Το θυμάστε μήπως αυτό το παλιό -και για μένα ακόμα! – καλό τραγουδάκι; "Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί". Ήταν μεγάλο σουξέ τη χρονιά που γεννήθηκα (1953) και το τραγουδούσε ο Νίκος Γούναρης. Το έχει αυτό το συνήθειο ο κόσμος : Αλλάζει συνεχώς. Δεν σταματάει στιγμή να αλλάζει. «Είναι ποτάμι και κυλάει», λένε ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι. Τα ποτάμια δεν σταματούν ποτέ, από την κοίτη τους προχωράνε προς τις εκβολές τους ασταμάτητα. Θέλουμε-δεν θέλουμε.
Την τελευταία χρονιά στην Ελλάδα καταλάβαμε πως πάλι όλα θα αλλάξουν για να μείνουν ίδια. Η δική μου γενιά το είχε τραγουδήσει αυτό, ως ύμνο, πριν καλά-καλά 35αρήσει. «Για νάναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα», έγραφε η Λίνα, μελοποιούσε ο Κραουνάκης, τραγουδούσε η Τάνια. Και ο Αλκίνοος, πριν μια πενταετία περίπου το έγραψε και το τραγούδησε πώς «Ο Κόσμος Αλλάζει», μόνο που για πρώτη φορά (στο στίχο) διέκρινες έναν φόβο γι’ αυτήν την «αλλαγή». Το «αλλάζει» ομοιοκαταληκτούσε εδώ με το «τρομάζει» και έδειχνε την αγωνία που άρχισε να φωλιάζει στις ψυχές των νέων ανθρώπων για τον καινούργιο κόσμο, για την νέα τάξη πραγμάτων και τα περιθώρια που θα τους δώσει να γίνουν ευτυχισμένοι, να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους.
Η αγωνία της επιβίωσης πάντα υπήρχε, από τις σπηλιές μέχρι αυτή τη στιγμή – μόνο που τελευταία, σε πρώτο πλάνο, προκαλεί σε πολλούς συνανθρώπους δυσανάλογο τρόμο, αγωνία, άγχος – μέχρι και απελπισία. Καλλιεργείται αυτό επίμονα και, ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Έξη-εφτά δεκαετίες πίσω οι Έλληνες (για να μιλήσουμε για μας) περνάγανε πάνω από πτώματα συνανθρώπων στην Πανεπιστημίου και την Ομόνοια, την Κυψέλη και τα Πατήσια, την Ρηγίλλης και την Ιπποκράτους, για να φτάσουν σπίτια τους. Πεινούσαν και κρυώνανε οι αστοί στις πόλεις και ξεπουλούσανε περιουσίες ολόκληρες για ένα μπουκάλι λάδι. Και στα χωριά οι άνθρωποι προστατεύανε το βιός τους, τα κοτέτσια, τους λαχανόκηπους, τα κατσίκια και την αγελάδα τους σαν τα μάτια τους. Ζούσανε πιο ανθρώπινα εκείνοι από τους αστούς στις πόλεις, αλλά είχαν και αυτοί το θάνατο μέσα στο σπίτι κάθε μέρα. Οι Ναζί στην αρχή, τα αδέρφια τους μετά. Κομμουνιστής ο ένας, Δεξιός και Συντηρητικός ο άλλος. Πολλές μανάδες που, αν ζούσανε σήμερα, θα πλησίαζαν τα εκατό, ξενυχτήσανε πάνω από το δολοφονημένο, από το άλλο τους σπλάχνο, παιδί τους.
Τώρα, μέσα στο 2010, συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά πως δεν μας παίρνει να φοράμε μόνο Prada, ούτε να οδηγούμε Cayenne. Μας κόψανε τις κάρτες και την πίστωση οι τράπεζες και η κυβέρνηση φώναξε εδώ τους συν-εταίρους της και τους Αμερικάνους (όπως κάνανε και οι κυβερνήσεις στον Εμφύλιο ή ακόμα πιο πίσω, όταν χτιζότανε το «νέο Ελληνικό κράτος», στις αρχές του 19ου αιώνα, μετά την Επανάσταση). Χρειαζόμαστε βοήθεια. Ζητάμε δανεικά και ευκολίες πληρωμής. Μας εκμεταλλεύονται οι κερδοσκόποι, είναι γεγονός αυτό και δεν το αμφισβητεί κανείς, αλλά έτσι κάνανε πάντα οι κερδοσκόποι από καταβολής κόσμου : Ευκαιρίες περιμένανε. Ο Τοκογλύφος ήταν πάντα τοκογλύφος, άσχετα αν δρούσε σ΄ένα μικρό επαρχιακό ενεχυροδανειστήριο πλουτίζοντας ξεδιάντροπα, ή στην μεγάλη πόλη, στην αρχή της Σοφοκλέους π.χ, όπου πήγαινα εγώ (και ο πατέρας μου ο Μιχάλης) για να «ενεχυριάσουμε» το δαχτυλίδι που είχε χαρίσει η γιαγιά στην μάννα μου όταν την πάντρεψε το 52, (το ίδιο δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει και εκεινής η μάννα της στην Κέρκυρα, το 1920κάτι), η το Rolex του Μιχάλη και τα τελευταία ασημένια μας τασάκια. Η «επιχείρηση» αυτή ήταν κρατική. Και ο τοκογλύφος ήταν η ίδια η πατρίδα μας που έβγαζε λεφτά από την απελπισία μας.
