Protagon A περίοδος

Και ας μην τρώγωμεν πέτρες

Στην προηγούμενη ανάρτησή μου («Η μαγιά του φρενοκομείου») περιέγραψα τα προσωπικά μου βιώματα από την επαφή μου με την Αθήνα με αφορμή το μίζερο...

Μακάριος Δρουσιώτης


Photo: Μαρία Μαράκη

Στην προηγούμενη ανάρτησή μου («Η μαγιά του φρενοκομείου») περιέγραψα τα προσωπικά μου βιώματα από την επαφή μου με την Αθήνα με αφορμή το μίζερο κλίμα της εποχής. Και κατέληγα με την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι «το θαύμα θα γίνει» και ότι η Αθήνα θα βρει ξανά την αισιόδοξη νότα της. Μετά την περιπετειώδη επίσκεψή μου το διήμερο 6-7 Δεκεμβρίου άρχισα να έχω σοβαρές αμφιβολίες. Άλλο να βλέπεις τις φωτιές και τις σπασμένες προθήκες των καταστημάτων από την τηλεόραση και άλλο να πέφτουν τα γυαλιά στα πόδια σου…

Πήγα στην Αθήνα την Κυριακή το απόγευμα. Τη Δευτέρα θα γινόταν στο Σύνταγμα η παρουσίαση του βιβλίου μου «Δύο απόπειρες και μια Δολοφονία – Η Κύπρος και η χούντα, 1967 – 1970». Στη διαδρομή του μετρό από το Ελ. Βενιζέλος μέχρι την Αθήνα πήρα ένα SMS από ένα φίλο μου με προειδοποιούσε: «Το κέντρο καίγεται».
«Υπερβολές των καναλιών», σκέφτηκα. Όταν στο μετρό άκουσα την ανακοίνωση ότι έκλεισε ο σταθμός στο «Πανεπιστήμιο» άρχισα να ψιλοανησυχώ. Όταν βγήκα από το σταθμό της Ομονοίας και είδα τις φωτιές ανησύχησα πραγματικά. Τα πόδια μου έκαναν κρατς στα σπασμένα γυαλιά. Άρχισα να ανεβαίνω την Πανεπιστημίου με προορισμό το ξενοδοχείο «Τιτάνια». Περπατούσα και κοιτούσα στον ουρανό. Είναι κρίμα, σκέφτηκα, να πάω από πέτρα. Θυμήθηκα το σύνθημα που απαθανάτισε ο Γιώργος Σεφέρης στην Κύπρο του ’50: «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες». Άμα είναι επιλογή μας να τις φάμε τις πέτρες από το στόμα. Όχι, όμως, και αδέσποτες στο κεφάλι.

Αλλάζω σκέψεις. Επανέρχομαι στο σήμερα και στο λόγο της επίσκεψής μου στην Αθήνα. Θα γίνει η εκδήλωση ή δεν θα γίνει; Πόσοι θα αποτολμήσουν να πουν θα πάμε «και ας τρώγωμεν πέτρες»; Κανένας εχέφρων άνθρωπος υποθέτω. Εκείνη τη στιγμή έδωσα αξία στην πιο ηλίθια έκφραση που ακούει κανείς στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου Λάρνακας: «Σαν την Κύπρον ένεσσιει». Κι ας τρώγωμεν πέτρες…
Έφτασα σώος στο «Τιτάνια». Δυσκολεύτηκα να το αναγνωρίσω. Η πρόσοψή του ήταν καλυμμένη με βαριές σιδερένιες πόρτες. Σαν να ήμουν στη Βόρειο Ιρλανδία την εποχή του ΙΡΑ. Το προσωπικό φυγάδευε τους πελάτες στο ξενοδοχείο από μια σιδερένια χαμηλή πόρτα. Σαν να έμπαινα σε φυλακές.

Όταν μετά από ώρα βγήκα από το ξενοδοχείο η κατάσταση είχε ηρεμήσει. Τα επεισόδια έπαιζαν πια σε επανάληψη στα δελτία ειδήσεων. Η πόλη ήταν έρημη. Μόνο αστυνομικοί κυκλοφορούσαν. Η φαντασία μου με ταξίδεψε πίσω, στην εποχή της χούντας. Σκέφτηκα ότι πέρασαν έξι χρόνια δικτατορίας για να πέσει η πρώτη πέτρα κατά του καθεστώτος. Και σήμερα, χωρίς λόγο και αιτία, πέφτουν από παντού πέτρες. Ίσως να φταίνε οι κλιματικές αλλαγές. Εκτός από τους πάγους που λιώνουν βρέχει και πέτρες.

