Protagon A περίοδος

Ο Παπαχελάς, η Μύκονος και το φινάλε

Εκεί κατά τα τέλη τής δεκαετίας του '60, αν δεν κάνω λάθος, ο Αλέκος, ο πατέρας ενός φίλου αδερφικού, αγόρασε στη Μύκονο μισή πλαγιά ξερολιθιές, 50-60 στρέμματα ας πούμε, σε μια μεριά που ούτε δρόμο είχε να πας ούτε και θα 'θελες ποτέ σου να πας.

Άρης Δαβαράκης

Εκεί κατά τα τέλη της δεκαετίας του '60, αν δεν κάνω λάθος, ο πατέρας ενός φίλου αδερφικού, αγόρασε στη Μύκονο μισή πλαγιά ξερολιθιές, 50-60 στρέμματα ας πούμε, σε μια μεριά που ούτε δρόμο είχε να πάς ούτε και θάθελες ποτέ σου να πάς. Οι φίλοι του και οι συγγενείς του του κάνανε μάλιστα και τη σχετική πλάκα, καλά να είναι εκεί που είναι, ο εξαιρετικός αυτός, ευγενικός, χαμηλών τόνων, καλόκαρδος άνθρωπος (έφυγε πριν προλάβει να κλείσει τα 50 του χρόνια).

Την Πέμπτη που διάβαζα το, πραγματικά εξαιρετικό άρθρο του Αλέξη Παπαχελά στην Καθημερινή όπου, σε μια σπάνιας ευαισθησίας και ουσίας ανάλυση (που αφορά το μέλλον της πατρίδας μας), αναφέρεται μεταξύ άλλων στην περιώνυμη “παρέα της Μυκόνου” η οποία λεηλάτησε τις κρατικές προμήθειες, έβαλε στη μισθοδοσία της ή υπό τον έλεγχό της πολιτικούς και μέσα ενημέρωσης και πλούτισε προκλητικά», δεν μπόρεσα να μην τις θυμηθώ αυτές τις ξερολιθιές που όταν πήγαμε να τις δούμε κι’ εμείς κάποια στιγμή τότε, παιδιά ακόμα, στην ήβη και την εφηβεία μας, καταγρατζουνιστήκαμε, βαρεθήκαμε πάρα πολύ και φωνάζαμε στούς μεγάλους να φύγουμε αμέσως, να πάμε στην κανονική Μύκονο που ξέραμε – γιατί ήτανε και λίγο αγριευτικά εκεί, ούτε πουλί πετούμενο δεν έβλεπες. Η πλαγιά ήταν όλο θάμνους και ξερολιθιές και κατέληγε κάτω στη θάλασσα σε κάτι άγρια βράχια όπου έσκαγε αφρισμένο το κύμα Ιούλιο μήνα. «Ούτε τα κατσίκια τους για βοσκή δεν φέρνουνε εδω οι Μυκονιάτες» λέγανε όλοι. «Το πιάνει τόσο ο αέρας 350 μέρες το χρόνο που, κοιτάξτε, όλα τα θαμνοειδή είναι σαν ξυρισμένα, με φορά και με φόρα». «Μα, καλά, τι τα πήρες» ρωτούσανε φίλοι και γνωστοί και ο αγοραστής τούς έκανε πλάκα. «Δεν θα σας πω πόσα έδωσα. Αλλά τα ξαναλέμε σε καμμιά 30αριά χρονάκια!». Φεύγοντας άρον-άρον να πάμε στον Άγιο Στέφανο ή στην Ψαρού να κολυμπήσουμε ήσυχοι, έριξα, θυμάμαι, μια ματιά στην μαγευτική θέα: Η Δήλος, οι Δήλες, το απέραντο γαλάζιο, και πέρα βαθιά όλες οι μαγευτικές Κυκλάδες, ένας διαφορετικός όγκος η κάθε μία, με το μικροσκοπικό (μυκονιάτικο) «νησί του Μπάο» λίγο πιό δεξιά μας καθώς γυρίζαμε στην Χώρα απο τον δρόμο του Αη-Γιάννη και του Ορνού.

