Οι άνθρωποι κάνουν τα μαγαζιά. Αυτή είναι μια βαθιά πεποίθησή μου που, στην κυριολεξία της, δεν είναι πολύ πρωτότυπη. Μάλιστα, και τα μαγαζιά και τα αυτοκίνητα και τα διαστημόπλοια τα φτιάχνουν άνθρωποι, όμως δεν κυριολεκτώ.
Βαθιά πεποίθησή μου είναι επίσης ότι τα καλά λόγια πρέπει να λέγονται. Άχρηστη πραμάτεια είναι, αν μένουν στα σεντούκια της σκέψης μας. Σήμερα λοιπόν, αποφάσισα να σας γράψω για τα μαγαζιά όπου μπαίνω κι ανοίγει η ψυχή μου, όπως έκανε παλαιότερα τρυφερά η Μαρία Χαραμή – όχι τόσο ωραία και πάντως καταχρηστικά, αφού τυχαίνει να είμαι δημοσιογράφος.
Οι άνθρωποι λοιπόν κάνουν τα μαγαζιά. Τι κι αν υπάρχει ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ που έχει όλα τα καλά και μπορείς (χρόνο να ‘χεις) να συγκρίνεις τιμές στα ίδια προϊόντα, που είναι δεκάδες στα ράφια; Εγώ το μικρό μου Bazaar στη Σεβαστουπόλεως δεν το αλλάζω. Γιατί μπαίνω μέσα κι ακούω εννιά καλημέρες από τα γελαστά του κορίτσια, γιατί είναι η κυρία Βίκυ που με την αεικίνητη ματιά της ελέγχει την κατάσταση κι όταν βλέπει ότι υπάρχει δεύτερος πελάτης στο ταμείο ανοίγει κι άλλο ταμείο, γιατί υπάρχει μια διάχυτη προθυμία, γιατί αυτά που δεν έχει το μαγαζί προσπαθούν να σου τα φέρουν και γιατί σου κάνει χαρά να ξαναπάς.
Έλα όμως, που υπάρχει κι ένας καλός «Σκλαβενίτης» στη γειτονιά μου… Καθαρός, ευρύχωρος, με προϊσταμένους που εμπιστεύονται τον πελάτη, με ποικιλία. Η ηθική μου ως καταναλώτρια λέει ότι πρέπει να επιβραβεύονται τα καλά όταν βρίσκονται, προσπαθώ λοιπόν να παντρεύω τις ανάγκες μου, να κρατώ μια ισορροπία στις αγορές μου και να μην αδικώ τους σωστούς επαγγελματίες.
Δεν αλλάζω με τίποτα επίσης τον «Κωνσταντινίδη» μου – για τον πολιτισμό του. Το πιάνο του, την πάστρα του, την ευγένεια του προσωπικού του. Λίγο είναι, στις μέρες που ζούμε, να μπαίνεις σε ένα μαγαζί και να θυμάσαι πώς ήταν η ζωή, πριν μας βρει η κρίση; Να σε καλωσορίζουν οι μυρωδιές του βουτύρου και της σοκολάτας και να σε χαλαρώνει ο πιανίστας αφοσιωμένος στις παρτιτούρες του, όση ώρα χαζεύεις τα γλυκά, να μη θες να ξαναβγείς στην Κηφισίας με τα άδεια μαγαζιά σερί, το ένα δίπλα στο άλλο;
Στο κέντρο της Αθήνας δεν με φέρνουν πια οι καθημερινές μου δραστηριότητες. Επειδή όμως, ακόμη και τώρα, έχει τις ομορφιές του δεν το εγκαταλείπω. Κυρίως, ποτέ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το «Ιντεάλ» με την παλαιά, δοκιμασμένη, αξεπέραστη αξία του. Με τα ζεστά ψωμάκια του, τα πεντανόστιμα μαγειρευτά του, τη διάθεση του προσωπικού να ικανοποιήσει κάθε παραξενιά του πελάτη, την ευγένεια των ανθρώπων του – που κρίνεται στους μοναχικούς πελάτες και όχι στις μεγάλες παρέες. Στους εργένηδες και τους ηλικιωμένους, που ξοδεύουν λίγα (αλλά πολλά γι΄ αυτούς) για να προσφέρουν στους εαυτούς τους μια μικρή απόλαυση. Αυτούς τιμά ο Ανδρέας Βλασσόπουλος και αυτό τον τιμά.
Με τίποτα δεν εγκαταλείπω επίσης το καλό μου «Αθήρι», που βρίσκεται σ΄ αυτή την περίεργη γειτονιά, τη σκοτεινή αλλά και ζωντανή, στον Κεραμεικό. Σπάνια πια τρώω έξω, όπως κι οι περισσότεροι εξάλλου, όμως χειμώνα-καλοκαίρι, το «Αθήρι» είναι όμορφο, καλοβαλμένο, ζεστό και δροσερό μαζί, που θα με ταϊσει την ιδιαίτερη λιχουδιά. Είναι ένα μαγαζί που φωνάζει ότι έχει μπει σκέψη, κόπος και κέφι στη λειτουργία του – έτσι φτιάχνονται οι δεσμοί με τους πελάτες.