Αυτή μου η επίσκεψη στην Αθήνα ήταν περιπετειώδης από την αρχή μέχρι το τέλος. Το ξαναζεσταμένο φαγητό στο εστιατόριο που μου προκάλεσε ξινίλα στο στομάχι και η έγνοια του τι θα γίνει την άλλη μέρα δεν με άφησαν να κοιμηθώ όλο το βράδυ. Τελικά, αποφασίσαμε να ακυρώσουμε την παρουσίαση. Ποιος θα ‘ρθει και ποιος θα μας ακούσει σε αυτό το χάος; Κανένας. Και τι να κάνω σε μια πόλη που είναι υπό αστυνομική πολιορκία; Πίσω, λοιπόν, με το πρώτο αεροπλάνο.

Από το ξενοδοχείο έφυγα κατ’ ευθείαν για το αεροδρόμιο. Έβαλα το πορτοφόλι μου στην μπροστινή τσέπη για να είναι πιο ασφαλισμένο. Πρώτιστα γιατί είχα μέσα την ταυτότητά μου, κι αν το άρπαζε κανείς δεν θα μπορούσα να ταξιδέψω. Στον σταθμό του Συντάγματος, μπαίνοντας στο μετρό, ένας τύπος στήθηκε παλούκι μπροστά μου και με παρεμπόδιζε από του να τοποθετήσω τη χειραποσκευή μου στον ειδικό χώρο. Μέχρι να του μιλήσω, να με αγνοήσει, να τον σπρώξω και τελικά να τοποθετήσω την αποσκευή στη θέση της ο συρμός έφτασε στον Ευαγγελισμό. Με το που σταμάτησε έβαλα το χέρι μου στην τσέπη. Αντιλήφθηκα ότι κάτι είχε συμβεί με το πορτοφόλι μου. Ενώ πάντα το τοποθετώ κάθετα, ήταν σε πλάγια θέση και ψηλά στην τσέπη. Ο διπλανός μου – όχι αυτός μου με παρεμπόδιζε με τις αποσκευές, ο σύντροφός του – άλλαξε ύφος και κινήθηκε σπρώχνοντας προς την έξοδο.

Είναι από τις ελάχιστες φορές στη ζωή μου που ήθελα να χαστουκίσω άνθρωπο. Δεν είναι τόσο τα χρήματα όσο η απώλεια της ταυτότητας που θα με άφηνε στην Αθήνα χωρίς μετρητά και χωρίς πιστωτικές κάρτες. Όμως, λίγο η ανακούφιση που το πορτοφόλι ήταν στην τσέπη μου, λίγο η πίεση του χρόνου (την έφτανα δεν την έφτανα την πτήση) τον άφησα να φύγει. Αισθάνθηκα και μια ικανοποίηση για την προνοητικότητά μου να τοποθετήσω το πορτοφόλι στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού μου καθώς και… υπερηφάνεια για τα αντανακλαστικά μου, αφού τον πρόλαβα στο τσάκα.

Έφτασα στο αεροδρόμιο εγκαίρως, έκανα check – in σε τρία λεπρά και βρήκα χρόνο να μπώ στο κατάστημα Metropolis. Πήρα το καινούργιο cd της Χάρις Αλεξίου και πήγα στο ταμείο να πληρώσω. Όλα τα μετρητά ήταν εξαφανισμένα! Ούτε τώρα δεν μπορώ να αντιληφθώ με ποια ταχυδακτυλουργική μέθοδο πήρε το πορτοφόλι από την μπροστινή μου τσέπη, αφαίρεσε τα μετρητά, αλλά άφησε άθικτες τις κάρτες και την ταυτότητα για να μπορέσω να φύγω από την Ελλάδα. Γιατί δεν το πήρε όλο το πορτοφόλι και μου έκανε τη χάρη; Τελικά, πρέπει να του πω κι ευχαριστώ; Δηλαδή ήταν ένας κλέφτης με… συνείδηση; Έβαλα ξανά τα γεγονότα στη σειρά και συμπέρανα ότι έβαλε το πορτοφόλι στη θέση του για να μπορέσει να διαφύγει σαν κύριος. Διότι, αν ανακάλυπτα ότι έλειπε το πορτοφόλι στη μέση του τούνελ και τον έβλεπα δίπλα μου σφηνωμένο ν΄ αλλάζει χρώματα, θα τον έλιωνα στο ξύλο.

Παρά την ικανοποίηση πως γλίτωσα τα χειρότερα, πήρα την πτήση της Aegean για τη Λάρνακα με ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης. Για την αχρείαστη ταλαιπωρία, για τα 500 ευρώ που μου στοίχησε αυτό το ταξίδι συν τα 100 που μου έκλεψαν. Και κυρίως επειδή αυτός ο επαγγελματίας τσαντάκιας εξευτέλισε τα αντανακλαστικά μου που τα είχα περί πολλού.

Την Ελλάδα θέλομεν, αλλά είναι απαραίτητο να τρώγωμεν πέτρες;