Μακρύ ελληνικό καλοκαίρι και κρυπτόν ουδέν κάτω από τον ήλιο… Το εθνικό μας φεστιβάλ χοληστερίνης απλωμένο στην άμμο, χυμένο σε αλουμινένιους απογόνους ρωμαϊκών ανάκλιντρων (πες το και ξαπλώστρα). Χιλιάδες άτυχοι εξολοθρευμένοι χοίροι έχουν μεταβληθεί δια του πιτόγυρου και της σπαλομπριζόλας σε πατσιακούς και κωλιακούς μυς μεγάλου εύρους, που προσπαθούν κάπως να χωρέσουν στο «παρ’ το πόδι σου απ’ το στόμα μου» μπητσόμπαρο.
Κι ενώ το τριανταπεντάρι ανελέητο σπρώχνει στο πλατσούρισμα και η τόση ύβρις προσπαθεί να χρωματισθεί σοκολά, κάνει είσοδο -με παντελόνι χειμωνιάτικης φόρμας, μακό με στάμπα smile και πουκάμισο τζην, με σαμπό πλαστικό και καπελάκι ψάθινο- η μικρή Κινέζα. Από αλλού, αλλιώς και άλλη, διασχίζει με τη συστολή της παράταιρης την αραχτή ακτογραμμή μες το δάσος από τα πλαστικά καλαμάκια του φραπέ, προσπαθώντας να πουλήσει. Χωρίς ίχνος ιδρώτα, μ’ ένα χαμόγελο καρφωμένο μάλλον εκ γενετής στα χείλη, η εύθραυστη Ανατολίτισσα περιφέρεται από ανάκλιντρο σε ομπρέλα, από πετσέτα σε φρέντο, προτείνοντας με ιδιότυπο τονισμό την παρεχόμενη υπηρεσία:
— Μά – σάζ; Μά – σάζ;
Στα χέρια της κρατά πλαστικοποιημένο τιμοκατάλογο στα ελληνικά και τον επιδεικνύει σε πρώτη ζήτηση για το ξεκάθαρο της συναλλαγής. Κάποιοι από τους λουόμενους – γιατί κολυμβητές δε τους λες – εκδηλώνουν ενδιαφέρον είτε για να σκοτώσουν την ώρα τους είτε γιατί δυο χέρια κίτρινης φυλής στο αργοψημένο σώμα τους ήταν από παλιά απωθημένο. Με την άκρη του ματιού παρατηρώ νεύματα και νοήματα προς τον ευρύχωρο πατρίκιο πέντε ξαπλώστρες παραπέρα. Η τυχόν επίτευξη συμφωνίας μασάζ θα ξυπνήσει στους παλαιότερους της ακτής μνήμες Ζαχαρία και χονδρής απ’ την ανάποδη αλλά τελικά δεν…
Και εκεί στην ντάλα του μεσημεριού ξυπνά και το δικό μου απωθημένο και δεν έχει σχέση με την ανατολική παράδοση αφής του σώματος. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα… Αν και το έχω προσπαθήσει επανειλημμένα, δεν έχω καταφέρει να συνομιλήσω – ε ναι, δεν ξέρω και κινέζικα, είναι αλήθεια- ποτέ με Κινέζο ή Κινέζα, που ζει και δουλεύει ανάμεσά μας. (Ίσως θα ήταν καλή ιδέα αν πήγαινα διακοπές και με μεταφραστή την επόμενη φορά…) Αυτοί οι άνθρωποι–αίνιγμα, που υπάρχουν και δεν υπάρχουν, σιωπηλοί έως αμίλητοι, αόρατοι αλλά και της διπλανής πόρτας, φευγαλέα χαμόγελα έναντι ελαχίστων ευρώ, είναι απάτητο σχεδόν για όλους πεδίο ανθρωπογεωγραφίας.
Καταστρώνω γρήγορα σχέδιο πλαγιοκόπησης καθώς η μικρή Κινέζα σε λίγο πλησιάζει προς το μέρος μου… Γελώ από μέσα μου καθώς θυμάμαι την υποδοχή έγχρωμου σε καφενείο χωριού της Πτολεμαϊδας («-Από πού είσαι συ;» «-Από την Κινσάσα.» « – Μέσα απ’ την Κινσάσα;» « – Από μέσα» «– Και τίνος παιδί είσαι;»).
Όχι, θα δράσω έξυπνα – φοβού τους Δαναούς, παλιό και δοκιμασμένο… Γεμίζω ένα πλαστικό ποτήρι δροσερό νερό και καθώς η Κινεζούλα έρχεται -μες στο λιοπύρι, μπρος στην ομπρέλα μου- επιστρατεύω το πλέον μειλίχιο χαμόγελο και της το προσφέρω. Η εύθραυστη δείχνει να αιφνιδιάζεται προς στιγμή, φέρνει το δεξί της χέρι στον κόρφο της σαν ένδειξη ευχαριστίας και δείχνοντας ένα μπουκάλι από ώρα ζεσταμένο νερό στην τσέπη της, λέει:
–Μά – σάζ; Μά – σάζ; (πάντα διπλό).
Όσο κι αν προσπάθησα τα επόμενα λεπτά, ήταν οι μόνες λέξεις, που η Κινεζούλα πρόφερε με σταθερό ρυθμό επανάληψης μέχρι να καταλάβει πως δεν ενδιαφερόμουν για μασάζ και να φύγει για την επόμενη ξαπλώστρα…