Κάτι παιδιά παίζουν κάτω από το παράθυρό μου στο πλακόστρωτο, το ένα παλεύει με την αλυσίδα ενός ποδηλάτου, δύο σπρώχνουν με τα πόδια τους κάτι ξερά φύλλα και το τέταρτο, το πιο μικρό, τραγουδά και χορεύει ανεβασμένο σε ένα παγκάκι. Ύστερα από λίγο ανοίγουν τη σιδερένια πόρτα του τριώροφου, η πόρτα κλείνει αφήνοντας έναν απαίσιο θόρυβο και τότε αρχίζει το κυνηγητό, απανωτές πατημασιές λάσπης στη σκάλα, 4 ζευγάρια πόδια πάνω-κάτω πάτωμα-πάτωμα. Ξυπνώ, μάλλον εκνευρισμένη, πέντε παρά είκοσι η ώρα, δεν έχει ακόμη ξημερώσει. Τις νύχτες τα παιδιά κανονικά κοιμούνται σκέφτομαι και αλλάζω πλευρό.
Η εξάχρονη μικρή χορεύτρια μένει μαζί με τα αδέρφια της σε δυο δωμάτια (η κουζίνα εντός) στο ισόγειο του σπιτιού μου. Τα μεγαλύτερα παιδιά, 9, 12 και 16, δεν την παίζουν πολύ και συχνά η μικρή νιώθει μελαγχολία. Της αρέσει πολύ να ζωγραφίζει και για αυτό ξύνει τον κίτρινο σοβά των τοίχων, παίρνει τους μαρκαδόρους της και σχεδιάζει κάτι πολύχρωμες βούλες και πεταλούδες, μπας και οι τοίχοι γίνουν πιο χαρούμενοι και παρδαλοί, σα νηπιαγωγείου.
Δεν πάει σχολείο και φέτος σταμάτησαν και τα άλλα παιδιά. Κανείς μας δεν το πήρε χαμπάρι. Βλέπεις, δουλεύουμε όλη μέρα, μου ’πε ένας συμπαθέστατος γείτονας και εγώ υιοθέτησα αυτή τη δικαιολογία ως την πιο βολική. Μέχρι προχθές το βράδυ μάλιστα, μπορούσα να την ξεστομίζω πανεύκολα γύρω τριγύρω.
Θα ήταν περασμένες 12 το βράδυ της γιορτής μου, όταν είδα για πρώτη φορά τη μητέρα τούτων των παιδιών. Έμπαινε υποβασταζόμενη και μόνη σε ένα βρώμικο ασθενοφόρο που θα τη μετέφερε σε ψυχιατρική κλινική.
Χτύπησα την πόρτα. Η Νίκη είμαι από πάνω, είπα παγωμένα. Μη φοβάστε, συμπλήρωσα αμήχανα.
Ο φόβος είναι μια φυλακή και οι λέξεις απέναντι του κούφιες. Ναι, ξέρω, πολλές φορές πέρασα και εγώ μια δυσκολία, όπως όλοι οι άνθρωποι, αρκετές φορές με επέπληξαν σε περίπτωση λαθους και έχω και εγώ τις προσωπικές μου ιστορίες υγείας. Κάποια Χριστούγεννα βλέπετε παραλίγο να πεθάνω από ένα ιατρικό σφάλμα. Καλά. Καλά.
Η πόρτα άνοιξε και γω μπροστά της έμοιαζα να πειραματίζομαι, άκομψα και άναρχα με την αληθινή δυστυχία. Και τώρα Νίκη, τι;
Πριν δυο εβδομάδες τους έκοψαν το ρεύμα. Ήταν στο όνομα του προηγούμενου ενοικιαστή και είχε μείνει απλήρωτο σχεδόν έναν χρόνο. Κοινόχρηστα, πετρέλαιο απλήρωτα και αυτά. Ένα κορίτσι 12 χρονών μαγειρεύει σε ένα γκαζάκι. Από το δικό μας πετρέλαιο ζεσταίνονται και αυτοί, μας ρώτησαν αν έχουμε λεφτά, άκουσα κάποιον γείτονα να μουρμουρίζει. Ο πατέρας των παιδιών έχει να πατήσει το πόδι του από το Σεπτέμβριο στο σπίτι, έφαγε και 100 ευρώ από την κυρία του τρίτου δήθεν για να αλλάξει ένα πατζούρι και εξαφανίστηκε.
