Η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει τη δικαστική διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα. Εχει δίκιο ή όχι ο υπουργός Πολιτισμού, κ. Αριστείδης Μπαλτάς;
Στην προκειμένη περίπτωση το δίκιο δεν θα το αναζητήσουμε αποκλειστικά και μόνο στον εν λόγω υπουργό, αλλά στην παρούσα κυβέρνηση. Η κυβερνητική βούληση, λοιπόν, είναι να συνεχιστεί η διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα επιλέγοντας τη διπλωματική-πολιτική και όχι τη νομική οδό. Την ανακοίνωση αυτή έκανε ο ίδιος ο υπουργός Πολιτισμού μιλώντας στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Εκεί, αναφέρθηκε στην κοινοτική οδηγία που αφορά στην επιστροφή αρχαιολογικών αγαθών που απομακρύνθηκαν παράνομα από ένα κράτος-μέλος της ΕΕ.
Πηγές από το αρμόδιο υπουργείο μού ανέφεραν το πραγματικά ακλόνητο επιχείρημα που οδήγησε σε αυτή την απόφαση – προ της επίσημης ανακοινώσεως του κ. Μπαλτά: «Προφανώς και θέλουμε ως χώρα να επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, φυσικά και διαθέτουμε στιβαρά επιχειρήματα, αλλά σε μια δικαστική διαμάχη είτε κερδίζεις την υπόθεση είτε τη χάνεις. Η προσφυγή σε μια αίθουσα δικαστηρίου αποτελεί μια κίνηση υψηλού ρίσκου και δεν έχουμε το δικαίωμα να ρισκάρουμε με την πολιτιστική μας κληρονομιά, αφού -σε περίπτωση που χάσουμε μια ενδεχόμενη δίκη- χάνουμε δια παντός το δικαίωμά μας στη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα». Το σημειώσατε; Δια παντός.
Και γιατί πέφτουν πολλοί από τα σύννεφα, μετά την τωρινή δήλωση του νυν υπουργού Πολιτισμού; Ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού, κ. Νίκος Ξυδάκης, στις 14 Μαΐου 2015, το είχε δηλώσει-προαναγγείλει, μέσω δελτίου Τύπου: «Οι νομικές γνωματεύσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμες και ενισχύουν την επιχειρηματολογία της Ελλάδας για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα, ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε δήλωσε ότι δεσμεύεται στο άμεσο μέλλον να ακολουθήσει τη δικαστική οδό. Η δικαστική οδός είναι μια από τις πολλές οδούς που ανοίγονται μπροστά μας. Ο πολυετής αγώνας με πολιτικά και διπλωματικά μέσα με σκοπό τη διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης έχει φέρει ήδη εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, και μάλιστα στη Βρετανία, διάκειται ευνοϊκά στην επιστροφή των γλυπτών. Σε κάθε περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση, αξιοποιώντας την πλούσια πείρα του παρελθόντος, επιλέγει τα προσφορότερα μέσα, τους όρους και το πεδίο για την επίτευξη των στόχων της». Οπου με αυτή την πολιτική θέση ήταν απόλυτα σύμφωνοι και τότε, αλλά και σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, την ίδια ημέρα, τότε, ο κ. Νίκος Ξυδάκης, μιλώντας στο MEGA, είχε δηλώσει: «Δεν μπορείς να πηγαίνεις σε δίκες για οποιοδήποτε θέμα, αφενός και, αφετέρου, στα διεθνή δικαστήρια η έκβαση είναι αβέβαιη, δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα». Πρόσθεσε, επίσης: «Η οδός για τη διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών είναι η διπλωματική και η πολιτική».