Πολλά χρόνια μετά και μετά απο πολλές αλλάγες και ανατροπές. μάθαμε οτι εκεί ακριβώς «στη γειτονιά» χτίζανε τίς βίλλες τους ο κ. Κοπελούζος, η κ. Ντόρα Μπακογιάννη και διάφοροι άλλοι («όνομα και μη χωριό» πούλεγε και η μάνα μου) που τούς αρέσει να χτίζουνε κι αυτοί όσο πιό κοντα γίνεται στούς διάσημους και τούς «επώνυμους» – τι τρελλή λέξη κι αυτή, ε, λες και δεν έχουμε όλοι ένα «επώνυμο». Μη σας τα πολυλογώ, με τη βοήθεια του τότε λαοφιλούς (αλλά τώρα πιά και «πρώην» και «πολύ μπλεγμένου»), του «υπερκομματικού» Δήμαρχου Βερώνη που έβγαινε και στίς πρωϊνες εκπομπές της Ρούλας Κορομηλά με μπλέ σιέλ κοστούμι μέσ’ στην καλή χαρά, («Δήμαρχο Χαρχούδα» πήγα να τον πώ, αλλά αυτός ήτανε Δήμαρχος στην παραμυθένια «Λιλιπούπολη», όχι στην αποκρουστικά ρεαλιστική Πλουσιόπολη τών «μεγάλων» Ελληναράδων), ακόμα και ΑΥΤΗ η πλαγιά, η ξυρισμένη απ΄τους ανέμους κόντρα, είναι πιά καραχλιδοχτισμένη. Και, παρ΄ όλο που ο αέρας συνεχίζει να σου αρπάζει το κεφτεδάκι απο το πιάτο και να το πετάει σβουρηχτό στήν πισίνα, έχουνε γίνει εκεί γύρω απο τούς φωτισμένους πισινόκηπους δεξιώσεις και δεξιώσεις (με catering απο “Platis” και πάνω οπωσδήποτε, και «διακοσμήσεις κήπων» ειδικευμένων designers και, βέβαια, τον φίλο μου τον Γιώργο Ντάβλα στο πλευρό του εκάστοτε «ζεύγους οικοδεσποτών» ως επι της υποδοχής και τών “P.R”). Οι θάμνοι, οι πέτρες, τα βράχια και οι ξερολιθιές γίνανε ένα με τa Salvatore Ferragamo ξώφτερνα, τίς Chanel τσάντες και τα φουλάρια του Hermès ενώ τα Armani κοστούμια βοσκήσανε εκεί ακριβώς πού ούτε τίς κατσίκες τους δεν καταδεχόντουσαν να πάνε οι Μυκονιάτες για βοσκή – διακοσμημένα μάλιστα με ροζ, ροζ, ροζ, πολλές ρόζ σατέν γραβάτες συνδυασμένες με παπούτσι λουστρίνι-ξιφία και μανικετόκουμπο άνω τών 30.000 ευρώ (το ένα).

Επιστρέψτε όμως, μετά απο αυτό το χαρούμενο διάλειμμα, στο κείμενο του Παπαχελά και διαβάστε το. Δεν γράφονται κάθε μέρα τόσο ευθύβολα και ξεκάθαρα κείμενα, όσο πεπειραμένος και νά είναι ο αρθρογράφος. «Χθες καταλάβαμε όλοι σε ποιο σταυροδρόμι βρισκόμαστε, αν θα ανοίξουμε τις πύλες του φρενοκομείου και θα πάμε στην πτώχευση και στον Τρίτο Κόσμο ή αν θα βρούμε αντοχές να περάσουμε τον κάβο», λέει, μεταξύ πολλών άλλων.

Οι τελευταίες, δραματικές εξελίξεις τής Τετάρτης, και οι, όλο και πιό συχνές φραστικές υποτιμητικές επιθέσεις πρός όποιον ανήκει στο μισθολόγιο του «πολιτικού προσωπικού» που μας οδήγησε ως εδώ, δείχνουνε οτι η σελίδα έχει γυρίσει. Και η δύναμη με την οποία «τρέχει» η φορά τών πραγμάτων είναι τόσο ισχυρή ώστε κανείς απο όλους αυτούς που κορδώνονταν τριάντα χρόνια τώρα κατακλέβοντας το δημόσιο και όλους εμάς δεν θα καταφέρει να γλυτώσει την δημόσια χλεύη – και την πολιτική απομόνωση βέβαια. Αυτό είναι και το ζητούμενο εξ΄άλλου, η δημόσια διαπόμπευση της λαμογιάς με ονόματα και επίθετα («επώνυμα» πράγματα, όπως τα θέλανε και οι ίδιοι πριν καταλάβουν οτι κάποια στιγμή θα ερχότανε και η ώρα τους), ώστε να βρεθεί πιά χώρος για νέα, εντελώς άλλων αντιλήψεων και προτεραιοτήτων πολιτικά πρόσωπα.

Μέσα στο βαθύ σκοτάδι των τελευταίων ημερών, απο το Δ.Ν.Τ μέχρι την στυγνή δολοφονία των τριών συνανθρώπων μας, το μόνο φώς που φαίνεται στην άκρη του τούνελ είναι η ήδη «προαναγγελθείσα» απόφαση του Ελληνικού λαού να απολύσει πάραυτα το μεγαλύτερο μέρος του «πολιτικού προσωπικού του», να απομονώσει τίς «παρέες» του πολιτικού αυτού προσωπικού – και να επανδρώσει το καράβι που λέγεται Ελλάδα με άλλου είδους Έλληνες. Ας μην αργούμε ― το γοργόν και χάριν έχει. Μπορεί να το κάνει και ο ίδιος ο Γ.Α.Π χωρίς πολλές κουβέντες.

Αν δεν μπορεί, θα απολυθεί κι’ αυτός μαζί με το “προσωπικό” του πολύ σύντομα – και θα είναι κρίμα. Το ίδιο ισχύει και για τον Αντώνη Σαμαρά : Η θα απαλλαγεί απο όλους αυτούς τους μπλεγμένους και βρώμικους τώρα αμέσως ή, αν δεν μπορεί, πάει και ο ίδιος σπιτάκι του, πριν τον στείλει ο κόσμος αδιάβαστο, όπως κάνει ήδη κάθε μέρα που περνάει με αυτούς που μας καταστρέψανε.