Ο γκάνγκστερ κάθεται στην καρέκλα της ψυχαναλύτριας. Εκείνη έχει καταλάβει τι ακριβώς δουλειά κάνει. Χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες τον ρωτάει: Δεν έχεις τύψεις και ενοχές για αυτούς που…ξεκαθαρίζεις; Κι εκείνος απαντάει: Είμαστε στρατιώτες. Αυτό είμαστε. Στρατιώτες. Είναι ένας πόλεμος. Κι εμείς είμαστε στρατιώτες. Σόλτζιερς. Γουη’ρ σόλτζιερς.
Είναι μια σκηνή από την αμερικάνικη σειρά Sopranos.
H Μαφία έχει εφεύρει τα κατάλληλα άλλοθι για να νεκρώσει τις τύψεις και να κάνει τα μέλη της να υπερβούν το νόμο για το σεβασμό της ύπαρξης.
Όταν η βόμβα της 17 Νοέμβρη πήρε τη ζωή του άτυχου Αξαρλιάν κάτω από το Υπουργείο Οικονομικών στο Σύνταγμα, ξεκίνησε και η αντιστροφή της δημοτικότητας που απολάμβανε μέχρι τότε. Και η εξάρθρωσή της ήταν πια θέμα χρόνου, ή ατυχίας. Και τότε η οργάνωση είχε το άλλοθί της για το χαμό του περαστικού. Όχι και τόσο εύκολο βέβαια. Από τότε οι «τρομοκρατικές» και «επαναστατικές» οργανώσεις έγιναν πολύ πιο ανελέητες. Και τα τυφλά χτυπήματα πολλαπλασιάστηκαν. Και οι ληστείες – «απαλλοτριώσεις». Και κάμποσοι άοπλοι τραυματίστηκαν και σκοτώθηκαν. Και έτσι τα άλλοθι συγκλίνανε με τα μαφιόζικα. Και έγιναν όλοι στρατιώτες. Ενάντια στο «σύστημα».
Με το που δημοσιοποιήθηκαν οι φωτογραφίες των συλληφθέντων ληστών, ξεκινήσαμε το εθνικό μας σπορ: την κολοκυθιά. Γιατί δημοσιοποιήθηκαν οι φωτογραφίες; Γιατί δεν δημοσιοποιήθηκαν και των άλλων που έσφαξαν τον Πακιστανό; Γιατί δεν σεβάστηκαν οι αστυνομικοί το νεαρό της ηλικίας; Τους χτύπησαν στη σύλληψη, ή μετά; Είδε να πυροβολούν το φίλο του και φυσιολογικά έγινε ό,τι έγινε. Και τόσα άλλα. Και αρχίζουν και οι εξωφρενικές απόψεις: Σοκαριστική η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών; (σοβαρά; για περάστε από κάτω από την Ομόνοια να δείτε το αποστεωμένο πρεζόνι που ζεσταίνει το κουτάλι με την πρέζα στο δρόμο και τη βαράει στη μοναδική φλέβα που του έχει απομείνει στο πόδι και μετά να μου πείτε για σοκ). Η βία των αστυνομικών θα γεννήσει και άλλους τρομοκράτες. (Μα είναι δυνατόν; Τόσο εύκολα δηλαδή πιάνουμε τα πιστόλια και βγαίνουμε στην παρανομία; Με την παραμικρή αγανάκτηση;) Κάποιος άλλος, εξαίρετος αρθρογράφος, τα παρομοιάζει με το Τζιμ Μόρισον. Καμία σχέση. Μήλα με σόμπες, που θα έλεγε και ο ποιητής.
Εγώ σκέφτομαι τα εξής:
Πως θα αντιδρούσαμε αν μια μέρα, πηγαίνοντας στην τράπεζα να πληρώσουμε ένα λογαριασμό, ένας αυτόκλητος επαναστάτης μας κόλλαγε το καλάσνικοφ στη μούρη; Και πες ότι κατανοώντας τον αγώνα του και συμπάσχοντας, τους έδινα ό,τι είχα και δεν είχα πάνω μου κραυγάζοντας: Ζήτω η επανάσταση! Αν τυχαίως του ξέφευγε του επαναστάτη το δάχτυλο και έφευγε η σφαίρα και με καθάριζε στο δόξα πατρί, θα πήγαινα για την επανάσταση; Κι αν καθάριζε και κανέναν άλλον; Κι αν αντιστεκόταν αυτός που τον σταμάτησαν να του πάρουν το αμάξι, και τον πυροβολούσαν;
Έσπευσε η Αριστερά να υπερασπιστεί το δικαίωμα του κρατούμενου. Καλά έκανε. Αλλά μήπως ξεχνάμε ότι ο Έλληνας αστυνομικός δεν έχει δικαίωμα να πυροβολήσει, παρά μόνο αν του ρίξουν πρώτα; Και μήπως ένα σωρό φορές οι αστυνομικοί δεν έχουν συλλάβει ενόπλους, παντός είδους, με τα χέρια; Και μήπως εδώ δεν έπιασαν ενόπλους χωρίς να έχουμε θύματα; Στις Η.Π.Α. τους επίδοξους ληστές θα τους είχαν πυροβολήσει εν ψυχρώ. Δε θα προλάβαιναν καν να φωνάξουν τις απειλές τους κατά την προσαγωγή. Εκεί οι μπάτσοι έχουν licence to kill. Και μαγκιές δεν σηκώνουν. Επαναστατικές και μη.
