Protagon A περίοδος

Oι μετανάστες και η Εκκλησία

Το νέο νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό βάζει κάποιες βάσεις, δείχνει την διάθεσή μας να κάνουμε ο,τι μπορούμε – αλλά συγχρόνως δηλώνει οτι δεν μπορούμε και πολλά...

 

Άρης Δαβαράκης

Οι εποχές αλλάζουνε αστραπιαία και οι ανατροπές που φέρνουνε είναι καμμιά φορά τόσο ραγδαίες που ο εγκέφαλός μας δεν προλαβαίνει να τις επεξεργαστεί και να προσαρμοστεί σ’ αυτές. Κοινωνίες, σε όλη την Ευρώπη, που είχαν μάθει νά «έχουν σύνορα» και να διατηρούν τα «εθνικά τους χαρακτηριστικά», έχουνε ήδη δυο δεκαετίες τώρα μπεί στην καινούργια λογική που επέβαλλαν οι νέες συνθηκες, το Σέγκεν και η παγκοσμιοποίηση στην εφαρμογή της. Εμείς, παρ΄όλο που, αυτές τις δυό δεκαετίες, συζούμε ήδη με τούς μετανάστες μας (κυρίως Φιλιπινέζες και Αλβανούς), είχαμε την εντύπωση οτι δεν θα ερχότανε η στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί θα διεκδικούσαν ίσα δικαιώματα με εμάς. Δεν καταλάβαμε πως είχαμε να κάνουμε με μια ιστορική ανατροπή. Βολευτήκαμε με αυτό που μας «εξυπηρετούσε» χωρίς να ζητάει τίποτα : Φιλιπινέζες στα σπίτια, Αλβανοί στις χοντρές δουλειές – και εμείς «αφεντικά» πιά, να δίνουμε εντολές και να «πληρώνουμε».

Ελα όμως που δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Αν είχαμε ένα-δυό τηλεοπτικά κανάλια (όχι μόνο εμείς, όλοι οι Ευρωπαίοι) που να μας ενημερώνουν για τίς διεθνείς εξελίξεις με σαφήνεια, αριθμούς, διεθνείς αποφάσεις, μετρήσεις, στατιστικές, ρεπορτάζ αληθινά απο την κινητικότητα που παρατηρείται στην μετακίνηση των πλυθησμών απο τίς φτωχές και ταλαιπωρημένες περιοχές του πλανήτη πρός τα δικά μας τα χωράφια, θα είχαμε καταλάβει καλύτερα το πρόβλημα και θα είχαμε ίσως εμπεδώσει το γεγονός πως είμαστε υποχρεωμένοι απο διεθνείς συνθήκες να «υποδεχόμαστε» και να εντάσσουμε στην κοινή μας ζωή συγκεκριμένο αριθμό μεταναστών κάθε χρόνο.

Θα ξέραμε επίσης οτι μια ολόκληρη μηχανή δουλεμπορίας εργάζεται πυρετωδώς καθημερινά μεταφέροντας όπως-όπως και με κάθε τρόπο απελπισμένους ανθρώπους (που μπορεί να έχουν πουλήσει και το ένα τους νεφρό για να πληρώσουνε τα ναύλα στούς μαφιόζους-δουλεμπόρους που θα τούς μεταφέρουν στην δική μας, «ονειρική» πραγματικότητα). Ισως αν είχαμε σωστότερη και έγκυρη ενημέρωση να τούς καταλαβαίναμε και καλύτερα, απο την ανθρώπινη πλευρά, αυτούς που χαρακτηρίζουν οι κρατικές οντότητες «λαθρομετανάστες».

Για κάποιον λόγο που δεν τον ξέρω, δεν υπάρχει ακόμα «Υπουργείο Μεταναστευτικής πολιτικής» ή όπως αλλοιώς θα μπορούσε να ονομαστεί. Υπάρχει όμως το πρόβλημα, οι καραβιές που είναι γεμάτες με ψυχές που προωθούν οι εξ ανατολών φίλοι μας πρός την Ελλάδα – με δόλωμα την ελπίδα πως «άμα φτάσεις στην Ελλάδα, πάει, είσαι πιά στην Ευρώπη. Δεν έχουν σύνορα εκεί. Πάς όπου θές, κυκλοφορείς ελεύθερος σε 27 χώρες τουλάχιστον – εύκολα». Εκεί που ζούνε αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχει τίποτα, ούτε φαϊ, ούτε νερό, ούτε στέγη βέβαια, ούτε ελπίδα. Κάτι πρέπει να κάνουν. Τα πουλάνε όλα και ξεκινάνε το μεγάλο ταξίδι το «λογικά» απελπισμένο, που είναι όμως η μόνη διέξοδος πρός κάποιο μέλλον. Ακούνε και ιστορίες συνανθρώπων τους που τα κατάφεραν και παίρνουνε κουράγιο. Στη Σοφοκλέους ο Μοχάμεντ έχει φτιάξει ένα μαγαζί mini-market και κάνει χρυσές δουλειές πουλώντας στούς Αιγυπτίους μπαχαρικά, ρούχα και τρόφιμα φερμένα απ’ την πατρίδα. Δανείζει με τόκο, έχει φτιάξει ενα μικρό ενεχυροδανειστηριο ας το πούμε, βοηθάει όσο μπορεί τους καινούργιους να βρούνε ένα στρώμα να κοιμηθούν κάπου, να βρούν και καμμιά δουλειά ίσως, ποιός ξέρει, όλα γίνονται.

