Η Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011, θα μείνει στο μυαλό μας για πολλούς λόγους.
Για τον τρόπο θανάτου του Καντάφι και για το χρυσό σαρανταπεντάρι του. Για τον αποχαιρετισμό στα όπλα, από την ΕΤΑ. Για το «ναι» της Βάσως Παπανδρέου. Για το μεγαλειώδες συλλαλητήριο. Για το ότι υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με 154 ψήφους υπέρ και 144 κατά, το πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης. Για το «όχι» που είπε η Λούκα Κατσέλη, η οποία δεν ψήφισε το άρθρο 37 και διεγράφη από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., δια χειρός Πρωθυπουργού. Για το ότι είδε το φως της δημοσιότητας η επιστολή Λαγκάρντ, ενώ είχαν προηγηθεί οι ερμηνείες στα «ομερτά» και «τσάμπα μάγκας», από Τσίπρα και Βενιζέλο, αντίστοιχα. Για την ομιλία Παπαρήγα. Για το ότι εξετάζεται νέα Σύνοδος Κορυφής, για την προσεχή Τετάρτη
Νωρίτερα, την ίδια πάντα ημέρα, κυριάρχησαν οι μάχες, σώμα με σώμα, μεταξύ διαδηλωτών. Τα επεισόδια ξεκίνησαν όταν ομάδες που ανέβαιναν από την Καραγιώργη Σερβίας, με πέτρες κι άλλα «πολεμοφόδια», επιτέθηκαν στις αλυσίδες περιφρούρησης του ΠΑΜΕ που κρατούσαν, μέχρι εκείνη των ώρα, τη «ζώνη» της λεωφόρου Αμαλίας, μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Ανάμεσα στους άγνωστους διαδηλωτές και πολλοί άγνωστοι άνθρωποι που συμμετείχαν στο συλλαλητήριο και είχαν ανακατευθεί με ομάδες γνωστών-αγνώστων κουκουλοφόρων, οι οποίοι άρχισαν να συγκρούονται με την περιφρούρηση, πετώντας «βροχή» από πέτρες, ξύλα και πολύ μάρμαρο. Το οποίο είναι γνωστό ότι, στη χώρα που γέννησε τον Πολιτισμό, κακιά σκουριά δεν πιάνει.
Όλα τα παραπάνω τα παρέθεσα δίχως καμία διάθεση απαρίθμησης και χωρίς καμία αξιολογική σειρά, όλα έχουν την ιστορία τους, τη σημασία τους.
Έπειτα από 14 συνεχόμενες ώρες μέσα σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ο επαγγελματίας δημοσιογράφος μέσα μου, με όλα αυτά πανηγύριζε, εξαιρώντας τις συγκρούσεις, «είμαι εδώ για να σας περιγράψω όλα όσα συμβαίνουν έξω και μέσα στη Βουλή», ενώ ο άνθρωπος μέσα μου ακόμα ψάχνει μέρος για να κρυφτεί από ντροπή.
Αυτό μου συμβαίνει από την ώρα που είδα και άκουσα τις κλαγγές των αντικρουόμενων μαζών που συγκρούονταν με λύσσα για να κερδίσουν λίγα μέτρα από την πλατεία. Αισθάνομαι, το γράφω και πάλι, ντροπή από το χρονικό σημείο που διέκρινα το έκδηλο μίσος στα μάτια τους. Οι δυνάμεις που αναμετρήθηκαν με φόντο τη Βουλή και τους γύρω δρόμους, αν το καλοσκεφτείς, θα μπορούσαν να είναι συγγενείς, να είναι αδέρφια, ξαδέρφια, διαμένοντες στην ίδια γειτονιά, στην ίδια πολυκατοικία, να ψωνίζουν από το ίδιο περίπτερο.
Αυτό που μου συμβαίνει από εκείνη την ώρα, γιγαντώθηκε τη στιγμή που συνομιλούσα στον αέρα του ραδιομαραθωνίου με τον γιατρό του Ευαγγελισμού, τον Ηλία Σιώρα. Ο άνθρωπος προσπαθούσε να μου πει με απλά λόγια τι είχε συμβεί την ίδια ημέρα σε έναν άλλο άνθρωπο που άφηνε την τελευταία του πνοή επειδή, πιθανώς, εισέπνευσε μεγάλη ποσότητα χημικών. Στο βάθος, θλιβερή υπόκρουση, ακουγόταν ένας άλλος άνθρωπος, μια γυναίκα, η οποία έκλαιγε με οιμωγές, επειδή έχασε τον άνθρωπό της.
Εκείνη τη στιγμή που δάκρυσα μπροστά στο μικρόφωνο επειδή δεν μπορούσα να της πω δυο λόγια παρηγοριάς από καρδιάς, λέγοντάς της ότι ξέρω πώς είναι να χάνεις δικό σου άνθρωπο, συνειδητοποίησα – για άλλη μια φορά στη ζωή μου – πόσων λογιών θύματα έχουμε, εν καιρώ ειρήνης, πραγματικά ή μεταφορικά.
Τώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα είμαι ήδη στο σταθμό και θα προσπαθώ να κάνω μια ανθρώπινη εκπομπή για την Τέχνη και τον Πολιτισμό, για το «μέσα» μας. Αν, όμως, η επικαιρότητα το επιτάσσει, θα γίνω, πάλι, περισσότερο δημοσιογράφος αλλά όχι λιγότερο άνθρωπος και θα «είμαι εδώ για να σας περιγράψω όλα όσα συμβαίνουν εκεί έξω – κι εγώ ένα από τα θύματα ειρήνης, αποκλειστικά για θύματα ειρήνης, εν καιρώ “ειρήνης”, θα είμαστε μαζί όσο πάει, όσο θα κρατούν οι εξελίξεις, καλησπέρα σας…».