Από την άλλη, ένας εικοσάχρονος με τη μπιστόλα στο χέρι, είναι πιο πολύ εικοσάχρονος ή πιστολέρο; Και υπάρχουν καλοί και κακοί πιστολάδες; Ακροαριστεροί και ακροδεξιοί; Γιατί νόμιζα ότι πιστολάδες είναι μόνον οι σκέτοι. Και αυτά με τη νεολαιίστικη φιλολογία τα ακούω βερεσέ. Γιατί αντίσταση κάνανε πολλοί νέοι. Σε επίπεδο προσωπικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Και δε σήκωσαν όπλα στα χέρια. Και ένα παιδί 22 και 25 χρονών δεν είναι παιδί, αλλά εικοσιπέντε χρονών γαϊδούρι, που έλεγε και η μάνα μου. Είναι πολίτης που ψηφίζει. Αν θεωρούμε ότι παρασύρονται από κακές παρέες και καθοδηγητές, να αλλάξουμε το όριο ψήφου, να το πάμε στα σαράντα, ξέρω γω; Αλλά ξέχασα, στην Ελλάδα έχουμε και σαρανταπέντε και πενήντα χρονών παιδιά, που μένουν με τη μαμά τους.
Ξαναχάσαμε τα δέντρα και βλέπουμε μόνο δάση, κι αυτά καμένα. Αρχίσαμε πάλι την ισοπέδωση. Η προσωπική ευθύνη δεν υφίσταται; Το αναλαμβάνω τις συνέπειες; Καθαρά κι αντρίκια; Αν το φίλο του τον πυροβολούσε μαύρος λαθρομετανάστης, αντί για αστυνομικός θα δικαιούνταν να γίνει ρατσιστής δολοφόνος; Είναι πολλά τα άλλοθι ρε γαμώτο, δεν έχουν τελειωμό.
Και βέβαια όλα είναι εξαιρετικά από πίσω: Η οικογένεια; Εξαιρετική. Η μόρφωση; Μεγάλη. Το σχολείο; Καταπληκτικό. Η ανατροφή; Τέλεια. Δηλαδή όσοι τα έχουν αυτά δικαιούνται να πάρουν την κουμπούρα; Οι άλλοι από το Πέραμα και το Κερατσίνι ας πάνε για μεροκάματο. Δεν βαριέσαι. Με το δημόσιο σχολείο, επαναστάτης δεν γίνεσαι τη σήμερον.
Έγραψα πολλά. Έχω άλλα τόσα στο μυαλό μου. Βασανίστηκα αν έπρεπε να τα πω. Αλλά δε μπορώ παρά να πω ότι βία είναι μόνο η βία. Το πιστόλι, το μαχαίρι, το ξύλο, η σφαίρα, οι πολλοί απάνω σε έναν, η επίθεση στα μουλωχτά, ο οπλοφόρος ενάντια στον κάθε άοπλο. Όλα τα άλλα είναι φιλολογίες. Και η ιδεολογία που αναγνωρίζει ελαφρυντικά και δικαιολογεί τέτοιες πράξεις είναι καθαρή βαρβαρότητα. Ανεξαρτήτως χρώματος. Λυπάμαι σύντροφοι και συντρόφισσες. Και υπερπατριώτες.
Γράφω με στενοχώρια. Και αντιγράφω το παρακάτω απόσπασμα από το Sweet Hereafter του Ράσελ Μπανκς:
«…Ρίξε μια ματιά στους νέους γύρω σου. Είναι βίαιοι στους δρόμους, κωματώδεις στα εμπορικά κέντρα και μαστουρωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις. Κάτι συνέβη, κάτι που πήρε τα παιδιά μακριά από μας. Δεν ξέρω αν ήταν ο πόλεμος, ή ο βιασμός παιδιών από τη βιομηχανία, από τα ναρκωτικά, από την τηλεόραση, από τα διαζύγια ή από ό,τι διάολο άλλο μπορεί να ήταν. Δεν ξέρω ποιες είναι οι αιτίες, και ποια τα αποτελέσματα, αλλά τα παιδιά πάνε κατά διαόλου, αυτό ξέρω μόνο. Γι’ αυτό όλη η προσπάθεια να τα προστατεύσουμε δεν είναι παρά μια εκλαϊκευμένη εξάσκηση στην άρνηση. Οι θρησκευόμενοι και οι υπερπατριώτες στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τα παιδιά τους, τα κάνουν σχιζοφρενή…Είναι πολύ αργά, τα παιδιά τα έχουμε χάσει. Εμείς είμαστε ό,τι απέμεινε. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε γι’ αυτά και για τους εαυτούς μας είναι να δείξουμε την οργή μας για την αιτία που τα πήρε. Ακόμη κι όταν δε μπορούμε να ξέρουμε τι θα γίνει όταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, θα ξέρουμε τουλάχιστον πως η οργή, καλώς ή κακώς, κλώθει ένα μέλλον. Τα θύματα είναι όσοι δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον. Αντί για το μέλλον, προτίμησαν να ενστερνιστούν το θάνατο. Και οι υπόλοιποι; Αν δεν είναι έξω φρενών και δεν κάνουν κάτι για όλα αυτά, παραμένουν άχρηστοι και ασυνείδητοι. Είναι νεκροί, μόνο που δεν το έχουν καταλάβει…»
Καλημέρα σας.
Το βιβλίο του Ράσελ Μπανκς, Μια Άλλη γλυκιά διάσταση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση Γρηγόρη Κονδύλη.