Photo: filaki.gr
Έχω μια προκατάληψη σε σχέση με την Καθαρά Δευτέρα. Ανέκαθεν τη θεωρούσα ημέρα με αναρίθμητες υποκρισίες επειδή όμως θέλω να εκσυγχρονιστώ βγάζω σε δημόσια διαβούλευση τις ταπεινές μου απόψεις, ναι κάτι σαν blabla.gov, και να δούμε ποιος έχει δίκιο. Μόνο που θα ξεκινήσω κάπως άσχετα, αλλά αν μείνετε κοντά μου, όπως λένε σχεδόν απελπισμένα στο ραδιόφωνο θα διαπιστώσετε πως το πράγμα ισιώνει, προς το τέλος όμως.
Για να περάσω λοιπόν μαζί τους το βράδυ της Κυριακής και τα ξημερώματα της Καθαράς Δευτέρας με έχουν καλέσει από τον Οκτώβριο. «Έλα να δεις», μου είπαν, «γιατί δεν μπορείς να το φανταστείς». Είναι κάποιοι που δουλεύουν στις γραμμές των Η.Σ.Α.Π. και καθημερινά κάνουν το δρομολόγιο Κηφισσιά-Πειραιάς για να τις ελέγχουν. (Λάθος σας αν νομίσατε ότι θα ασχοληθώ με το πότε τελειώνουν τα έργα και μαζί η ταλαιπωρία σας γιατί η απάντηση μόνο αποφατικά αλλά πολύ έγκυρα, πιστέψτε με, μπορεί να δοθεί. Δηλαδή δεν τελειώνουν την Άνοιξη που είπε κάποιος διευθυντής τους ούτε καν τον Ιούνιο και, ίσως ούτε το Σεπτέμβριο).
Όταν η Ψαραγορά από πάνω θα λειτουργεί, όπως είναι το έθιμο, από την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς συνέχεια μέχρι το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας, να πάω να δω μου είπαν, τι (βρωμό)νερα, με τη μυρωδιά κερασμένη από τους επάνω, θα τρέχουν μέσα στις γραμμές και τους ηλεκτροφόρους αγωγούς. Εγώ πάντως, ευχαρίστησα για την πρόσκληση και από μέσα μου για την πληροφορία. Πλούτισα το φάκελο της Καθαράς Δευτέρας, που έχω ανοίξει από καιρό, με ένα ακόμη στοιχείο. Γιατί θεωρώ ότι αυτή την ημέρα η υποκρισία μας δίνει ρεσιτάλ!
Την ίδια ώρα που σε τρέχουν, για το καλό σου πάντα, να σε προφυλάξουν υποτίθεται, για το τσιγάρο, με τις ζώνες ασφαλείας και αφού έχεις ζήσει μόλις πριν δέκα ημέρες, το εικοσιτετράωρο της χοληστερόλης την Τσικνοπέμπτη, τώρα άλλη μια δοκιμασία ειλικρίνειας και αντοχής στο μάσημα σε περιμένει. Όταν ολόκληρη μια Ψαραγορά μένει εδώ και χρόνια ανοιχτή αυτή την ημέρα πάνω από 15 ώρες συνεχώς, πλημμυρίζοντας το Σύμπαν με τα απόνερά της, την προβάλουν τα κανάλια και τα ραδιόφωνα αυτό σημαίνει ότι μάλλον συμφέρει, ότι υπάρχει ζήτηση και αντίστοιχη κατανάλωση. Άσχετα αν ταυτόχρονα ο αγοραστής πάει σε επικίνδυνη αποστολή. Τον προειδοποιούν γι’ αυτό οι αστυνομεύοντες (έστω και ανεπιτυχώς) την ποιότητα των τροφίμων και οι ενώσεις των καταναλωτών. Κάθε χρόνο λένε για το πόσο μπορείς να την πατήσεις και να ρίξεις μέσα σου τέλεια επικίνδυνη τροφή και γεμάτη χοληστερόλη, τοξίνες φτιαγμένες από μικροοργανισμούς θεριεμένους με τα αμινοξέα των χταποδιών και των καλαμαριών, ταραμά μπογιατισμένο από καινούριους Ντα Βίντσι, μπουκιά και δηλητήριο, αντί για συγχώριο (που μπορεί και να έλθει μετά). Αλλά πού ν’ ακούσεις, γιατί τηρείς όπως λες με ειλικρίνεια(;) το έθιμο (κι άλλα έθιμα κληρονομήσαμε, όπως αυτό τις καλής υποδοχής και της τιμής των ξένων αλλά πώς έτυχε και αυτά τα ξεχάσαμε).
Ούτε ξέρεις από πού έρχονται τα «θαλασσινά», όχι πάντως από το Αιγαίο, και θυμάμαι άλλωστε να έχω διαβάσει μια εφημερίδα της Χίου παραμονές της «γιορτής» αυτής, που έλεγε ότι έχουν αγωνία αν θα έλθει από τον Πειραιά το φορτίο με τα μύδια, στρείδια κλπ οπότε καταλαβαίνετε πόσο «αγνώστου προελέυσεως» είναι όλα αυτά και τρέχα γύρευε το πότε βγήκαν από τη θάλασσα.
