Πρώτα θα ‘βγαινες από τη γραμμή, από τη σειρά, από τους πολλούς, για να εντοπιστείς, να ξέρουν όλοι ποιος το ‘κανε, κάτι σα διαπόμπευση…Είτε μετά την πρωινή προσευχή, την ώρα του λογύδριου του κ.Διευθυντού είτε όρθιος στο θρανίο…Για απολογία ούτε λόγος, συνήθως άκλαυτος πήγαινες—αφού την έκανες την ξερή, τι να πεις και τι να εξηγήσεις…Η μαγκιά πληρώνεται, έλεγε επιγραφή σε γαβγιστήριο του σερραϊκού κάμπου…
Μετά όλα ήταν στη διακριτική ευχέρεια και στο αίσθημα δικαίου του έχοντος τον πειθαρχικό έλεγχο, με την εισήγηση βέβαια του τυχόν παρόντος εκπαιδευτικού και την γνωμάτευση του επιφορτισμένου με την επίβλεψη της τάξης αρμοδίου. Καταρχήν η κλασσική προσταγή ήταν «Άνοιξε τα χέρια σου». Ανοιχτές παλάμες μπροστά στη βέργα από μαραγκό για δασκάλους τιμωρούς και υπαίτιους μαθητές σχολείων αστικών περιοχών. Άστα να πάνε, αν ήταν χειμώνας ή η βέργα τετραγωνισμένη και σ’ έβρισκε με τις γωνίες της. Για τους απείθαρχους αγροτόπαιδες υπήρχε η βουκολική βίτσα κομμένη από χλωρό δένδρο—εκείνες από κρανιά δεν έσπαγαν με τίποτα και χτυπούσαν σα μαστίγιο. Κάποιες φορές επιστρατεύονταν για λόγους ταχύτητας και εύθραυστοι χάρακες από κοντραπλακέ αλλά μόνο το επείγον της τιμωρίας δικαιολογούσε τη χρήση τους.
Μετά τη ράβδο έπιπτε ο λόγος και μάλιστα ο γραπτός. « Δεν θα ξανα….» εκατό φορές, «Θα είμαι…» άλλες χίλιες, «Ποτέ δεν θα…» πέντε σελίδες. Δέκα φορές το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», αν είχες κατεβάσει τίποτε καντήλια και σ’ άκουσε ο θεολόγος. Ακόμη και στη Μακρόνησο φαντάζομαι πως τη δήλωση μια φορά την έγραφαν. Κι όμως τα επιτίμια των ελληνικών σχολείων περασμένων δεκαετιών είχαν κάτι από την επανάληψη και την επιμονή της χριστιανικής μετάνοιας.
Ο σωματικός πόνος, επειδή αποδοκιμάστηκε σαν τρόπος παραδειγματισμού αρκετά νωρίς, ερέθιζε πάντα την εφευρετικότητα και όποιες σαδιστικές εκφάνσεις του χαρακτήρα κάποιων δασκάλων. Το τράβηγμα του αυτιού ήταν το συνηθισμένο και το αναμενόμενο. ‘Όμως με εντοπισμένη στους κροτάφους σωματική μνήμη, αρκετοί βετεράνοι φαβοριτούχοι θυμούνται το συγχρονισμένο τράβηγμα φαβοριτών προς τα πάνω – δεν άφηνε σημάδια και είχε και ένα υπαινιγμό παιγνιώδους διάθεσης από μέρους του εκπαιδευτικού, άσε που δε θα μπορούσε να πει και πολλά κάποιος γονέας, που θα ‘θελε να διαμαρτυρηθεί.
Συνήθως μετά ακολουθούσε η αποβολή αλλά αμφιβάλλω αν πρέπει να ενταχθεί στον κατάλογο των πειθαρχικών ποινών, που προσπαθώ να θυμηθώ. Έφευγες και το μισοχαιρόσουν. Από ωριαία έως τετραήμερη, αν και υπήρχε πάντα η απειλή της αποβολής από όλα τα σχολεία της χώρας – να φύγετε, να πάτε αλλού, πχ σε κάτι ιδιωτικά μπες βγες. Ας έπαιζε το ενδεχόμενο να εγγραφεί η διαγωγή κοσμία και όχι κοσμιωτάτη — είχες την ίδια στιγμή το βάρος του τιμωρημένου αλλά και τη χαρά της απόδρασης.
Κι αν κανείς αναρωτιέται τι μ’ έπιασε και καταγράφω Χριστουγεννιάτικα μνήμες μαθητικού ποινολογίου, ας μη πάμε σε σύνθετες αναλύσεις. Ήθελα να νιώσω, με την αγγελία της εκταμίευσης της δόσης το πρωινό της 14ης Δεκεμβρίου, δοσούχος και σωσμένος, επανεκκινούμενος και αναπτυσσόμενος και δε μου ‘βγαινε με τίποτα. Μόνο παραδειγματισμένος και συμμορφωθείς έκανα πως φαινόμουν, όπως τότε. Τότε που είχα φάει την αρχαία τιμωρία στο Δημοτικό από μια δασκάλα, που μάλλον της οφείλω εντέλει αρκετά. Σα να την ακούω ακόμη να μου λέει:
«Στη γωνία όρθιος, στο ένα πόδι»…