Μην κολλάτε λοιπόν σας παρακαλώ, ρόδα είναι και γυρίζει. «Τα λεφτά έχουν πάτο», λέει συχνά ο κολλητός μου. Το ξεχάσανε αυτό οι Ελληνικές κυβερνήσεις από το 1981 και μετά. Ξοδεύανε ασύστολα, παρέα με τις Τράπεζες, τις «νεοφιλελεύθερες». Άλλοι «μοιράσανε λεφτά στον κοσμάκη» (όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου), άλλοι αποταμιεύσανε μόνο για πάρτη τους, «νόμιμα άρα και ηθικά». Φτιάξανε το Σύνταγμα και τους Νόμους έτσι που να νομιμοποιείται (ή να παραγράφεται άμεσα) η απάτη – και μας οδηγήσανε στο ιστορικό πια «δεν υπάρχει σάλιο» του Ανδρέα Λοβέρδου, το λεχθέν αρχές του 2010 – «εδώ και τώρα» δηλαδή.
Έτσι είναι. Δεν υπάρχει μία. Και τώρα ο Γ.Α.Π ή ο Αντώνης Σαμαράς ή μια κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον κ. Μαρκεζίνη ή δεν ξέρω ποιόν άλλον, πρέπει να απολύσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ή να τους μειώσει στο μισό (ή και στο ένα τρίτο) τις αποδοχές τους. Μεγάλο ζόρι, μεγάλη κρίση, μεγάλη πίεση από τους συν-εταίρους που θέλουν να τελειώνει το γρηγορότερο αυτή η ιστορία για να ξανανοίξουν οι δουλειές στην ΕΕ και να σταθεροποιηθεί το Ευρώ – άσχετα από το κοινωνικό, πολιτικό και ανθρώπινο «κόστος».
Αλλά ας μην υπερβάλλουμε. Δεν ζούμε πολέμους ούτε κατακλυσμούς, δεν έχει έρθει (λυπάμαι που απογοητεύω μερικούς) «το τέλος του κόσμου». Απλώς την πάθαμε. Δεν ξέραμε, δεν ρωτήσαμε και μας πιάσανε αδιάβαστους. Αλλά η ζωή προχωράει κανονικά και αυτοί οι άχρηστοι της γενιάς μου απέρχονται σιγά-σιγά και «ο κόσμος αλλάζει» ευτυχώς πάλι (και μάλιστα ραγδαία σε αυτή τη φάση, όπως στην Αναγέννηση ή τον 5ο π.Χ αιώνα στην Αθήνα). Ζούμε μιαν εποχή συγκλονιστικών ανατροπών που, αφού μας «δοκιμάσει» όλους, λίγο σκληρά και ζόρικα είναι αλήθεια, θα μας οδηγήσει στο αύριο.
Ας πούμε πως ακόμα είναι νύχτα και είμαστε ακάλυπτοι – γι’ αυτό τρομάζουμε. Αλλά θυμάστε εσείς καμιά νύχτα που να μην ξημέρωσε; Δεν υπάρχει αυτό στη φύση, το σύμπαν, το άπειρο. Όλα αενάως κυκλικά ανακαινίζονται και ακόμα και αν «πεθάνουν», μεταμορφώνονται και ανασυντίθενται με άλλες μορφές. Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο τον σκοπό. Μην κολλάτε σας παρακαλώ : Εντάξει, δεν θα φάμε φουαγκρά, δεν θα γιορτάσουμε χλιδάτα Χριστούγεννα, θα φορέσουμε τα περσινά μας ρούχα. Σάμπως θα είναι η πρώτη φορά; Για μας τους παλιότερους, σίγουρα όχι – σας το υπογράφω.
Για κάποιους από σας που αλλοιώς το είχατε φανταστεί («κι’ αλλοιώς το πράγμα σας προκύπτει»), θα είναι μια ενδιαφέρουσα άσκηση. Στη σούμα και απ’ αυτή τη φάση, πάλι κερδισμένοι θα βγούμε. Υπομονή μόνο χρειαζόμαστε – κάτι ξέρανε και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με τον Σταύρο Ξαρχάκο, που την έκαναν τη συμβουλή τραγούδι. Υπομονή. «Η μεγαλυτέρα των αρετών», λέγανε οι παλιοί γεροντάδες, οι ασκητές, οι μύστες.
Αλήθεια, «τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια» – και βοηθάνε πολύ στα δύσκολα. Μην το ξεχνάτε ποτέ αυτό : Μόνο η αγάπη μένει τελικά. Γι’ αυτό μη χολοσκάτε. Του χρόνου τα Χριστούγεννα, άντε του αντίχρονου, θα πάμε πάλι Gstaad και Αράχοβα για σκι και το αργότερο το καλοκαίρι του 2013 Μύκονο και Σαντορίνη πάλι. Ναι. Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι. Γιατί «η αγάπη πάντα νικάει».
Αυτή είναι το ζουμί, το ρεζουμέ και «όλα τα λεφτά». Η αγάπη. Όλα τα άλλα έρχονται και παρέρχονται και ξαναέρχονται και, εδώ που τα λέμε, δεν πολυμετράνε!