Μία στις πέντε επιχειρήσεις, σήμερα, απασχολεί αδήλωτους εργάτες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των δειγματοληπτικών ελέγχων που έγιναν πρόσφατα από το Υπουργείο Εργασίας, το 18.6% των ελληνικών επιχειρήσεων επιβάλλει ανασφάλιστη απασχόληση σε πλήθος εργαζομένων. Πρωτοστατούν στην εισφοροδιαφυγή οι λεγόμενες «επιχειρήσεις φασόν», οι καφετέριες και τα εστιατόρια, τα πρατήρια βενζίνης, τα κομμωτήρια και οι υπηρεσίες ασφαλείας.
Το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας έχει προχωρήσει στην επιβολή προστίμων που το τελευταίο δωδεκάμηνο ανέρχονται σε 68,4 εκατομμυρία ευρώ. Η επιβολή αυτού του δυσθεώρητου ποσού δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να εισπραχθεί άμεσα και σίγουρα δεν φαίνεται να μπορεί να αναχαιτίσει το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας.
Οι απόψεις για τα αίτια της ευδοκίμησης της αδήλωτης εργασίας στη χώρα μας ποικίλουν. Πέραν όμως των γνωστών θεωριών περί των «αρετών» της φυλής μας (φοροδιαφυγή, ιδιοτέλεια, παραβατικότητα, κ.λπ.) υπάρχει κι ένας λόγος που νομίζω ότι είναι άμεσα συναφής, αλλά ελάχιστα αναφέρεται: η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση σε κρατήσεις επί του μισθού κάθε εργαζόμενου.
Σε κανένα από τα κράτη του ΟΟΣΑ, ένας μισθός δεν αποδεκατίζεται όπως στην Ελλάδα. Οι μελέτες για το 2013, δείχνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις οι κρατήσεις ανέρχονται σε 44.5%.
Aπό τα 31.500 ευρώ, λόγου χάριν, που κοστίζει σε μια επιχείρηση ένας εργαζόμενος, ο φορολογούμενος λαμβάνει μόλις 17.500 ευρώ. Από τα 14.000 ευρώ των κρατήσεων, τα 4.000 είναι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου, τα περίπου 7.000 είναι οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη, και τα υπόλοιπα φόροι.
Η κατάσταση ως έχει δεν οδηγεί ούτε στην αύξηση των κρατικών εσόδων, ούτε στην προστασία των εργαζομένων από την ασυδοσία κάποιων επιχειρηματιών. Όσο το σύστημα εισφοροπρακτικής πολιτικής παραμένει ελλιπές ή στρεβλό, η εργασία για πολλούς συμπολίτες μας θα εξακολουθήσει να είναι μαύρη.