Η απειλή ήχησε περίεργα στα αυτιά μου. «Θα σας κάψουμε». Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που ένας διαμαρτυρόμενος λέει την ίδια κουβέντα. Θυμάμαι κάποιον άλλο που είχε πει «θα κάψουμε τα τραίνα». Ήταν καλοκαίρι τότε – 30 βαθμοί και πάνω – και οι υπερβολές ήταν στην ημερήσια διάταξη. Άλλος καταλάμβανε την Ακρόπολη, άλλος έκλεινε το λιμάνι, άλλος κυνηγούσε τουρίστες λες και ήταν μπεκάτσες στον κάμπο… Γενικώς είχε χαθεί κάθε μέτρο και ο καθένας πετούσε και μια κουβέντα για να εντυπωσιάσει. Εκεί λοιπόν ειπώθηκε «θα κάψουμε τα τραίνα» και κανείς δεν αντέδρασε. Τώρα όμως η απειλή ήταν στα πέντε μέτρα και την ξεστόμιζε άνθρωπος στον άνθρωπο.
Ήμουν «στην κατηφόρα του Δαφνιού», έτσι την ξέρουν στις δυτικές συνοικίες. Είχα αφήσει πίσω μου το Χαϊδάρι, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών και σε λίγο θα έμπαινα στη στροφή που θα με οδηγούσε στα διυλιστήρια του Ασπροπύργου. Στην άνοδο ήταν παρκαρισμένα φορτηγά. Κοιτούσαν δηλαδή προς το Χαϊδάρι και απειλούσαν ότι αν τους δοθεί το σύνθημα θα μπουν στη μέση του δρόμου και θα κόψουν την δυτική είσοδο της Αθήνας. Πράγμα που έκαναν άλλωστε κατά διαστήματα τα πρωινά, αλλά τώρα ήταν βράδυ και το κλίμα ήταν χαλαρό. Δυο τροχονόμοι, ένα περιπολικό, τρεις σουβλατζήδες και τσίκνα έως τα ουράνια…
Η κυκλοφορία και στα δύο ρεύματα γινόταν αργά. Οι οδηγοί έκοβαν ταχύτητα και έκαναν χάζι τους φορτηγατζήδες. Παρέες εργατών, ζευγαράκια – εκεί κοντά άλλωστε είναι τα ξενοδοχεία της ημιδιαμονής – αλλά και κάποιοι μόνοι τους. Μαζί στην κατηφόρα και ένα φορτηγό, στην αριστερή λωρίδα μάλιστα. Στα δευτερόλεπτα οι φορτηγατζήδες βλέποντας από μακριά τα φώτα του φορτηγού άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του. Με όριο τις ατσάλινες μπάρες του δρόμου στήθηκε αμέσως μια μικρή εξέδρα. Από την μια ο οδηγός που δούλευε και από την άλλη οι φορτηγατζήδες που απεργούσαν. «Θα σε κάψουμε». «Θα σας κάψουμε». Μαζί και ένα μικρό σύννεφο από πέτρες που χτυπούσε την καρότσα του φορτηγού μέχρι που χάθηκε στην κατηφόρα. Οι τροχονόμοι με απλωμένα τα χέρια αρκέστηκαν να μαλώσουν τους φορτηγατζήδες, όπως οι δάσκαλοι τα παιδιά που ατακτούν. «Αφήστε τους καυγάδες και ελάτε στα σουβλάκια» ήταν σαν να τους έλεγαν. Οι απεργοί γελώντας οι περισσότεροι, επέστρεψαν στα πηγαδάκια τους, ευχαριστημένοι που είχαν δώσει ένα μήνυμα στον «απεργοσπάστη» αλλά και σε όλους τους διερχόμενους πολίτες. Ότι αυτοί, σε αντίθεση με τους άλλους διαμαρτυρόμενους, δεν «μασάνε». Και όσοι πάνε κόντρα στον κλάδο θα το πληρώσουν ακριβά.
Είναι εύκολο να σκεφθεί κανείς ότι ανάλογες συμπεριφορές θα ζήσουμε πολλές αυτό το Φθινόπωρο. Και πρέπει να αποφασίσουμε αν θα σηκώσουμε τα χέρια ψηλά (όπως κάνουμε μέχρι σήμερα) ή θα αντιδράσουμε και θα βάλουμε μια κόκκινη γραμμή στις κινητοποιήσεις του καθενός. Μια κόκκινη γραμμή που η μη παραβίασή της, θα εξασφαλίζει τη συνέχιση της ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας. Και μην πει κανείς ότι «άλλο οι φορτηγατζήδες – άλλο οι εκπαιδευτικοί», «άλλο οι σιδηροδρομικοί – άλλο οι τραπεζικοί», «άλλο οι εφοριακοί – άλλο οι λιμενεργάτες», «άλλο οι βαμβακοπαραγωγοί – άλλο οι δικηγόροι», «άλλο οι νοσοκομειακοί – άλλο οι αστυφύλακες». Γιατί αν παραβλέψουμε τις απειλές «του ενός» (και μαζί το λιντσάρισμα των διαφωνούντων, το κλείσιμο των Εθνικών οδών, την ολοήμερη κατάληψη της πλατείας Συντάγματος) τότε έχουμε δεχθεί ότι «νόμος είναι το δίκιο του καθενός» και έχουμε σηκώσει τα χέρια ψηλά.