Ο κ. Κώστας Τασούλας, αντίστοιχος υπουργός Πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας, σημείωσε ότι η επίσκεψη της Αλαμουντίν και των μελών τού δικηγορικού γραφείου τού Λονδίνου, κυρίων Πάλμερ και Στίβενσον -τον περασμένο Νοέμβριο, στην Αθήνα- προσέφερε ανεκτίμητη δημοσιότητα στο πάγιο ελληνικό αίτημα. Θύμισε, επίσης, ότι εκείνες τις ημέρες τρεις Βρετανοί βουλευτές ζητούσαν την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Και αυτό τι σημαίνει; Πως γι' αυτό θα πρέπει να συνεχίσουμε τη δικαστική διαμάχη ή επειδή η κυρία Κλούνεϊ έμεινε απλήρωτη; 200 χιλιάδες λίρες είχε εισπράξει ως αμοιβή η νομική εταιρεία «Ρόμπερτσον-Πάλμερ» για τη σύνταξη πορίσματος με το οποίο εξηγούσε τις επόμενες νομικές κινήσεις – χρήματα τα οποία δόθηκαν από Ελληνα ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Νωρίτερα, ο Κώστας Τασούλας είχε χαρακτηρίσει «επιζήμιο και μικροπρεπή τον τρόπο με τον οποίο έκλεισε ο υπουργός Πολιτισμού το θέμα της επανένωσης των γλυπτών του Παρθενώνα…». Για απαράδεκτο ερασιτεχνισμό στο θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα κατηγορεί την κυβέρνηση το Ποτάμι υποστηρίζοντας ότι αντί να αξιοποιήσει τη δυνατότητα της νομικής διεκδίκησης, ο υπουργός Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα δεν θα προχωρήσει «επειδή θα χάναμε … Οταν κάτι τέτοιο δηλώνεται δημοσίως από την ελληνική πλευρά είναι σαν να παραδέχεται ότι η χώρα δεν έχει δίκιο στη διεκδίκησή της και να αναγνωρίζουμε το βάσιμο των επιχειρημάτων του Βρετανικού Μουσείου», σημειώνεται στην ανακοίνωση του ίδιου κόμματος. «Η ονομασία που απέδωσε στα Μάρμαρα του Παρθενώνα είναι λάθος νηπιαγωγείου και απαξία» υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, κ. Ανδρέας Λοβέρδος. Ο κ. Μπαλτάς, αναφερόμενος στις δηλώσεις του βουλευτή της ΝΔ, Κώστα Τασούλα, είπε ότι «περίπου, με έβγαλε μειοδότη». «Δημιουργήθηκε θέμα εκ του μη όντος» είπε και ζήτησε «να μην κάνουμε μικροπολιτική».
Είναι πολύ εύκολο, όμως, να γίνει μικροπολιτική, είναι εξαιρετικά απλό να περάσουν από αρκετά ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης διάφορες ανόητες φωνές που, χωρίς να ψάξουν το θέμα, δίχως να κάνουν ρεπορτάζ ή, απλώς, να σκεφτούν ψύχραιμα, κατέληξαν -με άναρθρες κραυγές- στο συμπέρασμα ότι «ο Μπαλτάς παρατάει τα Μάρμαρα», ότι αυτό αποτελεί εθνική μειοδοσία και πως έτσι θα χάσουμε το μομέντουμ της διεκδίκησης. Μήπως, όπως υποστηρίζουν κύκλοι του υπουργείου, «είναι πιο ρεαλιστική και αποδοτική η τακτική να δοθεί λύση σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο, με ταυτόχρονη συστράτευση ανθρώπων εγνωσμένου κύρους από όλον τον κόσμο, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, με κάθε τρόπο, προς αυτή την κατεύθυνση»; Οσο για το ότι ο υπουργός Πολιτισμού τα αποκάλεσε «Ελγίνεια» και όχι «Γλυπτά του Παρθενώνα», αυτό συνέβη λανθασμένα, στη ροή του λόγου του. Ομως, και η κα Ελενα Ράπτη της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και ο κ. Τάσος Σπύρου τού ΚΚΕ υπέπεσαν στο ίδιο λάθος στη χθεσινή συνεδρίαση της Βουλής. Τι να κάνουμε; Να τους κρεμάσουμε;
Ας μην το αναλύσουμε περαιτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι τόσο το υπουργείο στο οποίο προΐσταται ο κ. Μπαλτάς, όσο και η κυβέρνηση, χειρίζονται απολύτως σωστά την υπόθεση και, κυρίως, με τη δέουσα προσοχή. Δεν μπορείς να πας σε μια δίκη που είναι πιθανό να χάσεις – τελεία. Βέβαια, όλο αυτό αντιτίθεται στις ανούσιες επικοινωνιακές φανφάρες και φιοριτούρες που, ίσως, να περίμεναν κάποιοι Ελληνες.
Για να φύγει ο καημός στους συγκεκριμένους, προτείνω στο υπουργείο Πολιτισμού να καλέσει για μια απλή επίσκεψη στη χώρα μας τον Τζορτζ Κλούνεϊ.
Αλλωστε, μου έχουν τελειώσει και οι κάψουλες καφέ στο σπίτι.