Με τον εμφύλιο πόλεμο που ξεσπάει σχεδόν αμέσως με την απελευθέρωση στην Ελλάδα, ξεκινάει ένα μεγάλο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης. Πρωτίστως τα χωριά που έθρεψαν την Αντίσταση περνάνε από εκκαθαριστικό λεπίδι. Οι συγγενείς των ανταρτών που βγήκαν στο βουνό, και οι αριστεροί που είχαν ξεμείνει πίσω δέχονται βίαιες πιέσεις, οπότε αναγκαστικά χιλιάδες κόσμου καταφεύγει στα αστικά κέντρα. Οι πρωτεύουσες των νομών γεμίζουν και το ίδιο συμβαίνει και με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα οι εύποροι αστοί, εγκαταλείπουν τα παλιά αρχοντικά τους στο κέντρο της πόλης και αποτραβιούνται προς τα βόρεια προάστια. Δημιουργείται μια μεγάλη ανάγκη στέγασης, όλου αυτού του κόσμου, που έτρεχε να κρυφτεί στην ανωνυμία της μεγάλης πόλης. Τα μεγάλα σπίτια που έμειναν άδεια νοικιάζονται με το δωμάτιο. Κάθε οικογένεια και σε ένα, με κοινό τόπο συνάντησης την κεντρική του αυλή, με κοινά μπάνια και πλυσταριό. Από τέτοιες συνθήκες γεννιούνται θεατρικά έργα όπως η «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη, αλλά και ταινίες αργότερα, όπως «οι κυρίες της Αυλής» και τόσα άλλα.
Παράλληλα, ο υπουργός Καραμανλής προκειμένου να τακτοποιήσει γρήγορα την ανάγκη στέγης, θεσπίζει τον νόμο της αντιπαροχής. Η εποχή των πολυκατοικιών ξεκινάει ραγδαία, και τα παλιά νεοκλασικά γκρεμίζονται σωρηδόν. Η Αθήνα χάνει την παλιά της προσωπικότητα και σχεδόν απότομα και ανορθόδοξα τσιμεντώνεται απ’ άκρου εις άκρη. Το ίδιο συμβαίνει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Ο κλάδος της οικοδομής εκτοξεύεται. Ένας στους δύο εργαζόμενους είναι οικοδόμος. Για μια δεκαετία οι εργολάβοι και οι κατασκευαστές κυριαρχούν.
Ταυτόχρονα ξεκινάνε προσπάθειες εκβιομηχάνισης. Φάμπρικες αναστυλώνονται ή φτιάχνονται εκ νέου. Μια αστική εργατική τάξη αναγεννιέται. Η ηττημένη Αριστερά γίνεται κίνημα των πόλεων. Η μετανάστευση ερημώνει ακόμη πιο πολύ την ύπαιθρο κυρίως. Μετά από μια κουτσή διετία εκδημοκρατισμού από το ‘63, με την Αποστασία το ’65 και κατόπιν με τη Χούντα όλα πάνε για άλλη μια φορά στο διάολο. Η αφρόκρεμα των Ελλήνων διώκεται, εξορίζεται ξανά, ξενιτεύεται. Και η ανεργία μηδενίζεται φυσικά. Η Χούντα καταρρέει μετά την καταστροφική της επταετία, και μια πρώτη ανάσα εκδημοκρατισμού πνέει με τη Μεταπολίτευση. Ακόμη βέβαια, και μέχρι το 1981, όσοι δεν ψηφίζουν Δεξιά, δεν το πολυλένε στις γειτονιές και τα χωριά. Τα Πανεπιστήμια βράζουν μεταπολιτευτικά, και με την επέλαση του Πασόκ η ελληνική κοινωνία κάνει μακροβούτι στη μεγαλύτερη ελευθερία που είχε βιώσει στον εικοστό αιώνα.
Ο κυρίαρχος λαός πιάνει τα πόστα. Οι φάκελοι των κοινωνικών φρονημάτων καίγονται στη Χαλυβουργική σε απευθείας σύνδεση με την κρατική Ερτ. Πράγματα πρωτόγνωρα θεσμοθετούνται: ο πολιτικός γάμος, η ισότητα των δύο φίλων, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η αποποινικοποίηση της μοιχείας (ναι, μη γελάτε, μιλάμε για μεγάλο άλμα. Μέχρι τότε η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα). Άνθρωποι του αντιδικτατορικού αγώνα γίνονται υπουργοί. Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ, ανοίγει τους κρουνούς των χρηματικών ενισχύσεων. Πάρε κόσμε. Λέξεις όπως επιδοτήσεις επιχορηγήσεις, επιδόματα, εφάπαξ, πάνε χέρι χέρι με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Η κατανάλωση ανεβαίνει. Το Πασόκ δυσκολεύεται να αποβάλλει κυβερνητίστικες συνήθειες. Αργεί να καταργήσει το νόμο περί λογοκρισίας. Κυνηγάει τους παράνομους ραδιοσταθμούς. Απορρίπτονται πολλές περιπτώσεις αντιστασιακών από τη δυνατότητα σύνταξης. Αλλά όπως και να έχει, η ελευθερία είναι πρωτόγνωρη, και πάλι. Γι’ αυτό και τα παιδιά των κυνηγηθέντων κομμουνιστών γίνονται φανατικοί Πασοκτζήδες. Αριστεροί γίνονται τα παιδιά τους, ως αντίδραση στο κατεστημένο των πρασινοφρουρών.