Το νέο νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό βάζει κάποιες βάσεις, δείχνει την διάθεσή μας να κάνουμε ο,τι μπορούμε – αλλά συγχρόνως δηλώνει οτι δεν μπορούμε και πολλά. Στο Υπουργικό Συμβούλιο όπου συζητήθηκε και αυτό το θέμα είχε κληθεί να συμμετάσχει και ο Αρχιεπίσκοπος. Αναστατωθήκαμε μερικοί, «που ακούστηκε αρχιεπισκοπος σε υπουργικό συμβούλιο, ούτε στο Ιράν δεν γίνονται αυτά». Ισως δεν σκεφτήκαμε οτι εκλήθη για να να ενημερωθεί και να ευαισθητοποιηθεί γύρω απο το θέμα και η Εκκλησία που έχει, αν θέλει, πολλά να προσφέρει στο τόσο δύσκολο, ανθρωπιστικής καθαρά σημασίας, αυτό πρόβλημα. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι πάρα πολύ πλούσια αλλά για κάποιο λόγο συνεχώς αποταμιεύει και δεν αποφασίζει να διαθέσει ένα μεγάλο, γενναίο ποσόν, για να ανακουφίσει αυτούς τους ανθρώπους που πεινούν, κρυώνουν, αρωσταίνουν, κοιμούνται στα παγκάκια και, φυσικά, κάποια στιγμή, καταφεύγουν στην παρανομία.

Το κράτος αντιμετωπίζει αυτόν τον χειμώνα μια μεγάλη οικονομική κρίση και προσπαθεί να κάνει οτι μπορεί ώστε να ανακάμψουμε το συντομώτερο. Σε θέματα καθαρώς ανθρωπιστικά, στην φτώχεια, την αρώστεια, την πείνα, στην ένδυση και την στέγαση εξαθλιωμένων απόρων ανθρώπων (καμμιά σημασία δεν έχει αν είναι «νόμιμοι» ή «παράνομοι», είναι άνθρωποι ομότιμοι του Ιησου Χριστού και δεν διαφέρουν, «κατα το ανθρώπινον», σε τίποτα απο τον Αρχηγό της Εκκλησίας), οι Ιεράρχες μας θα έπρεπε να είχαν οργανώσει ισχυρές υποδομές και, συνεργαζόμενοι με το κράτος, να ξοδεύουν πολλά χρήματα και πολλή αγάπη για την ανακούφιση αυτού τουλάχιστον του προβλήματος. Δεν τής ζητάμε, της Εκκλησίας, τίποτε περισσότερο απο αυτο που οφείλει να κάνει : Να δραστηριοποιηθεί και να σταθεί δίπλα στο κράτος ενισχύοντάς το και απαλλάσοντάς το απο ένα ακόμα δυσβάχτατο βάρος. Να μοιραστεί τα βάρη και να αναλάβει η ίδια πρωτοβουλίες που θα δείχνουν οτι είναι έτοιμη να ξοδέψει πολύ χρήμα και πολύ κόπο και πολύ χρόνο και ενέργεια για να συνδράμει δυναμικά σ’ αυτό που λέμε «μεταναστευτικό πρόβλημα» – ή «το πρόβλημα με τους μετανάστες».

Πολύ φοβάμαι όμως πως η Εκκλησία δεν έχει δυστυχώς καταλάβει πρός τα που οδηγούνται οι εξελίξεις και δεν μπάινει στον κόπο να κατανοήσει την νέα πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται διεθνώς, μέρα με την ημέρα. Σαν τίς μωρές παρθένες οι Ιεράρχες μας αρνούνται το «έλεος», το λαδάκι που θα φωτίζει τις λαμπάδες όσων δεν ξεχνούν τους συνανθρώπους τους και δεν τους ξεχωρίζουνε σε παιδιά ενός ανώτερου Θεού και σε παιδιά κάποιου άλλου, κατώτερου.

Παράδοξο αυτό για μια Θρησκεία που είναι κατα παράδοσιν Μονοθεϊστική. Θά έπρεπε όχι μόνο να καταλαβαίνει αλλά και να διδάσκει στην πράξη ότι ένα Ελληνόπουλο καλοθρεμμένο, δεν διαφέρει σε τίποτα απο έναν πακιστανό με ένα νεφρό που δεν έχει που να κοιμηθεί. Ενας είναι ο Θεός, έτσι λέει το «Πιστεύω». Δεν είναι άλλος ο Θεός των Ελλήνων που εκκλησιάζονται τας Κυριακάς και άλλος ο Θεός των Αφγανών, των Ιρακινών και όλων των άλλων βασανισμένων που έρχονται εδω και μάς ζητούν ελπίδα, βοήθεια, δουλειά. Στο όνομα αυτού του Θεού που λέει πως τον πιστευει, πρέπει λοιπόν η Εκκλησία να οργανωθεί και να ανασκουμπωθεί και να στρατολογήσει εθελοντές και να βρεί κτίρια που μπορούν να διαμορφωθούν σε προσωρινές κατοικίες των αστέγων.

Γι’ αυτό την φωνάξαμε στο Υπουργικό Συμβούλιο. Μπάς και φιλοτιμηθεί και κάνει κάτι επιτέλους.