Μέσα Ιουλίου του 2007 επιστρέφω από την Τζια. Έχω βγει στο Λαύριο και οδηγώ προς την Αθήνα, ενώ μαίνονται πυρκαγιές και ο καπνός φτάνει μέχρι τον αυτοκινητόδρομο. Χτυπάει το τηλέφωνο για δουλειά. Κάνουμε μια καινούρια σειρά, μπλα μπλα, σας ενδιαφέρει, πότε μπορείτε να περάσετε; Πού βρίσκεστε; "Σπάτα, έρχομαι τώρα", λέω, στρίβω και πάω κατευθείαν στην εταιρεία παραγωγής.
Από δω ο σκηνοθέτης μας ο Θοδωρής Παπαδουλάκης. Δεν τον ήξερα. Άρτι αφιχθείς από Αγγλία και Χανιώτης, γέννημα θρέμμα. Χαίρω πολύ και τα σχετικά, περί τίνος πρόκειται η ιστορία; Είναι ένας πρωταγωνιστής και ο κολλητός του που θέλουμε εσάς. Ευχαριστώ, δε με ενδιαφέρει, μα… δεν έχει μα, έχω κάνει έναν σωρό κολλητούς, τέρμα, μα διαβάστε πρώτα τα σενάρια, ευχαριστώ, δεν αλλάζω γνώμη, τουλάχιστον πάρτε τα, άντε δώστα, τι να σου πω.
Φεύγοντας κοντοστέκομαι, πού μπορώ να δω δουλειές σου; ρωτάω τον Θοδωρή. Να, πάρε ένα dvd με τις τρεις ταινίες μου μικρού μήκους, απαντάει. Ευχαριστώ, γεια σας.
Πηγαίνω σπίτι, διαβάζω τα σενάρια, ok, θα πω όχι, δε με ενδιαφέρουν. Βάζω το dvd και βλέπω τις ταινίες του Θοδωρή, την Πιλάλα και το Σάμουρε. Τον παίρνω τηλέφωνο. «Δε με νοιάζει ο ρόλος, αλλά θέλω να δουλέψω μαζί σου», του λέω.
Δυο επιτυχίες κάναμε μαζί, «Μπαμπά, μην τρέχεις» και «Νησί». Και τα δυο στο Μέγκα.
Γενάρης 2013, καταχείμωνο. Χτυπάει το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ο Θοδωρής.
-Έλα μρε! ‘ντα γίνεται; Θα κάμουμε ένα βίντεο για την Κρήτη, παραγγελία της περιφέρειας;
-Το ρωτάς;
Πίσω στο χρόνο: Κρήτη, Χουδέτσι Ηρακλείου, ο παππούς μου ο Νικολής κι εγώ ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, τριάντα χρόνια πριν, να περπατάμε κάτω απ΄ την κρεβατίνα μας σκυφτοί, με τα παπούτσια μας να βουλιάζουν στο φρεσκοοργωμένο χώμα. Πέρσι μου λέει ο θείος μου ο Ειρηναίος, «θυμάσαι, βρε, πού είναι οι ελιές σας, ε;» και ξανά στο φορτηγάκι να ξαποσταίνουμε στον ίσκιο, κάτω από τις ευλογημένες ρίζες, με μια πανδαισία τζιτζικιών να υψώνεται στο κρητικό απομεσήμερο.
Φλεβάρης 2013, προσγειώνομαι στα Χανιά. Με παραλαμβάνει ο Δημήτρης, ο διευθυντής παραγωγής, και κατευθείαν σε ξενοδοχείο έξω απ’ το Ρέθυμνο. Εκεί ο Γκλιν Τζόουνς, εκ των σεναριογράφων του Dr Who, του BBC παρακαλώ, και μονίμως διαμένων πια στο Βάμμο, να υποδύεται τον Βρετανό παραγωγό ταινιών κι εγώ τον επίδοξο σκηνοθέτη. Α, ναι, το κείμενο όλο στα αγγλικά, σε ευχαριστώ, κ. Λεονάρδε, δάσκαλέ μου στο φροντιστήριο του Ρέντη, που μου έμαθες αγγλικά, ποτέ δε σε ξέχασα.
Όλη μέρα γύρισμα, ο Θοδωρής είναι όλο ιδέες, κάντο κι έτσι, κι αλλιώς και παραέτσι, δεν τον ξέρω δα, ότι δε σταματάει ποτές; Κατάκοπος γυρίζω στον ωραιότατο ξενώνα στην άδεια παλιά πόλη των Χανίων, στον ερημικό χειμώνα, και ξανά το ξημέρωμα στο γύρισμα. Και καπάκι στο Ηράκλειο για παράσταση, ένα κουρέλι.
Την άλλη Κυριακή, συννεφιά και βροχή, το κύμα να σκάει στο παλιό λιμάνι στα Χανιά, πααφ! να υψώνονται τα κύματα, κι εγώ στην άκρη, «πρόσεξε, μωρέ, μη γλιστρήσεις και πέσεις κι είναι αυτό το τελευταίο πλάνο της καριέρας σου!». –Θα πάω ένδοξα και θεαματικά τουλάχιστον, χα χα!
Ξεσπάει η μπόρα, ξαποσταίνουμε με ένα μαλωτήρα με μέλι. Δίνω το παξιμαδάκι, που το συνοδεύει, σε έναν σκυλάκο που ανεβαίνει στην καρέκλα μου. Το απόγευμα ο ουρανός καθαρίζει κι ανεβαίνουμε για ένα τελευταίο πλάνο πάνω από τις μεσαιωνικές φυλακές Ιτζεδίν. Πιάτο από κάτω όλος ο κόλπος της Σούδας, φρεσκοπλυμένος, να λαμποκοπάει στο χειμωνιάτικο φως.
Για κάτι τέτοιες εικόνες είναι αυτή η παλιοζωή, συλλογιέμαι.
Θυμάμαι τη ρήση του Καζαντζάκη, από την Αναφορά στον Γκρέκο: Κρήτη μου, καράβι τρικάταρτο!