Όσο για το γνωστό τεστ κάποιων πανέξυπνων εντύπων «στάξε στον αχινό, στο μύδι και στο στρείδι ένα λεμόνι και δες αν θ’ αντιδράσει» δεν ξέρω πόσοι γυρνούν με ένα λεμόνι στην τσέπη, έστω αυτή την ημέρα του παραλόγου. Που δεχόμαστε ότι και ψάρια κάνει να τρώμε διότι ναι μεν έχουν αίμα αλλά δεν είναι σαν το αίμα των θερμόαιμων θηλαστικών άρα κάνει να τρώμε και τ’ αυγά τους. Μπρικ, χαβιάρια, αυγοτάραχα, ταραμάδες μέσα λοιπόν. Κάτι που θα το επιβεβαίωνε αδίστακτα και ο οποιοσδήποτε Μαθηματικός μια και τα ψαροαυγά είναι γνήσιο υποσύνολο του ψαριού.
Η λαγάνα φυσικά ανήκει κι αυτή στις υποκρισίες της «καθαρής» ημέρας αφού έχει καταντήσει να είναι φτιαγμένη όπως και το καθημερινό ψωμί, γεφυρώνοντας ανεξήγητα τα ασυμβίβαστα: ίδια γεύση (αλλά γιατί άραγε) άλλη τιμή. Ακόμη πιο ζόρικα τα καταφέρνουν όσοι πουλούν και λαγάνα ολικής αλέσεως που υποτίθεται στο αλεύρι ούτε κοσκίνισμα δεν κάνουν και την προσφέρουν σε κάτι απίθανες τιμές.
Οι δήμαρχοι, κι εκείνοι με πολύ αγνά κίνητρα, προσφέρουν «προ-κατ» φιέστες της Καθαράς Δευτέρας με ξεπεσμένους καλλιτέχνες, ίδιας ποιότητας με τα πολυκαιρισμένα ξιδιάρικα τουρσιά του μπακάλη, γιατί τους τρώει ένας καημός να γλεντήσουν και να περνούν καλά οι δημότες τους. Κάτι που δεν σκέπτονται όταν τους τα παίρνουν αλύπητα στα δημοτικά τέλη. Ενώ η προσήλωση στο… έθιμο γίνεται ακόμη μεγαλύτερη την κρίσιμη χρονιά πριν τις εκλογές της τετραετίας. Και δεν θέλει πολύ ψάξιμο για να αποδειχθεί ότι τα βγάζουν πέρα καλά και φθηνά αφού φροντίζουν γι’ αυτό τα φασόλια εισαγωγής και η ρέγκα εισαγωγής και αυτή).
Πλαστικός πια και όχι χάρτινος ο αητός. Ετοιματζίδικος που λέμε, λίγη κλωστή και μια ψωραλέα ουρά ακριβοπληρωμένα βγάζουν τους πατεράδες από πολύ μεγαλύτερες υποχρεώσεις. Αητούς, σύμφωνα πάντα με το έθιμο, πετάμε όλες τις εβδομάδες τις Αποκριάς και όχι δώδεκα με πέντε τη μια και μοναδική Δευτέρα. Και, μην κρυβόμαστε αξία έχει τον αητό να τον φτιάχνουν μαζί πατεράδες (γιατί όχι και μαμάδες;) και παιδιά όλο από την αρχή μόνοι τους. Υπάρχουν ακόμη καλαμιές και στις μεγάλες πόλεις. Εκεί όπου είναι μπαζωμένα ρέματα μένουν επίμονοι μάρτυρες της ασέλγειας οι καλαμιές. Κόβουμε καλάμια, τα σχίζουμε σε λεπτές βέργες, φτιάχνουμε τη «μάνα», σπάγγος, αλευρόκολλα και άφθονες κόλλες χρωματιστές να φτιάξουν τα παιδιά με τη φαντασία τους το συνδυασμό που θέλουν. Τον έτοιμο αητό τον προσφέρει με τα λεφτά του το πατέρας τον άλλο τον φτιάχνει ξοδεύοντας το χρόνο του ο μπαμπάς. Ίνα πληρωθεί και εδώ το γενικώς ρηθέν: «πατέρας γίνεται ο καθένας, μπαμπάς όμως όχι».
Και κλείνω με μια δήλωση της τελευταίας στιγμής. Άκουσα στο ραδιόφωνο τον διασημότερο κατασκευαστή… χαλβά στην πρωτεύουσα, που διαβεβαιώνει ότι η κρίση δεν πείραξε τις πωλήσεις του. Αναμενόμενο. Οι Έλληνες πιστεύω ότι θα γιορτάσουν με λύσσα ειδικά αυτή την Καθαρά Δευτέρα και τα όσα περιέχονται στον εορτασμό της, μικρή εκδίκηση προς τους κακούς, άγουστους, κρυόκ….ς Ευρωπαίους. Ακριβώς όπως τους εκδικούμαστε καταναλώνοντας κοπιωδώς και αχνιστά κοκορέτσια και σπληνάντερα αν και μας το έχουν απαγορεύσει.
Η εκδίκηση είναι ένα φαγητό που εν Ελλάδι τρώγεται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, και το απολαμβάνουν αφρόνως και οι δημόσιοι άνδρες, (όπως καταλάβαμε από την τελευταία ομιλία του Πρωθυπουργού στο Υπουργικό Συμβούλιο) και ο υπόλοιπος λαός. Και τα (ψαρό)νερα να τρέχουν στις γραμμές, αλλά ό,τι δεν βγαίνει στην επιφάνεια το αγνοούμε και όχι μόνο την Καθαρά Δευτέρα. Ή κάνω λάθος;