Βασανίστηκα πολύ αν θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να πω την καλή μου κουβέντα, που βγαίνει αβίαστα, για το «Αλάτσι». Ο μισός μου εαυτός έλεγε πως δεν θα έπρεπε, λόγω των συγγενικών του δεσμών με το Protagon. Ο άλλος μισός αντιδρούσε – "γιατί να το αδικήσω;", αντέτεινε. Νίκησε ο δεύτερος, γιατί το σέβομαι. Εκτιμώ την προσαρμογή του στα νέα δεδομένα της κρίσης, στο φρέσκο φαγητό του, στις ωραίες κρητικές λιχουδιές του, στο εξυπηρετικό και λιγόλογο σέρβις του. Και γιατί επίσης, εκεί πάντα θα συναντήσω κάποιον ή κάποια φίλη μου.
Τα βιβλία μου τα αγοράζω ανυπερθέτως απ΄ το «Θεμέλιο» – γιατί έτσι. Πώς είναι οι παλιές φιλίες που δεν θυμάσαι πώς ξεκίνησαν, έτσι είναι και η σχέση μου με το «Θεμέλιο». Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί διαμορφωθήκαμε, εκεί συναντώ παλιές φιλίες και νέες γνωριμίες, η Δέσποινα θα μου βρει οπωσδήποτε λύση να πάρω το βιβλίο που θέλω, όποια ώρα της μέρας κι όταν κάποιο βιβλίο του «Πόλις» ή του «Μεταίχμιου» (που συνήθως αγοράζω) δεν υπάρχει, θα φτάσει στα χέρια μου όσο να πιω ένα καφέ.
Τη συμπαράστασή μου έχει ακόμη ο «Ελευθερουδάκης» της γειτονιάς μου, που παλεύει με φιλότιμο να επιζήσει σε μια εποχή που το βιβλίο προσφέρει το παυσίλυπο, τη φυγή και την παρηγοριά.
Δεν θα σας κουράσω άλλο, πριν όμως βάλω την τελεία, δεν μπορώ να μη σας πω δυο ιστορίες. Πριν από πολλά χρόνια είχα μπει σε ένα μαγαζί να δοκιμάσω ρούχα. Διάλεξα μια μπλούζα, την αγόρασα και την ώρα που έφευγα, η πωλήτρια Κική με «παρακάλεσε» να δοκιμάσω ένα φόρεμα. «Ψωνίσατε, δεν θέλω να σας πείσω να αγοράσετε αυτό το φουστάνι. Επειδή όμως το σκέφτηκα τώρα κι είμαι βέβαιη ότι θα σας πηγαίνει, αν δεν σας κάνει κόπο θέλω να το δοκιμάσετε, να δω αν είχα δίκιο» μου είπε. Το δοκίμασα, φυσικά είχε δίκιο, φυσικά το αγόρασα και το έθαψα με συντριβή φέτος, κουρέλι απ΄ τα αλλεπάλληλα μπαλώματα. Η Κική έχει πια το δικό της μαγαζί στην Ηρακλείτου (Kikos), αγωνίστρια της ζωής και προικισμένη επαγγελματίας.
Η δεύτερη ιστορία έχει να κάνει με ένα βουλκανιζατέρ. Πριν από 20 χρόνια, ο πατέρας μου με πίεσε να αλλάξω λάστιχα στο αυτοκίνητό μου «για λόγους ασφάλειας» και μου σύστησε το μαγαζί που πήγαινε ο ίδιος, κάπου στη μέση της Λεωφ. Αλεξάνδρας, πλάι στη «Ζίνα». Πήγα, άφησα το αυτοκίνητό μου, μίλησα με τον πατέρα μου και του είπα ότι ακολούθησα τις οδηγίες του και όταν πήγα να το πάρω, είχε περάσει ο χρυσός μου πατερούλης και είχε πληρώσει. Τα χρόνια πέρασαν, ο πατέρας μου πέθανε και χρειάστηκε να ξανααλλάξω λάστιχα. Ξαναπήγα στο μαγαζί κι όταν έφτασε η ώρα του λογαριασμού «πριν από πέντε χρόνια είχατε έρθει και πέρασε ο πατέρας σας να μας πληρώσει. Κάναμε λάθος και του πήραμε 5.000 δρχ. παραπάνω. Κράτησα σημείωση και την κόλλησα στο ταμείο» μου είπε ο έντιμος άνθρωπος και αναγάλλιασε η ψυχή του Πουλίδη. Πείτε μου, πληρώνεται αυτό;