Πολλά χρόνια τώρα συζητάμε και κουβεντιάζουμε για τα χάλια μας. Με μοναδικό διάλειμμα εκείνο τών Ολυμπιακών αγώνων και της έκπληξής μας να βρεθούμε με τα ευρώ στη τσέπη, έτοιμα και κολλαριστά, η δημόσια ζωή στην Ελλάδα – όχι η ιδιωτική ζωή μας απαραίτητα – είναι μια συνεχής γκρίνια. Είναι παράδοξο. Μια τόσο όμορφη και φωτεινή χώρα να κουβαλάει τέτοιο φορτίο γκαντεμιάς και αρνητισμού.
Εμείς, οι λεβέντες και φιλότιμοι, εμείς, οι σωστοί, οι καλοί άνθρωποι, οι εργατικοί, εμείς που ξέρουμε να χαιρόμαστε τη ζωή. Εμείς, εμείς, εμείς – του εξήντα οι εκδρομείς- οι παραβατικοί, οι κλέφτες, οι κουτοπόνηροι, οι υποκριτές, οι αχάριστοι, τα λαμόγια. Ένας λαός που αν τον ξεχωρίσεις σε πρόσωπα θα βρείς 11 εκατομμύρια διαμάντια (και μπλουζ) και αν τον δείς σαν ενότητα πρέπει να φορέσεις χειρουργικά γάντια πρίν τον αγγίξεις γιατί δεν ξέρεις απο πού θα σου ΄ρθει το μικρόβιο, τόσο έχει πια σαπίσει.
Μιλάς μ΄ έναν δικαστικό και σχεδόν συγκινείσαι με τη λάμψη που αστράφτει μέσα στο βλέμμα του όταν μιλάει για την Δικαιοσύνη – στο χώρο των ιδεών όμως, όχι στον ελλαδικό χώρο. Για την Ελληνική Δικαιοσύνη είναι πολύ ρεαλιστής και το θεωρεί δεδομένο οτι είναι άδικη, διεφθαρμένη και διαπλεκόμενη. «Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό», σου λέει – ο ίδιος άνθρωπος με τα υψηλά ιδανικά. Κουβεντιάζεις μ΄έναν σαρανταπεντάρη πολιτικό και διακρίνεις μιαν ευρύτητα σκέψης, μια ποιότητα, μιαν ηπιότητα, μιά βαθειά πίστη στο καλό τής Ελλάδος, μια στοχοπροσήλωση στα ιδανικά της προσωπικής ελευθερίας και (πάντα) της Δικαιοσύνης και λές, μωρέ μπράβο. Αν τον δείς πώς λειτουργεί «μέσα στο κόμμα» δεν θα τον αναγνωρίσεις βέβαια. Και αν δείς τίς καταθέσεις και τίς ιδιοκτησίες που απέκτησε απο τον καιρό που «μπήκε στην πολιτική» θα εντυπωσιαστείς δικαιολογημένα με την ευλυγισία του.
Δεν ξέρω αν πρόκειται για υποκρισία ή απλώς για ασθένεια μη ιάσιμη. Και δεν ξέρω αν το πρόβλημα είναι ελληνικό ή πανανθρώπινο, αν τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και είς Παρισίους δηλαδή. Και όσο μεγαλώνω τόσο λιγότερα ξέρω γιατί σιγουρεύομαι πιά οτι δεν ξέρω τίποτα.
Το μόνο σίγουρο είναι πως ενημερώνομαι και οι πληροφορίες λένε οτι δεν πάμε καθόλου καλά. Οτι μας πήραν είδηση. Οτι τα φάγαμε όλα τα λεφτά και αν δεν βρούμε επειγόντως δανεικά δεν θά έχουμε να πληρώσουμε ούτε τίς γάζες στα νοσοκομεία. Η Ελλάδα χωρίς να της έχει συμβεί καμμιά βιβλική καταστροφή βρίσκεται ξαφνικά θαμμένη κάτω απο ερείπια. Χρειάζεται βοήθεια, εκλιπαρεί, η διεθνής κοινότητα λυπάται, αλλά δεν είναι πιά πρόθυμη να βοηθήσει. Υπάρχει η Αϊτή, η Χιλή, υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς νερό και χωρίς στέγη, χωρίς λίγη τροφή, χωρίς μια ασπιρίνη στον πλανήτη αυτόν. Δεν περισεύουν τα λεφτά. Υπάρχουν πόλεμοι, Ιράκ, Αφγανιστάν, ανοιχτοί λογαριασμοί, στρατοί που πρέπει να συντηρηθούν, υπάρχουν άλλες προτεραιότητες στην παγκόσμια κοινότητα. Δεν είναι ο 14ος μισθός ο δικός μου το κυρίαρχο πρόβλημα.
Και είναι σαν να ακούω καλούς μου φίλους που πάντα με στήριζαν να μου τραγουδάνε μελαγχολικά, αποχαιρετώντας με, πρός το παρόν τουλάχιστον, εκείνο το τραγούδι που λέει η Πρωτοψάλτη και είναι γραμμένο για εντελώς άλλους λόγους αλλά ταιριάζει τόσο πολύ στην περίσταση.
«Κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη, δεν θα γυρίσω να κοιτάξω. Κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη, μια και καλή θα σε ξεγράψω».