Από την μία μεριά έχουμε την ΕΒΟΛ, μέλος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Βόλου, ενός εκ των πολλών που υπάρχουν στην χώρα και που μέσα στα χρόνια κατάφερε, αξιοποιώντας τον συνδυασμό εργατικότητα, τεχνογνωσία και ποιότητα, να βρίσκεται στα ψυγεία μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ αλλά και μικρών μπακάλικων, καλλιεργώντας και επενδύοντας στην ανάγκη του καταναλωτικού κοινού για αγνό και παραδοσιακό προϊόν.
Από την άλλη υπάρχει η Lidl Hellas, ένας retailer κολοσσός, γερμανικών συμφερόντων, που βρίσκεται στην χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια και που έχει καταφέρει να πάρει ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς, γύρω στο 15 – 17%, επωφελούμενη τόσο από τις αναδιατάξεις στον τομέα του λιανεμπορίου τα τελευταία χρόνια όσο και από την οικονομική κρίση η οποία έσπρωξε το καταναλωτικό κοινό σε πιο οικονομικές αγορές έστω κι αν πολλές φορές αυτές συνοδεύονταν από μείωση της ποιότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση η μεν ΕΒΟΛ υποστηρίζει ότι η Lidl Hellas δεν υποστηρίζει αρκετά τον Έλληνα παραγωγό – προμηθευτή διαθέτοντας ελάχιστους αντίστοιχους κωδικούς στα ράφια της ενώ από μεριάς της, η γερμανικών συμφερόντων εταιρεία αναφέρει ότι τα προϊόντα του συνεταιρισμού έχουν ιδιαίτερα αισθητή παρουσία στα ψυγεία της και την καλεί σε διάλογο για να “βρεθεί λύση”. Ακόμα κι αν είναι έτσι, δεν απαντάει στην έγκληση της ΕΒΟΛ ότι τα τοπικά προϊόντα εν γένει δεν υπερβαίνουν τους 50 κωδικούς σε σύνολο 3.000 (1.600 σύμφωνα με την Lidl) φέρνοντας ως πρόσχημα ότι συνολικά διαθέτει πολύ λιγότερους σε σχέση με τον ανταγωνισμό της.
Παρά το γεγονός ότι όταν η Lidl Hellas πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα δούλευε σχεδόν αποκλειστικά με προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εντούτοις στην πορεία ενέταξε και πλήθος επώνυμων κωδικών στα προϊόντα που διέθετε. Σιγά σιγά άρχιζε να συνεργάζεται και με Έλληνες παραγωγούς, πράγμα που μεγιστοποιήθηκε στα χρόνια της κρίσης, αφενός μεν γιατί έπρεπε να ενισχύσει την (όποια) ελληνικότητα της με την υποστήριξη γηγενών επιχειρήσεων αφετέρου δε για να προσδώσει ποιότητα στα προϊόντα που διαθέτει.
Προσπαθώντας να οπτικοποιήσουμε την όλη κατάσταση, είναι σαν να βλέπουμε στον δρόμο να τσακώνονται δύο άνθρωποι. Ο ένας φωνάζει, ο άλλος είναι ήρεμος. Ο ένας είναι αναψοκοκκινισμένος, ο άλλος συνιστά ψυχραιμία. Ο ένας έχει φουντώσει, ο άλλος ισιώνει την τσάκιση στο παντελόνι. Όσο κι αν θέλουμε να πάρουμε την θέση του δεύτερου βλέποντας ότι διατηρεί μια πολιτισμένη στάση άλλο τόσο σκεφτόμαστε ότι και ο πρώτος κάποιο δίκιο θα έχει για να φωνάζει. Κι όσο επίσης σκεφτόμαστε την συζητήσιμη συμπεριφορά της γερμανικής αλυσίδας τόσο περισσότερο μπαίνουμε σε σκέψεις.
Σκεφτόμαστε για παράδειγμα τις εξαιρετικές τιμές και τις σημαντικές προσφορές που έχει σε κάποια προϊόντα η Lidl Hellas (έστω και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα), και λέμε αυτή είναι η χαρά του σπαγκοραμμένου: μια ευκαιρία να φανεί κι αυτός Ράμογλου, σαν τον Κώστα Βουτσά στην ταινία, και να μας πάει όλους μια βόλτα με το κότερο. Σκεφτόμαστε όμως παράλληλα ότι η εταιρεία με τα 200+ καταστήματα είναι μία Ο.Ε. που δεν υποχρεούται να εκδώσει ισολογισμό πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να μην δημοσιοποιεί τα οικονομικά της στοιχεία αντίθετα από τον ανταγωνισμό της.
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω η Lidl Hellas προβάλλει τις επενδύσεις στην χώρα, τις ενέργειες κοινωνικής ευαισθησίας που αναπτύσσει και την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της. Όλα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξαιρετικά αν δεν απευθύνονταν σε μία χώρα με έναν διαρρηγμένο κοινωνικό ιστό, με πολίτες που χάνουν καθημερινά τα τελευταία ψήγματα αξιοπρέπειας που τους έχουν απομείνει και που φτάνουν να εντυπωσιάζονται, ως άλλοι αυτόχθονες, από τις χάντρες και τα καθρεφτάκια που τους παρουσιάζονται.