε έντονα από επιφανή μέλη του έθνους των Τσερόκι.
Στο επίπεδο της πολιτικής η Ελίζαμπεθ Γουόρεν έχει πέραση κυρίως μεταξύ των πιο αριστερών ψηφοφόρων, δεδομένου ότι κατά το παρελθόν πρωτοστάτησε στο κίνημα Occupy Wall Street, υποστηρίζοντας τη θέσπιση αυστηρών κανόνων κατά της τραπεζικής κερδοσκοπίας. Οι θέσεις της για την κοινωνία και την οικονομία την καθιστούν διάδοχο του Μπέρνι Σάντερς, δίχως ωστόσο να είναι η μοναδική. Ταυτόχρονα είναι μια διανοούμενη της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ, ως πρώην καθηγήτρια του Χάρβαρντ, και πολλοί αναλυτές διερωτώνται εάν θα μπορέσει να κερδίσει τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης των πέντε μεσοδυτικών Πολιτειών οι οποίοι, έχοντας ψηφίσει το 2012 τον Μπαράκ Ομπάμα, τέσσερα χρόνια μετά έδωσαν την ψήφο τους στον Ντόναλντ Τραμπ.
Πάντως εντελώς αναπάντεχα, η προοδευτική εφημερίδα της πόλης της, η The Boston Globe, τη χαρακτήρισε «προσωπικότητα που διχάζει τη χώρα», προτρέποντάς τη να μη θέσει υποψηφιότητα. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι μπορεί να ξεχωρίσει στις εσωκομματικές εκλογές των Δημοκρατικών, αποκαλύπτοντας όμως συγχρόνως ότι ελάχιστοι Ρεπουμπλικανοί τη βλέπουν με καλό μάτι.
Μεταξύ των υποψηφιοτήτων που θεωρούνται δεδομένες, πέρα από τη δική της, ξεχωρίζουν εκείνες άλλων δύο γυναικών-μελών της Γερουσίας, της Καμάλα Χάρις από την Καλιφόρνια και της Κέρστεν Τζίλιμπραντ από τη Νέα Υόρκη, αμφότερες προσκείμενες στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών. Υπάρχουν επίσης Αφροαμερικανοί, όπως ο γερουσιαστής Κόρι Μπούκερ από το Νιου Τζέρσι και ενδεχομένως ένας δισεκατομμυριούχος και πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης που ακούει στο όνομα Μάικλ Μπλούμπεργκ.
Λιγότεροι προς το παρόν, είναι οι υποψήφιοι από τις μεσοδυτικές Πολιτείες που θα δώσουν μάχη για να κερδίσουν τις ψήφους που τους έκλεψε ο Τραμπ. Εξαιρώντας την υποψηφιότητα του Τζο Μπάιντεν, απομένουν ο Σέροντ Μπράουν από το Οχάιο και η Εϊμι Κλομπάκερ από τη Μινεσότα.
Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό που απασχολεί τους πάντες είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ: εξαπολύοντας μια επιθετική εκστρατεία κατά του εν ενεργεία προέδρου με στόχο να μετατρέψουν τις εκλογές του 2020 σε ένα άτυπο δημοψήφισμα για τον ίδιο, κινητοποιώντας την ίδια ώρα ομάδες ψηφοφόρων, όπως οι νέοι και οι εθνοτικές μειονότητες, που συνήθως απέχουν από τις κάλπες; Ή διεξάγοντας μια εκστρατεία με θετικό πρόσημο, ακόμα και συμφωνώντας με τον Τραμπ σε ζητήματα όπως ο προστατευτισμός κατά της Κίνας.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως οι επόμενοι είκοσι μήνες θα είναι κάθε άλλο παρά αδιάφοροι σε επίπεδο διακυβέρνησης. Κυρίως γιατί ο αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει να αναμετρηθεί με τα μέλη της Βουλής όπου την πλειοψηφία κατέχουν, από τις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, οι Δημοκρατικοί. Και ότι κανένας δεν αμφιβάλλει πως ο Τραμπ θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αναδειχτεί σε απόλυτο πρωταγωνιστή της προεκλογικής εκστρατείας, ακόμα και στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Η ικανότητά του να τραβά την προσοχή των Μέσων και να καθορίζει την ημερήσια διάταξη της επικαιρότητας εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό του ατού.