Ο Κωστής γεννήθηκε στη Β Πειραιά. Ο πατέρας του σκουπιδιάρης στο Δήμο με το καρότσι, βολεύτηκε εκεί προ αμνημονεύτων, με ένα μέσο του δικού του πατέρα, έκτοτε με το καροτσάκι πάνω κάτω τα πρωινά, ποτέ δεν αναμίχθηκε στα πολιτικά, ούτε στα ποδοσφαιρικά, δουλειά-καφενείο και σκούπα-φαράσι στη γειτονιά. Τις Κυριακές έπαιρνε το γιόκα και παγαίνανε στα γήπεδα για συμπληρωματικό μεροκάματο, σακούλες ολόσωμες στους φιλάθλους στις νεροποντές, φελιζολάκια για να μην πιάνονται στα τσιμέντα, τότε που το Καραϊσκάκη δεν είχε ούτε καθίσματα, ούτε στέγαστρα, και η μπύρα πουλιόταν στο βαρέλι στον πάγο.
Ο Κωστής τελείωσε το Γυμνάσιο κουτσά στραβά, δεν τα έπαιρνε τα γράμματα, και ο γέρος του τον έστρωσε στο μεροδούλι, στη λαχαναγορά να ξεφορτώνει καμιόνια, να κουβαλάει με το καρότσι τα σακιά, αρνιά στην πλάτη στους κρεατέμπορες, από τα μεσάνυχτα μέχρι το καλό πρωί, δεν καθότανε στιγμή. Όλη τη βδομάδα σκότωμα, τα Σαββατόβραδα μπουρδελότσαρκα και ηλεκτρονικά και τις Κυριακές τα μεσημέρια στο γήπεδο ρε με την ομαδάρα και τον πατέρα για εξτραδάκια.
Ο Κωστής ήτανε κακομούτσουνος ολίγο, μαυριδερός, δεν είχε χρόνο για φίλους και πολλές παρέες, ο πατέρας αυστηρός, τον έδερνε με τη ζωστήρα, και μονίμως να τον βάζει για θελήματα, παιχνίδι δε φχαριστήθηκε ο Κώστας, βόλτες αλανιάρικες με συμμαθητές, ηλιοβασιλέματα στο Πασαλιμάνι και τσάρκες για παγωτό και σινεμά.
Ο Κωστής παρουσιάστηκε στα τεθωρακισμένα. Έβγαλε δεκαοχτώ μήνες μέσα στο άρμα. Λιοπύρι, κουφόβραση, με βροχή, κρύο μέσα στον χακί ντενεκέ, να γυαλίζει, να οπλίζει, να σφουγγαρίζει, να βαράει προσχές, διατάξτε, μόνο στο καψιμί που ανέλαβε πριν την απόλυση χαλάρωσε μια στάλα.
Ο Κωστής γύρισε στη γειτονιά. Μονόχνωτος και προλετάριος. Ο γέρος είχε σκεβρώσει από τη χειρωνακτική ζωή, του βρήκε πόστο σε περίπτερο και μαζί με το τρίκυκλο μαζώνανε λαμαρίνες για λιώσιμο.
Ο Κωστής δε σκάμπαζε πολλά, αλλά μια ανομολόγητη φιλοδοξία την είχε. Για πού; Για τι; Μια κόμπλα κοινωνική του γάζωνε το μυαλό, που δεν ήξερε να ντυθεί, να φερθεί, να μιλήσει, και τα κορίτσια τον κοιτάγανε σαν να ήτανε διάφανος. Στις λίγες άδειες ώρας έπαιρνε το παλιοπαπί και γκάζωνε μέχρι το Πέραμα και τη Σαλαμίνα.
Ο Κωστής στρατολογήθηκε Κυριακή μεσημέρι Ιούνιο μήνα. Πέρασε από το περίπτερο ο Χρήστος και τον κάλεσε για καφέ σε μια καφετέρια στην Αμφιάλη. Ο Κωστής κόμπλαρε από την οικειότητα και το σεβασμό που του δείξανε. Και από τη σημασία που του κουνήσανε μπροστά του σαν το καρότο. Ο Κωστής γύρισε σπίτι του και έκλαψε για τους καινούριους φίλους που τον δεχτήκανε σαν παλιοί συγγενείς. Από εκείνο το βράδυ ξεκίνησε να ανήκει κι αυτός κάπου.
Στο πρώτο ντου φτάσανε μέχρι πλατεία Αμερικής. Ο Κωστής ούτε που είχε ανέβει μέχρι εκεί. Πόνεσε το πόδι του από τις κλωτσιές που έριξε. Ξέρασε και λίγο στο γυρισμό, δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να τρώει μπουνιά ζωντανά και να πετάγεται το αίμα.
Ο Κωστής δεν ξανακόλωσε έκτοτε. Τη δεύτερη φορά κράταγε το πτυσσόμενο. Σε μια έφοδο πλάκωσε παλιούς του συμμαθητές. Φόραγε την κουκούλα και δεν τον καταλάβανε. Τους τσάκισε στο ξύλο. Στο περίπτερο άλλαξε τη θέση των εφημερίδων. Κρέμασε και την ελληνική σημαία. Κάποιοι πελάτες τον ήξεραν, χαιρετιόντουσαν με το βλέμμα. Σε ένα νταραβέρι με μπάτσους γνώρισε μια μπατσίνα, μια αδύνατη μελαχρινή από τα Ταμπούρια. Ο Κώστας είχε γίνει εν τω μεταξύ σύνδεσμος. Ειδοποιούσε τα παιδιά της ομάδας κρούσης. Το μωρό με τη στολή γούσταρε τους σκληρούς άντρες. Ο Κωστής μέσα από την οργάνωση έβγαζε γκόμενα περιωπής. Ο Κωστής ένιωθε ότι για πρώτη φορά μπορούσε να γαμήσει όλη την κοινωνία.
Τα ναζιλίκια δεν του λένε τίποτα. Τα Πακιστάνια, τα κομμούνια, τους χιπχοπάδες τους έχει όλους γραμμένους. Ο Κώστας ήθελε να ανήκει κάπου. Και βρήκε εκεί. Πιθανώς αυτό το εκεί, να τον αλέσει και να τον ξεράσει μέσα σε έναν απόπατο, αλλά οι Κώστηδες του λαϊκού αυτού ντουνιά, ποτέ δε θα σταματήσουνε να βγαίνουν.
Άντε γεια μας.