Αυτή η πεταλούδα κανονικά έπρεπε να είναι ροζ αλλά δεν βάφει καλά ο ροζ μαρκαδόρος. Να σου πω το αγαπημένο μου τραγούδι; Έφυγα από το χεράκι του κοριτσιού. Με έκοψε μια και έξω, ενώ κοίταζα από το φως της σκάλας και τις λάμπες του δρόμου τα μάτια του να σκουραίνουν. Τα φαντάστηκα δηλαδή να γίνονται σκούρες θάλασσες.
Στα τραπέζια και τις παρέες λένε πως πάνε πια οι εποχές που όλη η πόλη συζητούσε για τα ρεβεγιόν σε κέντρα, σαλέ ή δρόμους στην Πράγα. Τώρα η φιλήσυχη πλειοψηφία σε άτακτη υποχώρηση σιωπεί και σαπίζει ζαρωμένη και ψαρωμένη χωρίς εορτασμούς μπρος στην τηλεόραση. Και όμως οι δρόμοι (για ακόμη μια φορά μίζεροι και τρισάθλια φωτισμένοι) θα γεμίσουν καλοντυμένους (σύμφωνα με το γούστο του καθενός) ανθρώπους με κουτιά ζαχαροπλαστείου, πολλές οικογένειες θα γιορτάσουν και πάλι γύρω από στρωμένα τραπέζια με ψητό φούρνου, φυσικά με λιγότερο κέφι λόγω των αλλεπάλληλων περικοπών. Εντάξει, τα ακατάσχετα φωτισμένα παράθυρα και μπαλκόνια θα είναι (ευτυχώς) αρκετά περιορισμένα, αλλά και πάλι φαγητά, σαλάτες, γαλακτομπούρεκα και φτερούγες κοτόπουλου θα μείνουν αφάγωτα πάνω σε λερωμένα τραπεζομάντιλα. Και εγώ γκρινιάζω για το 23%, όπως τόσοι και τόσοι.
Στα αλήθεια; Ο κόσμος χαφιεδίζει τις δυστυχίες του άλλου, τις συγκρίνει με τις δικές του, τις προσθαφαιρεί και αν τα δικά του βάσανα βγαίνουν λιγότερα στο μέτρημα, γίνεται γενναιόδωρος και συμπονά. Οι πιο πολλοί δεν έχουν προβληματισμούς, ούτε ανησυχίες. Και ούτε ντροπή που δεν τους λείπουν τα συναισθήματα για τους δίπλα, τους κάτω ή τους απέναντι. Δεν ηθικολογώ.
Και εμένα με ταΐσε η μαμά μου πολλά φρέσκα αυγά, ήμουν καλό παιδί (και ίσως για μερικούς κωλόπαιδο), είχα πάντα ό,τι ήθελα, κάποιοι βεβαίως είχαν περισσότερα από εμένα, αλλά ποτέ δεν μου έλειψε κάτι αληθινά, ούτε δυστύχησα. Άντε, παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά, θα πείτε ίσως δίκαια, δεν σε θέλουν. Τίποτε δεν κερδίζεται ούτε διορθώνεται με σκέτες λέξεις.
Ναι, η αληθινή δυστυχία γράφεται μέσα σε γκαρσονιέρες με κομμένο το φως, στα γόνατα και τα χέρια παιδιών χωρίς ευτυχία. Κανείς δεν κλαίει στα αλήθεια για τους τρελούς και τους δυστυχείς, μονάχα τους φοβάται.
Νίκη, μονολογώ δυνατά, χτυπάς την πόρτα παγωμένη, νιώθεις ντροπή επειδή τόσον καιρό δεν ντράπηκες. Μιλάω σε τρίτο πρόσωπο και έτσι όλο αυτό ακούγεται λιγότερο συντριπτικό σαν να το χτυπάω σε κάποια άλλη.
Άφησα την αποτυχημένη ροζ πεταλούδα, μπήκα σπίτι, άναψα το φως και έβαλα τα κλάματα. Όχι πια από ντροπή. Μόνο από φόβο.
Αυτό το πάγωμα στην ψυχή μου, πόσο θεέ μου με φοβίζει.
Τα χρήματα βρέθηκαν, η ΔΕΗ πληρώθηκε, τα παιδιά παίρνουν καθημερινά συσσίτιο από την εκκλησία της ενορίας μας και ζεσταίνονται από το δικό μας πετρέλαιο.