Η Αποκριά καθιερώθηκε από την Εκκλησία προς τα τέλη του 6ου αιώνα.
Ονομάστηκε έτσι, επειδή τη περίοδο αυτή, συνηθίζεται να μην τρώνε κρέας οι Χριστιανοί, δηλαδή «να απέχουν από κρέας». Λέγεται επίσης Απόκριες, Απόκρεω, της Τυροφάγου, γιατί την εβδομάδα αυτή τρώνε μόνο γαλακτοκομικά και όχι κρέας, για να προετοιμαστούν σιγά – σιγά για τη νηστεία της Σαρακοστής. Ανάλογη με την ελληνική λέξη Αποκριά είναι και η λατινική λέξη Καρναβάλι (Carneval, carnavale, από τις λέξεις Carne, δηλαδή κρέας και Vale, δηλαδή περνάει).
Μασκαράς: Η ιταλική λέξη maschera σημαίνει «προσωπείο». Το maschera παράγεται από το masca, το οποίο ακόμα και σήμερα στη διάλεκτο του Piemonte προσδιορίζει τη μάγισσα. Το υστερολατινικό masca παράγεται από το αραβικό maskara (γελωτοποιός). Kατά άλλους, το maskara παράγεται από το ρήμα «σόχρ» (κοροϊδεύω, ξεγελάω, αστειεύομαι).
Μόνο οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουν τις Απόκριες.
Από παλιά η Καθαρά Δευτέρα, πέρασε στη συνείδηση του λαού, ως μέρα καθαρμού. Οι βυζαντινοί, την Καθαροδευτέρα την ονόμαζαν Απόθεση -Απόδοση, τελώντας δρώμενα. Στην Κωνσταντινούπολη γιορταζόταν από κόσμο που συνέρεε σε έναν από τους επτά λόφους της πόλης και ειδικά σε εκείνον το λόφο που υπήρχε ο ελληνικός οικισμός των «Ταταούλων».
Χαρακτηριστικό είναι ότι στα τούρκικα η γιορτή ονομάζεται «Μπακλά χουράν» από τη λέξη «μπακλά», που σημαίνει κουκιά.
Το πέταγμα του αετού, είναι ένα έθιμο μεταγενέστερο και προέρχεται, πιθανότατα, από την Κίνα.
Κούλουμα ονομάζεται η καθαροδευτεριάτικη έξοδος στην εξοχή και το πέταγμα του αετού. Για την ετυμολογία της λέξης «κούλουμα» υπάρχουν πολλές εκδοχές. Κατά τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, η λέξη προέρχεται από το λατινικό Cumulus (κόλουμους) που σημαίνει σωρός, αφθονία αλλά και το τέλος. Εκφράζει, δηλαδή, το τέλος, τον επίλογο της Απόκριας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, προέρχεται από μια άλλη λατινική λέξη, τη λέξη «κόλουμνα» δηλαδή «κολώνα». Κι αυτό επειδή το πρώτο γλέντι της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα, έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Τα Αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξίδι είναι μια παράδοση που ξεκινά για τους κατοίκους της ναυτικής πολιτείας πολύ πριν το 1800, πολύ παλιότερα «από την εποχή των καραβιών», όπως αναφέρει ο Ευθύμιος Γουργουρής στο βιβλίο του «Το Γαλαξίδι στον καιρό των Καραβιών». Η ιδέα για την καθιέρωση του αλευρομουτζουρώματος ήρθε από τους ναυτικούς που ταξίδευαν στη Σικελία και είχαν δει εκεί ανάλογα έθιμα σε χωριά της περιοχής. Κατ’ άλλους, τα αλευρομουτζουρώματα έχουν τις ρίζες τους στο Βυζάντιο, από τους γελωτοποιούς στον Ιππόδρομο, που ζωγράφιζαν τα πρόσωπά τους.
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι χριστιανική χρονική περίοδος νηστείας, η αρχαιότερη από τις μεγάλες νηστείες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα. Αρχικά διαρκούσε έξι εβδομάδες, ενώ αργότερα προστέθηκε και η έβδομη εβδομάδα. Ονομάζεται «Σαρακοστή» γιατί περιλαμβάνει σαράντα ημέρες νηστείας. Ο χαρακτηρισμός «Μεγάλη» δεν δίνεται για τη μεγάλη διάρκειά της, αλλά για τη σημασία της, εις ανάμνηση των Παθών του Χριστού.
Χαρακτηριστική η ελληνική, ερωτηματική, δημώδης έκφραση: «Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;». Βέβαια, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αναφέρεται σκωπτικά για πρόσωπα που αρέσκονται να παίρνουν μέρος σε κάθε συμβάν, που, ταυτόχρονα, «μπορεί να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν».
Καλή Σαρακοστή, λοιπόν. Με νηστεία και προσευχή. Εντάξει, και έρωτα
Πηγές
– Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τ.3ος, σ.264
– Γεώργιος Μέγας – Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003)