Η ανάπτυξη στη χώρα είναι κυρίως εσωτερικής φύσεως. Επιδοτήσεις στην αγροτιά, ασχέτως ποιότητας παραγωγής. Τα φρούτα θάβονται στις χωματερές, αφού επιδοτηθούν. Πανεπιστήμια σε κάθε κωμόπολη και στρατόπεδα. Γιατί να γίνεις γεωργός; Χαζός είσαι να ταλαιπωρείσαι; Ενοικιαζόμενα για φοιτητές και φαντάρους, καφετέριες, μπαράκια, σουβλατζίδικα, υπαλληλοποίηση κάργα.
Τα αυθαίρετα του «λαουτζίκου» νομιμοποιούνται. «Αν το δηλώσεις, μπορείς να το σώσεις», έλεγε εκείνο το παλιό σποτ. Τα νομοσχέδια του Τρίτση για προστασία των αιγιαλών, για την εκκλησιαστική περιουσία, για αλλαγές στην εκπαίδευση πάνε στον αγύριστο, μαζί με τον αξέχαστο Αντώνη. Νόμος είναι το δίκιο του ψηφοφόρου. Πανεπιστήμιο σημαίνει φοιτητική ζωή. Η επετηρίδες δεν έχουν κλείσει ακόμη τότε, παίρνεις το πτυχίο χαλαρά και τσουπ, παραλάβατε διορισμό. Να μισθός βρέξει χιονίσει. Η γεωργία καλλιεργεί ό,τι επιδοτείται και οι διορισμοί πάνε κι έρχονται. Η Νέα Δημοκρατία διδάσκεται από το Πασόκ και πατάει συνεπέστατα στα χνάρια του. Να και αποσύρσεις να πάρουμε όλοι αμάξια, να και φτηνά στεγαστικά να πάρουμε λουξ διαμέρισμα πολυτελές με τζάκι, βάλε γραμμάτια για τριάντα χρόνια, τι σε νοιάζει; Ο μισθός τρέχει, με το νοίκι παίρνεις σπίτι, έστω κι αν το ξοφλήσεις στα εβδομηνταπέντε.
Η κατανάλωση ανοίγει τον κλάδο της διαφήμισης και τα ιδιωτικά κανάλια στήνονται για να τροφοδοτήσουν τη νέα αγορά. Μια νέα λέξη μπαίνει στην καθημερινότητα: αποενοχοποίηση. Τι πάει να πει ότι είσαι παλιός αριστερός; Έχεις κι εσύ δικαίωμα στην καλοπέραση. Στο εξοχικό, στο κάμπριο, στα κοστούμια, στις γκόμενες, άναψε μια πουράκλα και θυμήσου τους αγώνες, στην υγειά τους, βάλε κι άλλο πάγο στο δωδεκάρι ουήσκι.
Τι τις έχεις τις αποταμιεύσεις; Παίξε βρε στο χρηματιστήριο, όλοι παίζουν, βάζεις τρία παίρνεις χίλια, ο λοχαγός μου στην Τρίπολη το 1997 έφευγε να πάει να δει τις μετοχές του στο παρακείμενο χρηματιστηριακό καφενείο, μαζί με άλλους με φόρμες εργατικές, γιαγιάδες, να βλέπουν στην οθόνη τις Κλωστοϋφαντουργίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Και ξαφνικά γίνεται το μεγάλο μπραφ. Οι οικονομίες εξανεμίστηκαν στις φούσκες. Δεν πειράζει έχουμε τις επιδοτήσεις που δεν σταματάνε. Πάνε κι αυτές, κοπήκανε, γιατί ήτανε λέει για περιορισμένο χρόνο. Πάλι καλά που έχουμε τη θεσούλα μας. Τέλειωσε κι αυτή. Το Δημόσιο φαλίρησε, πάνε οι θέσεις και οι καλοί μισθοί. Τα Πανεπιστήμια κλείνουν, Τζόκερ, τίποτα, Στοίχημα τίποτα, Λόττο τίποτα, Προπό τίποτα, άντε να ζήσεις.
Μα πώς την πάθαμε έτσι; Με τόση ιστορία πίσω μας; Εμείς που δώσαμε τα φώτα στην Ευρώπη ρε; Πνευματικά δικαιώματα πλερώσατε ρε Ευρωπαίοι και λοιποί; Το είπε και ο Γκοντάρ ρε. Αφού και πάλι εσείς θα τα ξαναπάρετε. Τι νομίζατε ότι γίνανε τα Ευρωλεφτά; Αμάξια, όπλα, ηλεκτρονικά, ταξίδια έξω. Άρα εσείς δεν τα πήρατε πίσω;
«Πωλείται το Παρόν», έγραφε η ταμπέλα στο αγροτεμάχιο. Μωρέ και το παρελθόν και το μέλλον. Στο χρόνο θα κολλήσουμε τώρα;
Ο Νίκος Ορφανός εμφανίζεται στην παράσταση «Γιαγιά», μαζί με τον Θανάση Τσαλταμπάση. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Διάνα. Πληροφορίες για την παράσταση.